Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τριμελής αντιπροσωπεία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, βρίσκεται τις τελευταίες μέρες και θα παραμείνει στη Λέσβο μέχρι και την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου, έχοντας να διεκπεραιώσει μια σημαντική αποστολή.
Τα μέλη της ερευνούν και αξιολογούν τα σπήλαια, τα λατομεία, τα φρεάτια και τα βάραθρα του νησιού, βάσει και των στοιχείων που περιλαμβάνει το βιβλίο του Γιώργου Χουτζαίου «Σπήλαια και άλλα καρστικά φαινόμενα της Λέσβου». Εφόσον σε κάποιο από τα βάραθρα -«φούσες» στην τοπική διάλεκτο- βρεθούν αξιόλογα σπήλαια, στόχος είναι να γίνουν προσπάθειες ώστε να καταστούν επισκέψιμα για το ευρύ κοινό, πέρα από τα επιφανειακά σπήλαια που ήδη είναι ευρέως γνωστά.
Ήταν το 1989, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιώργου Χουτζαίου, με στοιχεία απ’ τις έρευνες που ο ίδιος και ο αδερφός του, Θεόδωρος, είχαν πραγματοποιήσει σε όλο το νησί. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1992, περιλαμβάνοντας σημαντικές πληροφορίες για τα τόσο σημαντικά αυτά γεωλογικά μνημεία της Λέσβου.
«Είχαμε εξερευνήσει όλα τα σπήλαια της Λέσβου, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν περίπου 200 από αυτά σε όλο το νησί, μιλώντας για όσα είναι επιφανειακά κι εύκολα προσβάσιμα από τον κόσμο», λέει στο «Ε» ο κ. Χουτζαίος.
«Το πιο μεγάλο είναι αυτό στη θέση “Μαγαράς Αλυφαντών”, μήκους 120μ., το οποίο έχει συληθεί κατ’ επανάληψη από αρχαιοκάπηλους. Το δεύτερο μεγαλύτερο είναι αυτό της Μυχούς, με μήκος περίπου 95μ. και διχαλωτό, με δύο διαδρόμους που, ενώ το πρώτο είναι επικίνδυνο για κατάρρευση, αυτό είναι μαρμάρινο και δίπλα του έχει και λατομείο μαρμάρων, ενώ περιλαμβάνει και υπέργειους τάφους του 5ου π.Χ. αιώνα.
Σε αυτό είχε μπει στρατιώτης αρχαιολόγος κι έκανε ανασκαφή σε έναν τάφο και βρήκε αρχαία αντικείμενα που παρέδωσε στην Αρχαιολογία. Και είναι σημαντικό και το σπήλαιο του Αγίου Βαρθολομαίου στο Καγιάνι, που είναι πολυδαίδαλο και κατοικήθηκε κατά τη νεολιθική εποχή, έχοντας ανασκαφεί τρεις φορές από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Οι έρευνες της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας
Κατά τις έρευνές τους, οι αφοί Χουτζαίοι είχαν εντοπίσει και πολλά σπηλαιοβάραθρα, τα γνωστά στη ντοπιολαλιά ως «φούσες», τα οποία φτάνουν στον αριθμό περίπου τα 20 σε όλη τη Λέσβο. Πρόκειται για φυσικές τρύπες μέσα στο έδαφος, οι οποίες διαμορφώνονται με τα χρόνια, διαβρώνονται από το νερό και σταδιακά ανοίγουν σε πλάτος και βάθος, φτάνοντας μέχρι και τα 300μ..
Σε πολλά από αυτά τα σπήλαια υπάρχουν θάλαμοι (σπήλαια), στους οποίους μπορεί να φτάσει κανείς με ειδικό εξοπλισμό και να περπατήσει μέσα τους, βρίσκοντας συχνά και άλλα βάραθρα, που μπορεί να έχουν βάθος άλλα τόσα μέτρα. Σε πολλά τέτοια βάραθρα στη χώρα, έχουν ανακαλυφθεί αξιόλογα σπήλαια καλά διατηρημένα, λόγω του ότι δεν φτάνει μέσα τους αρκετός αέρας ώστε να τα αποξηραίνει και να τα χαλάει. Τέτοια βάραθρα εντοπίζονται συνήθως από βοσκούς, που αναγκάζονται να μπουν μέσα τους, κυνηγώντας κάποιο ζώο που ξεφεύγει από το κοπάδι τους και βρίσκεται μέσα σε αυτά.
Ο Γιώργος Χουτζαίος και ο αδερφός του, δεν κατάφεραν, λόγω έλλειψης εξοπλισμού και τεχνογνωσίας, να εξερευνήσουν τα βάραθρα της Λέσβου. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει τώρα η ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, που έφτασε στο νησί το περασμένο Σάββατο, έχοντας επαφή με τον κ. Χουτζαίο ήδη από την περσινή χρονιά.
Η ομάδα έχει ήδη κάνει εξερευνήσεις στην περιοχή του Μολύβου, θα ακολουθήσουν εξερευνήσεις σπηλαίων στο Τάρτι και σε λόφο του Ολύμπου, ενώ στη συνέχεια θα αναλάβει να εξερευνήσει σε βάθος τα βάραθρα του νησιού. Στόχος να συνεχιστούν οι έρευνες που είχαν γίνει στο παρελθόν, κατά τη δεκαετία του ΄60 από τους ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Άννα και Γιάννη Πετρόχειλο, που ήταν και από τους πρώτους σπηλαιολόγους της Ελλάδας. Μια δεύτερη αποστολή είχε έρθει στη Λέσβο τη δεκαετία του ΄80, στην οποία συμμετείχε ως μέλος της εταιρείας και ο ίδιος ο κ. Χουτζαίος διερευνώντας πέντε σπήλαια του νησιού, ενώ άλλη μια αποστολή είχε γίνει για δύο εβδομάδες το 1994.
Αυτή τη φορά, εφόσον σε κάποια από τις «φούσες» βρεθεί κάποιο αξιόλογο και μεγάλων διαστάσεων σπήλαιο, στόχος είναι η διάνοιξη μελλοντικά και σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές κάποιας τεχνητής εισόδου, ώστε να μπορέσει αυτό να γίνει επισκέψιμο και να αξιοποιηθεί τουριστικά, με σημαντικά οφέλη για το νησί.