Η οικονομική κρίση προκαλεί προβλήματα αλλά δημιουργεί και ευκαιρίες. Η ελληνική αγορά των 11 εκατομμυρίων καταναλωτών λόγω του μικρού μεγέθους της, του έντονου ανταγωνισμού, των διαρθρωτικών προβλημάτων της αλλά και του χαμηλού μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος δεν είναι δυνατό να απορροφήσει αποτελεσματικά όλα τα ελληνικά παραδοσιακά προϊόντα, πολλά από τα οποία παράγονται και στο νησί μας.
Η μόνη πλην δύσκολη και επίπονη διέξοδος είναι οι εξαγωγές σε ορισμένες ξένες αγορές, οι οποίες, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να τα απορροφήσουν λόγω μεγέθους, υψηλής κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης και γνώσης των ελληνικών προϊόντων από το καταναλωτικό κοινό τους. Είναι γνωστό ότι ο νομός μας είναι πραγματικά ευλογημένος και για καλή μας τύχη παράγει εξαίσια και υψηλής ποιότητας παραδοσιακά προϊόντα, πολλά από τα οποία ΠΟΠ και ΠΓΕ, όπως ελαιόλαδο και σχετιζόμενα με αυτό προϊόντα, τυροκομικά, ιχθυηρά, το περίφημο ούζο, το λημνιό κρασί και πολλά άλλα, τα οποία όποιος επισκέπτης δοκιμάζει, πραγματικά θέλει να ξαναγευτεί.
Ωστόσο, ο ξένος επισκέπτης, αλλά και αυτός που δεν έχει έρθει στο νησί, θα πρέπει να τα βρει στην αγορά της χώρας του για να μπορέσει να τα ξαναγευτεί ή να τα γνωρίσει. Και πράγματι αυτό συμβαίνει κυρίως τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κατά τους οποίους ανεβαίνουν και οι πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων. Πέραν κάποιων μεμονωμένων αξιόλογων προσπαθειών, τα παραδοσιακά μυτιληνιά προϊόντα, με ορισμένες εξαιρέσεις, δύσκολα τα βρίσκει κανείς στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, ακόμα και σε αυτές που τα ελληνικά προϊόντα γενικά έχουν μια σχετικά ισχυρή παρουσία όπως η Γερμανία.
Η Γερμανία αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Ελλάδος, με εξαίρεση τα δύο τελευταία χρόνια που έχει πέσει στη δεύτερη θέση μετά την Ιταλία, απορροφώντας όμως μεγαλύτερη γκάμα εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων, μεταξύ αυτών και όλων των ελληνικών παραδοσιακών, όπως αυτά που παράγονται στο νομό μας.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009, οι εξαγωγές τροφίμων προς τη Γερμανία σύμφωνα με την ΕΣΥΕ παρουσίασαν λόγω και της κρίσης μείωση της αξίας τους κατά 4,3%, ανερχόμενες σε 229,1 εκατ. ευρώ, η οποία όμως είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με την πτώση των ελληνικών εξαγωγών στο σύνολό τους, που ανήλθε σε 21,08%. Αξίζει να σημειωθεί η άνοδος των εξαγωγών παρθένου ελαιολάδου (9,5%), φέτας (9,4%) και ιχθυηρών (6,55%), παρά την κρίση.
Απουσιάζει η Λέσβος
Στη γερμανική αγορά βρίσκει κανείς όχι μόνο στις ελληνικές ομογενειακές επιχειρήσεις αλλά και σε όλα τα μεγάλα γερμανικά σούπερ μάρκετ, άρα σε ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς, διάφορα ελληνικά προϊόντα όπως ελαιόλαδο, τυροκομικά, γιαούρτι, κρασί κ.λπ. από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία αλλά όχι από τη Λέσβο, ή τουλάχιστον κατ’ εξαίρεση. Φωτεινή εξαίρεση κάποιες ποτοποιίες ούζου, οι οποίες το τελευταίο διάστημα, με τη σωστή στρατηγική και το σωστό μάρκετινγκ, έκαναν κάποια ενθαρρυντικά βήματα στη γερμανική αγορά, και το λημνιό κρασί κυρίως στις ομογενειακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι αν και σε όλες τις μεγάλες γερμανικές αλυσίδες μπορεί να βρει κανείς ελαιόλαδο Κρήτης, Καλαμάτας, Λακωνίας κ.λπ., δε βρίσκει ελαιόλαδο Λέσβου, αν και έχει βραβευτεί ακόμα και από γερμανικά εξειδικευμένα περιοδικά. Είναι γνωστό βέβαια το γενικότερο πρόβλημα του ελαιολάδου που πωλείται bulk στην Ιταλία και εμφανίζεται στη συνέχεια ως ιταλικό στα γερμανικά ράφια, αλλά και σε αυτά των άλλων μεγάλων αγορών.
