Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το έργο διαρθρώνεται σε δύο μέρη: στα ξομπλιάσματα των ανδρών και στα ξομπλιάσματα των γυναικών, δηλαδή στα επίθετα, τα ουσιαστικά και τις ιδιωματικές φράσεις που χρησιμοποιούσαν και κατά κάποιον τρόπο εξακολουθούν να χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους οι Λέσβιοι για να σχολιάσουν τους συντοπίτες τους.
Μέσα από αυτό το διαλεκτικό λεξιλόγιο, διαπιστώνεται η φρεσκάδα και η ευρηματικότητα του λεσβιακού πνεύματος, που παράγει με θαυμαστό τρόπο ιδιωματικές λέξεις και φράσεις από γλωσσικές μονάδες γηγενείς, αρχαίες, βυζαντινές και νεοελληνικές, αλλά και από μονάδες ξενικής προέλευσης, κυρίως τουρκικές και ιταλογενείς, αφού η μακραίωνη επαφή με το ξένο στοιχείο είχε ως φυσικό επακόλουθο τον εμπλουτισμό της λεσβιακής ντοπιολαλιάς. Θαυμάζει κανείς τη δημιουργικότητα ενός κόσμου-γλωσσοπλάστη που συνδυάζει αβίαστα ρίζες με επιθήματα και προθήματα (π.χ. αλ’πανάβατους) ή ρίζες με ρίζες (π.χ. λαδουπουτκός).
Εντυπωσιάζει η αμεσότητα της έκφρασής του που καθρεφτίζει τη συναισθηματική του φόρτιση και τις εντυπώσεις της στιγμής σε καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα στο καφενείο, στην εξώπορτα, στο λεγόμενο «γ’τουνιό», στον καβγά της βρύσης, στο παιχνίδι, στον τόπο εργασίας, στις διάφορες επαγγελματικές και φιλικές συναλλαγές,
Τα ξομπλιάσματα της Μαρίας Αναγνωστοπούλου συνθέτουν έναν πραγματικό λεξιλογικό θησαυρό, πολυτιμότατο για το μελλοντικό ερευνητή.
Θα είχα κάποια δυσκολία να το εντάξω γλωσσικά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία έργων. Ανήκει στα διαλεκτικά γλωσσάρια; Θα έλεγα ναι, αφού προσφέρει έναν κατάλογο διαλεκτικών λέξεων και ιδιωματισμών μαζί με την ερμηνεία τους. Είναι όμως μόνον αυτό; Σίγουρα όχι.
Σε αντίθεση με άλλα γλωσσάρια που κυκλοφορούν, το βιβλίο της Μαρίας Αναγνωστοπούλου έχει συγκεκριμένη θεματική, δηλαδή αναφέρεται σε σχολιασμούς προσώπων, διαθέτει εκτενή και επιστημονικά τεκμηριωμένη εισαγωγική παρουσίαση του αντικειμένου, το υλικό έχει αντληθεί τόσο από γραπτές όσο και από προφορικές πηγές και για την παρουσίασή του η συγγραφέας έχει ανατρέξει σε σχετικά βιβλία και περιοδικά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν ένα επιστημονικά καταρτισμένο έργο. Χαρακτηρίζοντάς το, λοιπόν, θα έλεγα ότι εντάσσεται στην κατηγορία των ειδικών διαλεκτικών λεξιλογίων στα οποία μπορεί να βασιστεί η γλωσσολογική μελέτη.
Αυτή η μελέτη έχει διττό χαρακτήρα, κοινωνιογλωσσικό και θεωρητικό γλωσσολογικό. Από κοινωνιογλωσσική άποψη, μέσα από τις ιδιομορφίες της αβίαστης και ελεύθερης γλωσσικής έκφρασης, διερευνώνται οι συμπεριφορές και στάσεις των κατοίκων μιας κοινότητας, ανάλογα με την περίσταση. Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό επίπεδο, το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει βασικό εγχειρίδιο για τον εντοπισμό της νεολογικής ικανότητας της λεσβιακής διαλέκτου, δηλαδή για τη μελέτη της δημιουργικότητας της λεσβιακής ντοπιολαλιάς, της ζωντάνιας της, της λειτουργίας της σε επίπεδο σχηματισμού λέξεων.
Όπως είναι γνωστό στη γλωσσολογική επιστήμη, η δυναμική μιας γλώσσας σχετίζεται με την παραγωγή νεολογισμών, αφού γλώσσα που αδυνατεί να δημιουργήσει νέες λέξεις, ή είναι ήδη νεκρή ή τείνει να εξαφανιστεί. Σε αυτήν τη βάση, το βιβλίο της Μαρίας Αναγνωστοπούλου προσφέρει πολυτιμότατες υπηρεσίες, γιατί ο πλούτος των χαρακτηρισμών που αποτυπώνει, δείχνει ότι η λεσβιακή διάλεκτος εξακολουθεί να είναι ζωντανή και λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα: πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούνται ακόμα, και με αυτούς ως πρότυπο παράγονται νέοι, αν και εδώ πρέπει να ομολογήσω ότι τα τελευταία χρόνια η λεσβιακή διάλεκτος έχει επηρεασθεί αρκετά από τη γλώσσα των μέσων ενημέρωσης και την ισοπεδωτική γλωσσική πολιτική του ελληνικού κράτους για επιβολή μιας Κοινής, η οποία, αν και είναι λίγο γνωστό στο ευρύ κοινό, βασίζεται επίσης σε διαλέκτους, κυρίως στην Πελοποννησιακή και την Επτανησιακή.
(Απόσπασμα από την ομιλία που έγινε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 28 Αυγούστου 2013, στη Μυτιλήνη)