Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όπου έχουν υποχωρήσει πολύ ο σεβασμός και η ισχύς των σχέσεων που ρυθμίζουν τη συλλογική ζωή και η ισχύς των σχέσεων που οργανώνουν τους θεσμούς, η μόνιμη απογοήτευση μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην έκρηξη της βίας.
Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όπου έχουν υποχωρήσει πολύ ο σεβασμός και η ισχύς των σχέσεων που ρυθμίζουν τη συλλογική ζωή και η ισχύς των σχέσεων που οργανώνουν τους θεσμούς, η μόνιμη απογοήτευση μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην έκρηξη της βίας, ιδιαίτερα σε ομάδες ανθρώπων που θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο.
Δεν ξεχνώ τα λόγια του Αντώνη Δ. Μαγγανά, καθηγητή μου στον Τομέα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, σύμφωνα με τα οποία: « [...] Η βία εκδηλώνεται παντού και μερικοί μπορεί να τη θεωρήσουν ακόμη και δημιουργική. Αν ήμουν καθαρός κοινωνιολόγος θα έλεγα ότι τα αίτια της βίας είναι κατά 90% κοινωνικοπολιτικά, σχετιζόμενα άμεσα με την κρίση των αξιών που βιώνουμε. Αν ήμουν γιατρός, θα έλεγα ότι βρίσκονται στη γονιδιακή προδιάθεση. Επανειλημμένως, ειδικοί επιστήμονες σε ιατρικά συνέδρια έχουν ανακοινώσει ότι υπάρχει η γονιδιακή προδιάθεση προς τη βία. Ως εγκληματολόγος, η επιστημονική δεοντολογία με υποχρεώνει να παραδεχθώ ότι υπάρχει αλήθεια και στις δύο απόψεις. Έχουμε δει πολλές περιπτώσεις που ένα άτομο επιβαρυμένο γονιδιακά αν ζήσει σ’ ένα ήπιο και πολιτισμένο περιβάλλον μπορεί να μην εκδηλώσει ποτέ βίαιη συμπεριφορά, ενώ αντίθετα κάποιος που έζησε σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον στην αρχή της ζωής του και λόγω των συνθηκών δέχτηκε και δέχεται συνεχείς προσβολές, εξευτελισμούς και υποβιβασμούς είναι πολύ πιθανό να εκδηλώσει βίαιη συμπεριφορά. Θυμάμαι όταν ο διευθυντής μιας φυλακής ανηλίκων μάς είχε αναφέρει ότι το πρωί όταν ξυπνούν οι τρόφιμοι έπειτα από μια βραδιά κλεισμένοι στα κελιά τους σπάζουν ό,τι βρούνε μπροστά τους, ξύλα, σίδερα, και συμπλέκονται με τους άλλους με συνέπεια σοβαρούς τραυματισμούς...
Ύστερα από μερικά λεπτά, όλα ηρεμούν και επέρχεται η εκτόνωση... Το ότι, όμως, είναι όλο οι ίδιοι που συμμετέχουν σ’ αυτά τα επεισόδια σημαίνει ότι εκτός από τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης υπάρχει και η ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του ατόμου […]».
Στον τομέα της προδιάθεσης μιλάμε όλο και περισσότερο για τα προγράμματα θεραπείας των σεξουαλικά επικίνδυνων εγκληματιών, αυτών που κακοποιούν τις συντρόφους τους ή ακόμη για τα προγράμματα ελέγχου του θυμού. Τι γίνεται όμως στην πλευρά των κοινωνικών αξιών;
Εκεί, δυστυχώς, η χειροτέρευση είναι ραγδαία. Βασικές κοινωνικές αξίες, όπως η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, η αγάπη και η αλληλεγγύη, έχουν αντικατασταθεί βίαια, από τον εγωκεντρισμό και την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Αν για το πρώτο σκέλος η Ιατρική και η Ψυχολογία μπορούν να βοηθήσουν, στο δεύτερο σκέλος τα πράγματα δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.
