Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στην ξενιτιά λόγω της κρίσης στον τουρισμό
«Δεν ήθελα να φύγω, οι συνθήκες με ανάγκασαν» είπε ο Στρατής Ευαγγέλου που μετά από πολλά χρόνια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του και την πατρίδα του για να εξασφαλίσει στα παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον. Σήμερα αναγκάζεται να βλέπει σαν τουρίστας τον Μόλυβο, ένα τόπο στον οποίο ζούσε για χρόνια, αφού λόγω της κρίσης που σημειώνει ειδικά ο τουριστικός τομέας έφυγε με την οικογένειά του στην Ολλανδία.
Επί 18 περίπου χρόνια διατηρούσε επιχείρηση μεταλλικών κατασκευών στο Μόλυβο, μια επιχείρηση που όπως και οι περισσότερες στην περιοχή σχετίζονται με τον τουρισμό, δεδομένου ότι ο κλάδος τον οικοδομών εξαρτάται από τις δουλειές που δίνουν οι ξενοδοχειακές μονάδες.
Όταν έκλεισε λόγω κρίσης την επιχείρησή του δούλεψε επί πέντε χρόνια σε ξενοδοχείο σαν συντηρητής μέχρι και το 2015, όταν και σταμάτησε. Θυμίζουμε ότι το 2015 αποτέλεσε μια κομβική χρονιά για τον τουρισμό στον Μόλυβο αλλά και γενικότερα στην βόρεια πλευρά του νησιού, καθώς καθοριστικό ρόλο έπαιξε το μεταναστευτικό. Από το έτος αυτό και έπειτα οι κρατήσεις στα τουριστικά καταλύματα να μειώνονται ολοένα και περισσότερο.
Η γυναίκα του Στρατή, που κατάγεται από την Ολλανδία, δούλευε για χρόνια ως μάνατζερ στα γραφεία που διατηρούσε η Neckermann -μετέπειτα Tomas Cook- στο Μόλυβο και όπως τόνισε με την πάροδο των χρόνων οι απαιτήσεις της εταιρείας αυξάνονταν σε αντίθεση με τον μισθό που μειωνόταν ολοένα και περισσότερο.
Έτσι αποφάσισαν να φύγουν και να βρούνε την τύχη τους στην πατρίδα της γυναίκας του, εκείνος δουλεύει ως σιδηρουργός, ενώ η γυναίκα του σε εργοστάσιο που κατασκευάζει τζάκια και έχουν το μισθό τους, την ασφάλειά τους, τις άδειές του, ενώ κάθε χρόνο έρχονται για ένα μήνα διακοπές στον Μόλυβο για να γεμίσουν τις μπαταρίες τους.
Ο ίδιος όπως λέει αισθάνεται τυχερός γιατί είχε μία εναλλακτική για να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά του και το μέλλον των παιδιών του, του Ιγνάτη και του μικρού Αλέξανδρου. «Εγώ και η γυναίκα μου θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στην Ελλάδα, κάτι θα κάναμε, αλλά τα παιδιά τι θα έκαναν όταν τελείωναν τις σπουδές τους; Τι επαγγελματική αποκατάσταση θα είχαν; Αισθάνομαι τυχερός που είχα αυτή την ευκαιρία και μπόρεσα να φύγω με την γυναίκα μου στην Ολλανδία. Ακούω φίλους μου να μιλάνε και να είναι ανήσυχοι γιατί δεν ξέρουν τι ξημερώνει. Όλοι ζούμε με την ελπίδα ότι ο επόμενος χρόνος θα φέρει κάτι καλύτερο, αλλά δυστυχώς στο τόπο μου συμβαίνει το αντίθετο. »