Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Παλεύοντας με τους δαίμονες
Ο μεγαλύτερος φόβος που καλούνται αυτή τη φορά να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της Βρίσας είναι η σκέψη πως τα τραύματα από την πυρκαγιά δεν θα επουλωθούν εύκολα και αυτό εξαιτίας της εμπειρίας που οι ίδιοι έχουν από τις πληγές που άφησε πίσω του ο σεισμός του 2017.
Η Ειρήνη Θαλασσέλλη είναι αγρότισσα, πολύτεκνη μητέρα και ζει με την οικογένειά της στην Βρίσα χρόνια τώρα. Για το χωριό αυτό ο σεισμός του 2017 ήταν ένα δυνατό χτύπημα και αποτέλεσε την αιτία να το εγκαταλείψει αρκετός κόσμος. Εκείνη και η οικογένειά της στάθηκαν τυχεροί, αφού το σπίτι δεν έπαθε ζημιές.
Επέλεξε να γίνει αγρότισσα γιατί θεώρησε ότι είναι ένα επάγγελμα που θα την βοηθήσει να επιβιώσει στη περιοχή που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αυτή η σκέψη όμως αρχίζει να πλήττεται μετά την φωτιά της 23ης Ιουλίου 2022. Αυτό γιατί είχε σαν αποτέλεσμα να καούν 22 από κτήματά της που αντιστοιχούν σε 115 στρέμματα και σε 1000 ρίζες ελιές.
Εκτιμάται ότι στην περιοχή υπάρχουν πολλοί αγρότες που έχουν πάθει την ίδια ζημιά με εκείνη και αριθμούνται κοντά στα 100 άτομα που έχουν χάσει ο καθείς περί τα 30 στρέμματα γης από την φωτιά.
Η Ειρήνη Θαλασσέλλη σε συνέντευξή της στο ΕΜΠΡΟΣ τόνισε ότι η καλλιέργεια της ελιάς είναι μία καλλιέργεια που χρειάζεται χρόνο και σκληρή δουλειά για να ευοδώσει και να αποδώσει. Η ποσότητα ελαιολάδου που κατά μέσο όρο παρήγαγε κάθε έτος κυμαίνεται στις 4800 κιλά λάδι [= 16κιλά λάδι /δέντρο x 300 δέντρα - αφού δεν είναι όλα παραγωγικά κάθε έτος]. Σε αυτό αν πολλαπλασιαστεί η τιμή του λαδιού [≈3€ Χ 4.800 κιλά= 14.400€] μπορεί να αντιληφθεί κανείς την οικονομική ζημία, από την απώλεια της ελαιοκαλλιέργειας, για έναν επαγγελματία αγρότη για κάθε έτος που ακολουθεί.
Μάλιστα δεν παραλείπει να επισημάνει ότι στα χρήματα αυτά περιλαμβάνονται και τα έξοδα, χρήματα τα οποία όπως τονίζει διοχετεύονταν σε επαγγελματίες της περιοχής. Αυτό επί της ουσίας συνεπάγεται την μείωση ως προς ροή του χρήματος στην περιοχή.
Αυτός είναι και ο λόγος που όπως υποστηρίζει η οικονομική στήριξη δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην αποζημίωση ανά ρίζα, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται το ποσό των 100 ευρώ maximum για το ελαιόδεντρο, αλλά θα πρέπει να υιοθετηθούν πρόσθετα μέτρα προκειμένου τόσο εκείνη όσο και άλλοι αγρότες και κτηνοτρόφοι να μπορέσουν να συνεχίζουν.
Εκτιμώμενη Απώλεια Εισοδήματος Ελαιοπαραγωγών (ανά 100 ελαιόδεντρα)
Στον παρακάτω πίνακα απεικονίζεται το σύνολο του απωλεσθέντος εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών (ανά 100 δέντρα) από την Πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2022. Αναλυτικότερα περιγράφονται οι απώλειες εισοδήματος σε βάθος εφταετίας με τελευταία την ελαιοκομική περίοδο εκείνη των 2028-2029. Σύμφωνα με τον συγκεντρωτικό πίνακα το εισόδημα που χάνεται στην εφταετία για κάθε 100 δέντρα φτάνει τις 17.848 ευρώ.
Το κείμενο των αιτημάτων
Αυτός είναι και ο λόγος που αγρότες της περιοχής υπέβαλλαν έγγραφο στον αντιπεριφερειάρχη Πρωτογενούς τομέα Πανάγο Κουφέλο και στον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργο Λαγουτάρη οι οποίοι προ ημερών επισκέφτηκαν την περιοχή με επίκεντρο τις ζημιές που άφησε πίσω της η πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2022. Στο σχετικό έγγραφο περιλαμβάνονται τα αιτήματα ενίσχυσης – στήριξης των αγροτών και της περιοχής.
Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος η πληθυσμιακή μείωση της περιοχής κατά 30% [από το 1911-2011], ποσοστό που έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω του σεισμού του 2017, εξαιτίας του οποίου η περιοχή δεν έχει ανασυγκροτηθεί ακόμη. Αναφέρεται δε, και πρέπει να τονιστεί ότι οι καμένες εκτάσεις αποτελούσαν την πιο παραγωγική περιοχή σε σχέση με τον υπόλοιπο ελαιώνα. Σε ότι έχει με την συμβολή της περιοχής σε συνάρτηση με την οικονομία θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ελαιώνας και οι δασικές εκτάσεις χρησιμοποιούνται και ως βοσκότοποι.
Οι βλάβες εντοπίζονται σε φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, φυτικό, ζωικό κεφάλαιο και εξοπλισμό καθώς και απώλεια δέντρων, μείωση παραγωγής, εξοπλισμός (περιφράξεις, ελαιόδυχτα, αντλίες νερού, σκαπτικά μηχανήματα κά). Τα προηγούμενα έχουν σαν συνέπεια την άμεση απώλεια εισοδήματος, πρόσθετη επιβάρυνση σε ζωοτροφές από την απώλεια βοσκήσιμων εκτάσεων και απώλεια έμμεσου εισοδήματος (ξυλεία κλπ).
Οι άξονες στήριξης
Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί για την ανάπλαση – ενίσχυση αλλά κυρίως στήριξη της περιοχής βασίζονται σε δύο κυρίαρχους άξονες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ευρύτερη προστασία – ανάπλαση της περιοχής που περιλαμβάνει την χαρτογράφησή της, την εκτίμηση της επικινδυνότητας, τα αντιπλημμυρικά έργα – διευθέτηση χειμάρρων, την διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών – βελτίωση οδικού δικτύου και η κατασκευή του φράγματος της Λαγκάδας (διαχείριση υδάτων, εμπλουτισμός και ανασύσταση ελαιώνα).
Ο δεύτερος άξονας κινείται προς την ενίσχυση – στήριξη του αγροτικού πληθυσμού που αποτελεί βασικό οικονομικό πυλώνα της περιοχής. Συγκεκριμένα οι αγρότες ζητούν αποζημίωση απώλειας καρπού για 5-7 έτη για εκριζωμένα δέντρα, για 2-3 έτη για καρατομημένα και για 1-2 έτη για καμένα. Ακόμη αποζημίωση για την απώλεια εξοπλισμού και επιδότηση για την αγορά – αντικατάσταση. Επιπλέον αιτούνται επιδότησης για ανασύσταση του ελαιώνα και κατασκευή έργων, καθώς και επιδότηση ζωοτροφών για την φετινή περίοδο και σχεδιασμό για τις επόμενες χρονιές (απαγόρευση βόσκησης στα καμένα, φυσική αναγέννηση κλπ). Ακόμη ζητείται τα καμένα ελαιοκτήματα να παραμείνουν ενεργά στα διάφορα προγράμματα (σχέδια βελτίωσης, νέοι αγρότες, βιολογική καλλιέργεια) τουλάχιστον για την επόμενη τριετία. Επιπροσθέτως αιτουνται την έγκριση όλων των υποψήφιων νέων αγροτών, σχεδίων βελτίωσης και επιδότηση λιπασμάτων.
Η έκταση της πληγείσας περιοχής είναι περίπου 25.000 στρ. με περίμετρο 25χλμ. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε μία ζώνη μήκους 6 χλμ και πλάτους 5χλμ. Το ποσοστό της έκτασης που έμεινε ανέπαφη ανέρχεται στο 5%. Από την περιοχή που κάηκε το 1/3 περίπου της έκτασης καλυπτόταν από δάσος τραχειάς πεύκης, Το ¼ από φυσικούς βοσκότοπος και το υπόλοιπο ½ από καλλιέργειες και ελαιώνες. Το ποσοστό του αστικού χώρου που επλήγη ανέρχεται στο 1% της συνολικής έκτασης.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις, όπως σημειώνεται, προέρχονται από δεδομένα δορυφορικών εικόνων. Κρίνεται απαραίτητη η χαρτογράφηση της περιοχής και η ανάκτηση δεδομένων υψηλής ακρίβειας. Η επεξεργασία αυτών θα συμβάλλει στην ακριβέστερη αποτύπωση των καμένων εκτάσεων και του βαθμού σφοδρότητας της πυρκαγιάς. Η ακριβής χαρτογράφηση αποτελεί προϋπόθεση για την ορθότερη εκτίμηση των αποζημιώσεων αλλά και την οργάνωση της μεταπυρικής αποκατάστασης της περιοχής.