Ωστόσο, αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για το ελληνικό ελαιόλαδο και δεν αφορά μόνο στο λάδι της Λέσβου.
Το ίδιο ισχύει, όμως, δυστυχώς και στις ομογενειακές εισαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων. Και εκεί μόνο σε περιορισμένη κλίμακα συναντά κανείς προϊόντα από τη Λέσβο.
Στρατηγική εξωστρέφειας
Αυτό δεν οφείλεται στη χαμηλή ποιότητα των λεσβιακών προϊόντων. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις τα μυτιληνιά και λημνιά προϊόντα υπερέχουν σε ποιότητα και διατροφική αξία σε σύγκριση με ανταγωνιστικά τους. Τότε, πού έγκειται το πρόβλημα; θα αναρωτηθεί κάποιος.
Στην έλλειψης εξωστρέφειας. Πουθενά στον κόσμο κανένας εισαγωγέας μεγάλης αγοράς ή μεγάλος αγοραστής δε θα πάει στον μικρό πωλητή ή στον παραγωγό. Ο τελευταίος θα πρέπει να προσεγγίσει τον αγοραστή. Άρα, τι χρειάζεται;
Πέραν της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας της κάθε εταιρείας, καθώς και της σταθερής ποιότητας του προϊόντος, την οποία διαθέτουν τα προϊόντα του νομού, απαιτείται μια οργανωμένη στρατηγική προσπάθεια με τη στήριξη επιμελητηριακών φορέων και νομαρχίας, συμμετοχή σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις και αποστολές, ώστε να γίνουν γνωστά τα ντόπια προϊόντα, κυρίως ΠΟΠ και ΠΓΕ, στις ξένες αγορές, απόκτηση γνώσης της τοπικής αγοράς, σωστή τυποποίηση και ετικέτα, εύρεση αξιόπιστων αντιπροσώπων και διανομέων και στη συνέχεια σταθερή παρουσία στην αγορά, καθώς και ενδυνάμωσή της μέσω προωθητικών ενεργειών εξαγωγικού μάρκετινγκ και διαφήμισης. Οι μεμονωμένες προσπάθειες χωρίς το λεγόμενο follow up δεν έχουν αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα. Η δε προώθηση των παραδοσιακών προϊόντων του νησιού συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική προβολή του, καθότι έτσι και τα ίδια τα προϊόντα γίνονται πιο ελκυστικά.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεγαλύτερη έκθεση τροφίμων και ποτών παγκοσμίως, στην Anuga της Κολωνίας, στην οποία γίνονται επαφές και κλείνονται συμφωνίες όχι μόνο για τη γερμανική αγορά αλλά για όλο τον κόσμο - η δε Ελλάδα συμμετέχει ανελλιπώς και προσφάτως (10-14/10/2009) με εθνικό περίπτερο του ΟΠΕ και 232 ελληνικές επιχειρήσεις και επιμελητήρια (η μεγαλύτερη συμμετοχή της Ελλάδος παγκοσμίως) -, από τη Λέσβο δε συμμετείχε καμμία επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για τη μεγαλύτερη παγκοσμίως διεθνή έκθεση μάρκετινγκ φρούτων και λαχανικών Fruit Logistica που διεξάγεται στο Βερολίνο (η επόμενη 3-5/2/2010). Όσον αφορά στη διεθνή έκθεση Prowein στο Ντύσσελντορφ, που είναι από τις μεγαλύτερες εκθέσεις οίνου και οινοπνευματωδών και στην οποία η Ελλάδα συμμετέχει με εθνικό περίπτερο του ΟΠΕ και την τελευταία φορά (29-31/3/2009) με 36 εταιρείες, από τη Λέσβο συμμετείχε μόνο μία εταιρεία.
