Θαρρώ πως στους ανθρώπους τα χρόνια της νιότης τους είναι τα πιο σημαντικά. Σ’ αυτά ανατρέχεις για να βρεις κουράγιο και υλικό για τις σκέψεις σου. Εκεί, στα πιο απίθανα σημεία, είναι καλά φυλαγμένες οι αναμνήσεις.
Θαρρώ πως στους ανθρώπους τα χρόνια της νιότης τους είναι τα πιο σημαντικά. Σ’ αυτά ανατρέχεις για να βρεις κουράγιο και υλικό για τις σκέψεις σου. Εκεί, στα πιο απίθανα σημεία, είναι καλά φυλαγμένες οι αναμνήσεις. Όσο κι αν έχουμε εκπαιδεύσει τη μνήμη μας, στην ανάγκη, εκείνη θα τρέξει και θα ξεθάψει όλα εκείνα που είναι καλά στοιβαγμένα εκεί μέσα… στα σωθικά μας. Όσο κι αν τη φορτώνεις με νέες εικόνες, εμπειρίες και καμώματα, αυτή θα συνεχίσει να τρέφεται από κείνα τα λάφυρα του «ένδοξου» παρελθόντος. Ανθοφορία αισθημάτων και συγκινήσεων μοναδικών εκείνα τα χρόνια, περνούν σαν ταινία μπροστά απ’ τα μάτια σου. Κι εσύ, κάπου εκεί μετέωρος ανάμεσα στο ρόλο του πρωταγωνιστή τότε και στην ηδονή του νοσταλγού θεατή τώρα περιμένεις μέχρι να πέσει… το Τέλος.
Πέφτει η αυλαία, κοπάζει το χειροκρότημα, σβήνουν τα φώτα. Με νωχελική διάθεση κι αργό ρυθμό, μόνος στα σκοτεινά, δίνεις μια στο ρολόι και παγώνεις το χρόνο. Πιάνεσαι απ’ το τέλος και τυλίγεις το κουβάρι για να βρεις πάλι την αρχή, να φτάσεις στην αφετηρία δίχως να χάσεις τη συνέχεια. Καθρέφτες και οθόνες ένα γύρω σου αναπαράγουν τη ζωή και το παρελθόν σου. Αυτό που δεν το πούλησες στις εκάστοτε δημοπρασίες. Σελίδες, απ’ το αγαπημένο βιβλίο της ζωής σου, σημαδεμένες από εκείνα γυρνάνε μπροστά σου, μόνες τους. Χώνεσαι μέσα στο χάρτινο κόσμο τους και γίνεσαι ένα με τη σιωπή τους. Μόνο όταν έχεις μοιραστεί τόσες σιωπές, καταλαβαίνεις πόσο χάρτινος είσαι κι εσύ. Βυθίζεις βαθιά το χέρι σου μέσα στα χρόνια και ψάχνεις ό,τι αγάπησες κι ό,τι απόμεινε απ’ το λίγο που πήρες και το πολύ που σου ξέφυγε… Δεν είναι εύκολο, αλλά πώς να τ’ αφήσεις και με τι να τ’ ανταλλάξεις.
Αφουγκράζεσαι μήπως κι ακούσεις τον ήχο της συνείδησής σου που αντιστέκεται για να μη ξοδέψει ό,τι ονειρεύτηκες για μια ζωή περαστική, που αλλιώς τη λογάριαζες κι αλλιώς ξετυλίχτηκε. Ονειροπολείς κι αλητεύεις σε δρόμους προσωπικούς που αυλακώνουν λογής-λογής ιστορίες. Σκαλίζεις μνήμες, διαλέγεις, σταχυολογείς και σερβίρεις, γουλιά-γουλιά, εκείνο το νέκταρ, το απόσταγμα των σκέψεων και των αναμνήσεων. Ζεις τους καιρούς πισωγυρίζοντας. Γράφεις στη σιωπηλή γλώσσα της ψυχής, για να θεραπευτείς από το βάρος της ύπαρξης, αυτά που σε πονούν και σε ματώνουν.
Το παρελθόν είναι το μόνο που υπήρξε και, επομένως, συνεχίζει να υπάρχει. Το παρόν προστίθεται σ’ αυτό κι όσο για το μέλλον, δεν υπάρχει μέχρι να το βιώσεις. Μέχρι να γίνει κι αυτό με τη σειρά του παρελθόν, περνώντας μέσα από το στιγμιαίο παρόν. Είναι μια ιστορία που, αλίμονο, δεν μπορείς ούτε να την αλλάξεις, ούτε να την απαρνηθείς.
Πριν ζήσεις εδώ, ζούσες κάπου αλλού, σε μέρη που οι ώρες πέρναγαν γρήγορα και οι στιγμές αργοπορούσαν. Πέρασαν τα χρόνια. Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως η ζωή είναι μικρή και περνά γρήγορα. Όσο είχες την αίσθηση του χρόνου όλα ήταν τέλεια. Τώρα είσαι δεσμώτης των εμμονών σου. Κλείνεσαι μέσα στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού σου και στα «κολλήματα» που δεν μπορείς να ξεπεράσεις… Φτάνεις στο αδιέξοδο, κουρασμένος, τσακισμένος, με μια βαθιά ανάσα, λες και σβήνει το παρελθόν με μια ανάσα. Γι’ αυτή την έγνοια σού μιλώ, που κάποτε είχε αναπνοές. Τώρα πασχίζεις να μαζέψεις όσα σκόρπισαν κι ό,τι απόμεινε. Το «αύριο» που νοσταλγούσες μοιάζει πια με ανεκπλήρωτη ευχή μιας στιγμής. Μην κλάψεις γι’ αυτό κι ας έγιναν συντρίμμια τα όνειρά σου.