Υδρογραφικό δίκτυο Βρίσας – Βατερών
Στο κείμενο γίνεται αναφορά και στο υδρογραφικό δίκτυο Βρίσας – Βατερών όπως σημειώνεται ότι στην ευρύτερη περιοχή αναπτύσσεται πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο με κύρια ρέματα τη Λαγκάδα στην περιοχή της Βρίσας και τον Βούρκο στην περιοχή του Σταυρού, (περιοχές αυξημένης επικινδυνότητας).
«Το ρέμα της Λαγκάδας εκφορτίζει μια επιμήκη λεκάνη απορροής η οποία ξεκινά από τις περιοχές της Μεγάλης και Μικρής Λίμνης και καταλήγει στ συνένωση με το ρέμα του Αλμυροπόταμου περνώντας από το χωριό της Βρίσας. Σημαντικό τμήμα της λεκάνης έχει καεί. Η επικινδυνότητα είναι εξαιρετικά υψηλή για την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων. Στην συγκεκριμένη λεκάνη, όπως σημειώνεται οριοθετείται και η πιθανή κατασκευή φράγματος που εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλει θετικά τόσο στην ορθολογική διαχείριση των υδάτων της περιοχής όσο και στην ανασύσταση του ελαιώνα» και σημειώνεται ακολούθως: «Η λεκάνη των Βατερών εκφορτίζεται προς τη θάλασσα με δεκάδες μικρά ρέματα τα οποία θα πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαίο σύνολο για την διαχείρισή τους λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που έχουν. Η λεκάνη του Βούρκου επηρεάστηκε σε μικρότερο βαθμό από την πυρκαγιά αλλά ο κίνδυνος είναι σημαντικός ειδικά για τις κατάντη περιοχές και το οδικό δίκτυο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ρέμα Λαγκάδος το οποίο διαπερνά εγκάρσια το χωριό της Βρίσας και έχει δώσει στο παρελθόν πλημμυρικά επεισόδια. Τέλος πρέπει να εξεταστεί η επικινδυνότητα του χειμάρρου του Αλμυροπόταμου, από το σημείο συνένωσης με το ρέμα της Λαγκάδας προς τα κατάντη, σε περίπτωση αύξησης του ποτάμιου φορτίου».
Η εισήγηση της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης
Οι προτάσεις της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με τον προϊστάμενο Γιώργο Λαγουτάρη περιλαμβάνουν: 1) να επιτραπεί να δηλώνονται οι εκτάσεις που έχουν πληγεί από τον φωτιά στην αίτηση Ενιαίας Ενίσχυσης για τουλάχιστον 3 χρόνια προκειμένου να λαμβάνουν κανονικά οι αγρότες όλες τις ενισχύσεις 2) να εγκριθούν οι επιλαχόντες – κάτοικοι περιοχής που έχουν καμένες εκτάσεις στα σχέδια βελτίωσης, στους νέους αγρότες (κλπ προγράμματα) 3) να υπάρξουν ειδικά φορολογικά κίνητρα για την προμήθεια γεωργικών εφοδειών 4) οι κτηνοτρόφοι των περιοχών που έχουν πληγεί να ενισχυθούν με επιδότηση ζωοτροφών 5) να εξεταστεί η κατασκευή του φράγματος της Λαγκάδας 6) να δημιουργηθεί μία μεγάλη αντιπυρική ζώνη που θα εξασφαλίσει την αναβλάστηση της περιοχής και θα προφυλάξει από νέες φωτιές.
Οι προτάσεις υποβλήθηκαν στον αντιπεριφερειάρχη πρωτογενούς τομέα Πανάγο Κουφέλο προκειμένου να αποσταλούν προς τους αρμόδιους με στόχο την υλοποίηση των προαναφερθέντων προτάσεων της Υπηρεσίας.
Ζητούμενο είναι μεταξύ άλλων να χαρακτηριστούν άμεσες οι ενέργειες του ΕΛΓΑ προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν συντομότερα ο καθαρισμός των κτημάτων.