Η μεγάλη πρόκληση
Αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις που παράγουν ποιοτικά λεσβιακά προϊόντα να εκμεταλλευτούν την τάση μιας μεγάλης μερίδας του καταναλωτικού κοινού, τόσο του ελληνικού όσο και κυρίως του ξένου, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη μάζα, προς ποιοτικότερα προϊόντα με υψηλή διατροφική αξία, κυρίως ΠΟΠ, ΠΓΕ, αλλά και μικρών παραγωγών, όντας διατεθειμένο να πληρώσει λίγο υψηλότερη τιμή προκειμένου να απολαύσει υψηλότερη ποιότητα. Η προώθηση της υγιεινής μεσογειακής διατροφής, μέρος της οποίας αποτελεί και η λεσβιακή κουζίνα, δείχνει να έχει απήχηση σε μεγάλη μερίδα κοινού στο εξωτερικό. Η ανταγωνιστικότητα και οι δυσκολίες των ανεπτυγμένων αγορών όπως η γερμανική είναι δεδομένες, ωστόσο ο αμιγώς Γερμανός καταναλωτής, πέραν του Έλληνα ομογενή, γνωρίζει και έχει σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο ξένο μεγαλύτερη γνώση των ελληνικών προϊόντων και της ελληνικής κουζίνας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι παρότι σε μέγεθος η γερμανική αγορά υστερεί π.χ. σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, εν τούτοις εξακολουθεί να απορροφά ακόμα το μεγαλύτερο όγκο των ελληνικών τροφίμων, ενώ στα οινοπνευματώδη, όπου ως Ελλάδα κατέχουμε την τέταρτη θέση μετά τη Γαλλία, το Ην. Βασίλειο και την Ιταλία, είναι η πρώτη μας αγορά με συντριπτική διαφορά, απορροφώντας πάνω από το 75% των εξαγωγών μας, με το ούζο να αποτελεί το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν σε αυτή την κατηγορία.
Η μόνη πλην δύσκολη και επίπονη διέξοδος είναι οι εξαγωγές σε ορισμένες ξένες αγορές, οι οποίες, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να τα απορροφήσουν λόγω μεγέθους, υψηλής κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης και γνώσης των ελληνικών προϊόντων από το καταναλωτικό κοινό τους. Είναι γνωστό ότι ο νομός μας είναι πραγματικά ευλογημένος και για καλή μας τύχη παράγει εξαίσια και υψηλής ποιότητας παραδοσιακά προϊόντα, πολλά από τα οποία ΠΟΠ και ΠΓΕ, όπως ελαιόλαδο και σχετιζόμενα με αυτό προϊόντα, τυροκομικά, ιχθυηρά, το περίφημο ούζο, το λημνιό κρασί και πολλά άλλα, τα οποία όποιος επισκέπτης δοκιμάζει, πραγματικά θέλει να ξαναγευτεί.
Ωστόσο, ο ξένος επισκέπτης, αλλά και αυτός που δεν έχει έρθει στο νησί, θα πρέπει να τα βρει στην αγορά της χώρας του για να μπορέσει να τα ξαναγευτεί ή να τα γνωρίσει. Και πράγματι αυτό συμβαίνει κυρίως τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κατά τους οποίους ανεβαίνουν και οι πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων. Πέραν κάποιων μεμονωμένων αξιόλογων προσπαθειών, τα παραδοσιακά μυτιληνιά προϊόντα, με ορισμένες εξαιρέσεις, δύσκολα τα βρίσκει κανείς στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, ακόμα και σε αυτές που τα ελληνικά προϊόντα γενικά έχουν μια σχετικά ισχυρή παρουσία όπως η Γερμανία.
