Συνεχή αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και της κατανάλωσης ελαιολάδου διαπιστώνει η μελέτη που εκπόνησε η Εθνική Τράπεζα για τον κλάδο του ελαιολάδου.
Συνεχή αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και της κατανάλωσης ελαιολάδου διαπιστώνει η μελέτη που εκπόνησε η Εθνική Τράπεζα για τον κλάδο του ελαιολάδου. Συγκεκριμένα, η μελέτη υπογράφεται από τις αναλύτριες Φραγκίσκα Βουμβάκη, Μαρία Σάββα και Αθανασία Κουτούζου της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας.
Η μελέτη διαπιστώνει ορισμένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος στη χώρα μας, όπως είναι η μεγάλη κατάτμηση του κλήρου, το υψηλό κόστος παραγωγής κ.ά.. Ωστόσο, εκτιμάται πως η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί αυτή η δυνατότητα, απαιτείται περιορισμός του κόστους παραγωγής και αύξηση της ποσότητας του ελαιολάδου που τυποποιείται.
Οι εξελίξεις του κλάδου έχουν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την ελληνική οικονομία, καθώς καλύπτει το 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα. Φυσικά στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας η βαρύτητα του κλάδου είναι πολύ μεγαλύτερη.
Ποιος τρώει τι…
Η Ελλάδα, παρά το μικρό μέγεθος του πληθυσμού της, καταναλώνει το 6% της παγκόσμιας παραγωγής, η Ισπανία το 19% και η Ιταλία το 29%.
Η γειτονική Τουρκία καταναλώνει μόλις το 2% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου, επί της ουσίας απορροφώντας τις ποσότητες που παράγει. 2% καταναλώνει και η Γερμανία, μια αγορά πολύ σημαντική για το ελληνικό ελαιόλαδο. Η Γαλλία καταναλώνει το 4% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι μια αγορά που δεν έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των ελληνικών τυποποιητικών επιχειρήσεων.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι από τους 2,8 εκατομμύρια τόνους που είναι η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου, τα 0,8 εκατομμύρια καταναλώνονται χύμα, ένα εκατομμύριο τόνοι καταναλώνονται τυποποιημένοι στις χώρες παραγωγής του ελαιολάδου και ένα εκατομμύριο τόνοι τυποποιημένου ελαιολάδου εξάγονται στις διεθνείς αγορές. Η προστιθέμενη αξία που δίνεται στο ελαιόλαδο που εξάγεται, είναι κατά ένα ευρώ υψηλότερη σε σχέση με το χύμα ελαιόλαδο.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ελληνική ελαιοκομία δεν έχει εκμεταλλευτεί επαρκώς τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της χώρας στην παραγωγή να έχει περιοριστεί στο 12% το 2009, από το 16% το 1990. Ειδικότερα, στην εγχώρια αγορά (που απορροφά τα 2/3 της παραγωγής) παρατηρείται σταδιακή υποκατάσταση του ελαιολάδου από άλλα φυτικά έλαια και διαχρονικός περιορισμός του όγκου των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί στο 3% τη δεκαετία τού 2000, από το 4% τη δεκαετία τού 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως σε διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής (ελαιοπαραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διανομή-προώθηση).
Υψηλό κόστος παραγωγής
Οι χαμηλότεροι μισθοί στην Ελλάδα δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν την επίδραση της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής ελιών να είναι υψηλότερο στη χώρα μας (0,65 ευρώ ανά κιλό ελιών, έναντι 0,60 ευρώ ανά κιλό στην Ιταλία και 0,55 ευρώ ανά κιλό στην Ισπανία), καθιστώντας την ελληνική παραγωγή λιγότερο ανταγωνιστική. Το υψηλότερο κόστος παραγωγής στη χώρα μας οφείλεται και στο πολύ χαμηλό ποσοστό χρήσης μηχανικών μέσων για τη συγκομιδή της ελιάς.
Το υψηλό κόστος παραγωγής καθιστά ζημιογόνα την καλλιέργεια της ελιάς. Οι μισές εκμεταλλεύσεις αποβαίνουν κερδοφόρες μόνο εάν προστεθεί η επιδότηση που παίρνουν οι ελαιοπαραγωγοί. Δηλαδή οι παραγωγοί έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, με συνέπεια βεβαίως, σε περίπτωση που οι επιδοτήσεις μειωθούν δραστικά, όπως αναμένεται να γίνει από το 2014, πολλοί ελαιώνες να εγκαταλειφθούν.
Ελαιοτριβεία
Σε ό,τι αφορά στα ελαιοτριβεία, η μελέτη επικεντρώνεται στις παραμέτρους:
- Τεχνολογία παραγωγής
- Ιδιοκτησιακό καθεστώς και συγκέντρωση του κλάδου
Όσον αφορά στην τεχνολογία παραγωγής, στην πλειοψηφία τους τα ελαιοτριβεία στην Ελλάδα είναι τριφασικά. Η τεχνολογία αυτή έχει υψηλότερο κόστος επεξεργασίας σε σχέση με τα ελαιοτριβεία δύο φάσεων (0,19 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου, έναντι 0,16 ανά κιλό) που κυριαρχούν στην Ισπανία. Επίσης η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οικονομίες κλίμακας, αλλά και να δυσχεραίνεται ο έλεγχος της ποιότητας και η προώθηση premium προϊόντων. Ο κλάδος στην Ισπανία κυριαρχείται από μεγάλα ελαιοτριβεία, πολλά από αυτά συνεταιριστικά, ενώ στην Ιταλία τα ελαιοτριβεία, αν και είναι σχετικά μικρά, είναι σε κάποιο βαθμό καθετοποιημένα. Δηλαδή αλέθουν τις ελιές συγκεκριμένων ελαιώνων.
«Στην πρέσα» η ελληνική ελαιοκομία
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, οι ετήσιες επιδοτήσεις για το ελληνικό ελαιόλαδο θα μειωθούν κοντά στα 420 εκατ. ευρώ το 2020, από 550 εκατομμύρια σήμερα (με μακροπρόθεσμες πιέσεις για περαιτέρω μείωση μετά το 2020, καθώς η πλήρης σύνδεση με την καλλιεργήσιμη γη περιορίζει το επίπεδο των πόρων στα 225 εκατ. ευρώ). Συνδυάζοντας την περιοριστική αυτή επίδραση με την ανοδική πορεία του κόστους, εκτιμάται ότι η ελληνική παραγωγή θα περιορισθεί κοντά στους 340.000 τόνους το 2015 και λίγο πάνω από 300.000 τόνους το 2020 (από 360.000 τόνους το 2010).