Οι ενέργειες της Διεύθυνσης Δασών
Σύμφωνα με τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δασών Λέσβου, Φώτης Κράλλης ήδη έχει απαγορευθεί το κυνήγι στην περιοχή, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να κηρυχθεί αναδασωτέα η έκταση προκειμένου να κατοχυρωθεί η νομική προστασία της έκτασης. Επιπλέον η Διεύθυνση Δασών είναι σε επαφή με το αρμόδιο Υπουργείο για τον προγραμματισμό των αντιδιαβρωτικών -αντιπλημμυρικών έργων, τα οποία θα εκτελεστούν στις δασικές εκτάσεις. Προς το παρόν έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση για την σύνταξη της μελέτης του έργου. Τα αντιδιαβρωτικά έργα όπως εξηγεί ο κ. Κράλλης έχουν να κάνουν με την αξιοποίηση της καμένης βιομάζας προκειμένου να καλυφθούν οι καμένες επιφάνειες και να προστατευτεί το έδαφος από την διάβρωση τονίζοντας ότι αυτές οι εργασίες αποτελούν το πρώτο βήμα που θα πρέπει να γίνει, μετέπειτα θα ακολουθήσει η αναδάσωση. «Πρωταρχικός στόχος είναι η στερέωση του εδάφους» είπε τονίζοντας ότι οι συγκεκριμένες εργασίες θα γίνουν άμεσα με διαδικασίες εξπρές, όπως τις χαρακτήρισε, μετά την κήρυξη της περιοχής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Έκανε δε ξακάθαρο ότι οι εργασίες αυτές θα γίνουν στα δασικά τμήματα για τα οποία είναι υπεύθυνη η υπηρεσία και όχι τα αγροτικά. «Θα προστατέψουμε την περιοχή από την διάβρωση με την μέγιστη χρηματοδότηση που θα μας δοθεί από το υπουργείο» επισήμανε.
Τις επόμενες ημέρες θα γίνει γνωστό το μέγεθος της καμένης δασικής έκτασης που εκτίνεται εντός των 23.000 στρεμμάτων που κάηκαν συνολικά. Εκτιμάται ότι ο προϋπολογισμός για την υλοποίηση των έργων είναι της τάξεως του 1εκ. ευρώ ωστόσο αυτό θα γίνει ξεκάθαρο μετά την σύνταξη της μελέτης.
Κουφέλος: «Προσωπικά δεν ικανοποιούμαι με τα 100 ευρώ ανά δέντρο»
Σε δήλωσή του ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης Πανάγος Κουφέλος, στο «Ε» τόνισε ότι η Περιφέρεια έχει αναλάβει τον καθαρισμό των χειμάρρων – ποταμών της περιοχής, την αποκατάσταση δρόμων που έχουν διαβρωθεί από την φωτιά. Ακόμη πρόσθεσε ότι στις εργασίες περιλαμβάνονται αντιπλημμυρικά έργα. Τα έργα έχουν εγκριθεί από Οικονομική Επιτροπή προκειμένου να υλοποιηθούν το επόμενο διάστημα.
Σε ότι έχει να κάνει με τα ιδιωτικά ελαιοκτήματα τόνισε ότι θα δοθεί αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ για την φύτευση η οποία ανέρχεται συνολικά στα 100 ευρώ / δέντρο και πέραν από αυτό θα αποζημιωθούν για όποια ζημιά προκλήθηκε στο κτήμα από την φωτιά (μηχανήματα κλπ).
«Εμείς αυτό που διεκδικούμε σαν Περιφέρεια είναι να μην διακοπούν οι επιδοτήσεις. Αυτές πρέπει να παραμείνουν - πλην της στρεμματικής – ενώ θα μεταφέρουμε στον Υπουργό το αίτημά μας να μην απενταχθούν από τα σχέδια βελτίωσης όσοι έχουν πληγεί από την φωτιά και οι νέοι γεωργοί που ανακοινώθηκαν να μπορέσουν να μπουν. Επιπλέον αυτό που ζητάμε είναι να υπάρξει βοήθεια σε ότι αφορά της ζωοτροφές προς τους κτηνοτρόφους γιατί κάηκε σημαντικό τμήμα της περιοχής που χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοπος. Ακόμη ζητάμε στα καμένα ελαιοκτήματα να είναι μηδενικός ο ΕΜΦΙΑ και να μειωθεί ο ΦΠΑ στα λιπάσματα και τις ζωοτροφές για τους Βρισαγώτες και τους κατοίκους του Σταυρού». Ολοκληρώνοντας ο κ. Κουφέλος τις δηλώσεις του τόνισε ότι: «θα πρέπει να στηριχθεί ο αγροτικός – κτηνοτροφικός κόσμος, γιατί αν φύγουν και αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι που παραμένουν εκεί πραγματικά θα ερημώσει ο τόπος. Δεν είναι μεγάλο το χρηματικό ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί από την Πολιτεία σε σχέση με αυτή την ανυπολόγιστη περιβαλλοντική και αγροτική ζημία που έχουμε υποστεί. Οι ελιές αυτές που κάηκαν δεν μπορούν για τουλάχιστον μία 20ετία να αναπληρωθούν και να παράγουν το λάδι που έδιναν. Οι άνθρωποι ξεκινάν από το μηδέν. Προσωπικά δεν ικανοποιούμαι με τα 100 ευρώ. Πρέπει να δοθούν περισσότερα χρήματα για την καλλιεργητική φροντίδα που απαιτούν τα δέντρα προκειμένου να αποδώσουν το συντομότερο».