Η Γερμανία αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Ελλάδος, με εξαίρεση τα δύο τελευταία χρόνια που έχει πέσει στη δεύτερη θέση μετά την Ιταλία, απορροφώντας όμως μεγαλύτερη γκάμα εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων, μεταξύ αυτών και όλων των ελληνικών παραδοσιακών, όπως αυτά που παράγονται στο νομό μας.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009, οι εξαγωγές τροφίμων προς τη Γερμανία σύμφωνα με την ΕΣΥΕ παρουσίασαν λόγω και της κρίσης μείωση της αξίας τους κατά 4,3%, ανερχόμενες σε 229,1 εκατ. ευρώ, η οποία όμως είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με την πτώση των ελληνικών εξαγωγών στο σύνολό τους, που ανήλθε σε 21,08%. Αξίζει να σημειωθεί η άνοδος των εξαγωγών παρθένου ελαιολάδου (9,5%), φέτας (9,4%) και ιχθυηρών (6,55%), παρά την κρίση.
Απουσιάζει η Λέσβος
Στη γερμανική αγορά βρίσκει κανείς όχι μόνο στις ελληνικές ομογενειακές επιχειρήσεις αλλά και σε όλα τα μεγάλα γερμανικά σούπερ μάρκετ, άρα σε ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς, διάφορα ελληνικά προϊόντα όπως ελαιόλαδο, τυροκομικά, γιαούρτι, κρασί κ.λπ. από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία αλλά όχι από τη Λέσβο, ή τουλάχιστον κατ’ εξαίρεση. Φωτεινή εξαίρεση κάποιες ποτοποιίες ούζου, οι οποίες το τελευταίο διάστημα, με τη σωστή στρατηγική και το σωστό μάρκετινγκ, έκαναν κάποια ενθαρρυντικά βήματα στη γερμανική αγορά, και το λημνιό κρασί κυρίως στις ομογενειακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι αν και σε όλες τις μεγάλες γερμανικές αλυσίδες μπορεί να βρει κανείς ελαιόλαδο Κρήτης, Καλαμάτας, Λακωνίας κ.λπ., δε βρίσκει ελαιόλαδο Λέσβου, αν και έχει βραβευτεί ακόμα και από γερμανικά εξειδικευμένα περιοδικά. Είναι γνωστό βέβαια το γενικότερο πρόβλημα του ελαιολάδου που πωλείται bulk στην Ιταλία και εμφανίζεται στη συνέχεια ως ιταλικό στα γερμανικά ράφια, αλλά και σε αυτά των άλλων μεγάλων αγορών.
Ωστόσο, αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για το ελληνικό ελαιόλαδο και δεν αφορά μόνο στο λάδι της Λέσβου.
Το ίδιο ισχύει, όμως, δυστυχώς και στις ομογενειακές εισαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων. Και εκεί μόνο σε περιορισμένη κλίμακα συναντά κανείς προϊόντα από τη Λέσβο.
Στρατηγική εξωστρέφειας
Αυτό δεν οφείλεται στη χαμηλή ποιότητα των λεσβιακών προϊόντων. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις τα μυτιληνιά και λημνιά προϊόντα υπερέχουν σε ποιότητα και διατροφική αξία σε σύγκριση με ανταγωνιστικά τους. Τότε, πού έγκειται το πρόβλημα; θα αναρωτηθεί κάποιος.