Αναρωτιέμαι, τι αξίες, αλήθεια, θα μεταδοθούν στα παιδιά και ποιος θα τις μεταδώσει; Η οικογένεια, που είναι η μεγάλη απούσα για τα σύγχρονα παιδιά; Το σχολείο, όπου οι δάσκαλοι προσπαθούν, με κόπο, να μεταδώσουν την υποχρεωτική ύλη; Η τηλεόραση, όπου τα αμερικανικά σήριαλ και βιντεοκλίπ βγάζουν στην επιφάνεια ό,τι πιο σκάρτο έχει ο ψυχισμός του ανθρώπου; Η Εκκλησία, που έχει ξεφύγει σε πάρα πολλές περιπτώσεις από τα χριστιανικά πρότυπα, ή οι πολιτικοί, που μόνο στόχο έχουν πώς να επανεκλεγούν και να εκμεταλλευθούν στο έπακρο αυτά που τους προσφέρει η πρόσκαιρη θητεία τους; Ποιος από τους παραπάνω θεσμούς;
Η τελευταία μου πρόθεση είναι να κάνω τον ηθικολόγο. Απλώς διαπιστώνω μια κατάσταση που εξελίσσεται πολύ γρήγορα ενώ εμείς έχουμε χάσει κάθε έλεγχο πάνω της.
Οι μορφές βίας που υπάρχουν στην κοινωνία βρίσκονται συνήθως σε σχέση αλληλεπίδρασης και μπορούν να εκδηλωθούν σε άμεσες πράξεις βίας κάτω από ειδικές - όχι ακραίες - συνθήκες.
Όταν η δομική βία είναι θεσμοποιημένη και η πολιτισμική έχει εσωτερικευθεί, τότε αυξάνει ο κίνδυνος ενίσχυσης και εξάπλωσης της προσωπικής και άμεσης βίας. Η βία στους χώρους του αθλητισμού και η μεταφορά της σε συναφείς χώρους δεν πρέπει να θεωρείται ειδικό φαινόμενο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά συνάρτηση του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο διαδραματίζεται. Η βία δεν είναι επίδειξη δύναμης αυτών που την ασκούν, αλλά μια μέθοδος, μια έκφραση αδυναμίας αυτών που δεν την έχουν. Η βία συνδέεται με την πολιτική και τις σχέσεις εξουσίας και ισχύος (ή δύναμης). Η φιλόσοφος Hannah Arendt γράφει ότι δεν υπάρχουν περάσματα, ούτε ποσοτικές ή ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη βία και τη δύναμη. Η δύναμη πρέπει να ενισχύεται συμβολικά, να «σκηνοθετείται» με σημαίες και επετείους, παρελάσεις και τελετές. Δύναμη είναι ακόμη και η αποφυγή της χρήσης της, δηλαδή το να συμπεριφέρεται κάποιος σαν να μην υπάρχει, σαν να μην την έχει, με το να αρκεί η απειλή και να αποφεύγονται οι κυρώσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι η κατοχή, η νομιμοποίηση και η πρόσβαση στις πηγές ισχύος παραμένουν αόριστες και μυστηριώδεις, διαδιδόμενες όμως και ανακυκλούμενες με την επικοινωνία. Η άλλη πλευρά, ο αποδέκτης, είναι πάντα μέτοχος στο παιχνίδι.
Η βία δεν είναι απολιτικό φαινόμενο, αλλά παράλληλα δεν είναι σκόπιμη και η υπερθεωρητικοποίηση κάθε γεγονότος βίας. Για να το θέσουμε και πιο συγκεκριμένα, όταν πολιτικοί, κόμματα και κυβερνήσεις στο όνομα της εξασφάλισης και διατήρησης της ισχύος τους καλλιεργούν σύγχυση στο κοινωνικό σύνολο και έλλειψη εμπιστοσύνης σε άλλους πολιτικούς και κόμματα και κυβερνήσεις, βάλλοντας όχι μόνο εναντίον τους αλλά και εναντίον θεσμών, υπερτιμούν τις αντοχές της κοινωνίας. Σ’ αυτό ενισχύονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που για δικούς τους λόγους δίνουν έμφαση στις παραβιάσεις των κοινωνικών κανόνων και βοηθούν στη διάδοση και την αναπαραγωγή της είδησης. Και αυτά όμως υπερτιμούν τις αντοχές της κοινωνίας στην αμφισβήτηση της ισχύος των κανόνων. Από τις ερμηνείες που προσφέρουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά τη διαδικασία επικοινωνίας, προκύπτουν αυτόνομες αξίες, οι οποίες θεωρείται ότι εξασφαλίζουν κοινωνική σταθερότητα και έλεγχο των εκδηλώσεων αμφισβήτησης, όπως είναι η συλλογική βία, όχι όμως πάντα με επιτυχία.
* Ο δρ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσης, Π.Ε. Κοινωνιολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, είναι κοινωνιολόγος-εγκληματολόγος, Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Πάντειου Πανεπιστημίου.