Στην έλλειψης εξωστρέφειας. Πουθενά στον κόσμο κανένας εισαγωγέας μεγάλης αγοράς ή μεγάλος αγοραστής δε θα πάει στον μικρό πωλητή ή στον παραγωγό. Ο τελευταίος θα πρέπει να προσεγγίσει τον αγοραστή. Άρα, τι χρειάζεται;
Πέραν της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας της κάθε εταιρείας, καθώς και της σταθερής ποιότητας του προϊόντος, την οποία διαθέτουν τα προϊόντα του νομού, απαιτείται μια οργανωμένη στρατηγική προσπάθεια με τη στήριξη επιμελητηριακών φορέων και νομαρχίας, συμμετοχή σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις και αποστολές, ώστε να γίνουν γνωστά τα ντόπια προϊόντα, κυρίως ΠΟΠ και ΠΓΕ, στις ξένες αγορές, απόκτηση γνώσης της τοπικής αγοράς, σωστή τυποποίηση και ετικέτα, εύρεση αξιόπιστων αντιπροσώπων και διανομέων και στη συνέχεια σταθερή παρουσία στην αγορά, καθώς και ενδυνάμωσή της μέσω προωθητικών ενεργειών εξαγωγικού μάρκετινγκ και διαφήμισης. Οι μεμονωμένες προσπάθειες χωρίς το λεγόμενο follow up δεν έχουν αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα. Η δε προώθηση των παραδοσιακών προϊόντων του νησιού συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική προβολή του, καθότι έτσι και τα ίδια τα προϊόντα γίνονται πιο ελκυστικά.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεγαλύτερη έκθεση τροφίμων και ποτών παγκοσμίως, στην Anuga της Κολωνίας, στην οποία γίνονται επαφές και κλείνονται συμφωνίες όχι μόνο για τη γερμανική αγορά αλλά για όλο τον κόσμο - η δε Ελλάδα συμμετέχει ανελλιπώς και προσφάτως (10-14/10/2009) με εθνικό περίπτερο του ΟΠΕ και 232 ελληνικές επιχειρήσεις και επιμελητήρια (η μεγαλύτερη συμμετοχή της Ελλάδος παγκοσμίως) -, από τη Λέσβο δε συμμετείχε καμμία επιχείρηση. Το ίδιο ισχύει και για τη μεγαλύτερη παγκοσμίως διεθνή έκθεση μάρκετινγκ φρούτων και λαχανικών Fruit Logistica που διεξάγεται στο Βερολίνο (η επόμενη 3-5/2/2010). Όσον αφορά στη διεθνή έκθεση Prowein στο Ντύσσελντορφ, που είναι από τις μεγαλύτερες εκθέσεις οίνου και οινοπνευματωδών και στην οποία η Ελλάδα συμμετέχει με εθνικό περίπτερο του ΟΠΕ και την τελευταία φορά (29-31/3/2009) με 36 εταιρείες, από τη Λέσβο συμμετείχε μόνο μία εταιρεία.
Η μεγάλη πρόκληση
Αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις που παράγουν ποιοτικά λεσβιακά προϊόντα να εκμεταλλευτούν την τάση μιας μεγάλης μερίδας του καταναλωτικού κοινού, τόσο του ελληνικού όσο και κυρίως του ξένου, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη μάζα, προς ποιοτικότερα προϊόντα με υψηλή διατροφική αξία, κυρίως ΠΟΠ, ΠΓΕ, αλλά και μικρών παραγωγών, όντας διατεθειμένο να πληρώσει λίγο υψηλότερη τιμή προκειμένου να απολαύσει υψηλότερη ποιότητα. Η προώθηση της υγιεινής μεσογειακής διατροφής, μέρος της οποίας αποτελεί και η λεσβιακή κουζίνα, δείχνει να έχει απήχηση σε μεγάλη μερίδα κοινού στο εξωτερικό. Η ανταγωνιστικότητα και οι δυσκολίες των ανεπτυγμένων αγορών όπως η γερμανική είναι δεδομένες, ωστόσο ο αμιγώς Γερμανός καταναλωτής, πέραν του Έλληνα ομογενή, γνωρίζει και έχει σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο ξένο μεγαλύτερη γνώση των ελληνικών προϊόντων και της ελληνικής κουζίνας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι παρότι σε μέγεθος η γερμανική αγορά υστερεί π.χ. σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, εν τούτοις εξακολουθεί να απορροφά ακόμα το μεγαλύτερο όγκο των ελληνικών τροφίμων, ενώ στα οινοπνευματώδη, όπου ως Ελλάδα κατέχουμε την τέταρτη θέση μετά τη Γαλλία, το Ην. Βασίλειο και την Ιταλία, είναι η πρώτη μας αγορά με συντριπτική διαφορά, απορροφώντας πάνω από το 75% των εξαγωγών μας, με το ούζο να αποτελεί το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν σε αυτή την κατηγορία.