Ήταν κείνη τη μέρα που η Μάχη, βιαστική, πήγαινε Χανιά να υποδεχτεί τον άντρα της που ερχότανε από Νέα Υόρκη και σταμάτησε εδώ στο Καστέλι να πάρει ένα καρπούζι για το σπίτι των γονιών της που μένουνε παραπέρα στην ερημιά.
- Πάει στοίχημα;
- Πάει.
- Όλες τις καρπούζες.
- Όλες.
Ένα καρπούζι απόμενε, κι ο μανάβης, απογοητευμένος κι απορημένος, μια τις σφαγμένες καρπούζες να βλέπει ομπρός του και μια την ομορφονιά που στέκονταν σαν το δικαστή ή τον εισαγγελέα από πάνω και με ύφος εμπειρογνώμονα αεροσκαφών να δείχνει με το δάχτυλο.
- Κόψτε κι αυτήν.
Κρητικός δα ο άλλος, αρπάει τη χατζάρα, φρααπ κόβει στη μέση και το δέκατο καρπούζι.
Κι αυτό υπερώριμο! Αλλά μόνο από τα σπόρια και μέσα.
Και τότε η κοπελιά με το μακρύ σαν το μετάξι στιλπνό μαλλί, το γυαλί το μοντέρνο και με σπουδαία υπογραφή απάνω, χαμογέλασε, πήρε το μισό καρπούζι, λύτρα θριάμβου, και με ένα γλυκό χαμόγελο, είπε.
- Άλλη φορά να μην υποτιμάτε τον άλλον.
Άφωνος ο μανάβης την κοιτούσε να απομακρύνεται.
Ήταν κείνη τη μέρα που η Μάχη, βιαστική, πήγαινε Χανιά να υποδεχτεί τον άντρα της που ερχότανε από Νέα Υόρκη και σταμάτησε εδώ στο Καστέλι να πάρει ένα καρπούζι για το σπίτι των γονιών της που μένουνε παραπέρα στην ερημιά.
Βιαζόταν μην χάσει το αεροπλάνο, γι’ αυτό με το που σταμάτησε παρακάλεσε τον μανάβη να της δώσει ένα καλό καρπούζι.
Αυτός την κοίταξε σαν ανωφελή κώνωπα, πήρε ένα στην τύχη, μπορεί και να ήξερε πως δεν τρωγόταν, «ευκαιρία να το ξεφορτωθώ» σκέφτηκε, το ζύγισε, κι αυτό κάλπικα, και με ψεύτικο ενδιαφέρον τής το έδωσε, λέγοντας και την τσιμπημένη του τιμή.
Δεν υπολόγισε όμως ότι πίσω από τα μεγάλα μοντέρνα γυαλιά, το άσπρο ελαφρώς σέξι παντελόνι και το αποκαλυπτικό μπλουζάκι που μπορούσε να αναστατώσει μια διμοιρία παπάδες, κρυβόταν ένα εικοσιπεντάχρονο διαολάκι, ξύπνιο, τίμιο, κοσμογυρισμένο και περπατημένο στη μισή υφήλιο.
Αυτό που με δυνατή βροχή ένα βράδυ στη βόρεια Φλώριδα, όταν είχε ψωνίσει κι έφευγε από το σούπερ μάρκετ, κι η βροχή να πέφτει με το τσουβάλι, την βλέπω, τραβάει απότομα χειρόφρενο, βγαίνει με μια κίνηση αστραπή και χώνεται πίσω στο μεγάλο «μπακάλικο» (Albertsons). Όταν γύρισε, βρεγμένη, τη ρώτησα και έκπληκτος άκουσα, πως,
- Δεν τον είδατε το βλάκα που έβγαινε από το πάρκιν, κι έδωσε την κωλιά στο διπλανό αμάξι και του τσαλάκωσε την πόρτα; Και την κοπάνησε πλακωμένος; Πρόλαβα όμως και πήρα τον αριθμό του. Και μέσα όταν πήγα, φώναξα στο μεγάφωνο τον ιδιοκτήτη του δεύτερου αυτοκινήτου που αμέριμνος ψώνιζε μπάμιες ο κακομοίρης, και του έδωσα τον αριθμό να πάει στην αστυνομία. Θέλησε να με κεράσει, αλλά δεν δέχτηκα. Δεν το έκανα γι’ αυτό.
Γιατί τούτο το κοριτσάκι, όλα τα δέχεται, κάνει παραχωρήσεις, μα την αδικία και την παρανομία δεν την μπορεί με τίποτα. Και την αυτοδικία την έχει πάντα έτοιμη. Όπως την άλλη φορά, που ένας έκανε χρέη πορτοφολά σε μια στάση λεωφορείου. Τον είδε η Μάχη και χωρίς να το σκεφτεί, άρπαξε το τσιγάρο του διπλανού της, και, τσαακ, το έσβησε στο χέρι που ετοιμαζόταν να βουτήξει το πορτοφόλι από την τσάντα της ανύποπτης γυναίκας. Τσίριξε ο επίδοξος πορτοφολάς, αλλά φαντάζομαι θα το σκεφτεί πριν ξανακάνει την ίδια κίνηση.
Και τώρα η σειρά του Κώστα του μανάβη.
Τον παραμέρισε λοιπόν με τρόπο, ξέχασε τα ακριβά άσπρα ρούχα, παπούτσια και γενικά ασορτί εμφάνισή της, κι άρχισε με άνεση επαγγελματία να παίρνει ένα - ένα τα καρπούζια, να τα ακουμπάει στην άκρη του πάγκου, και ντουκ-ντουκ με το χέρι και το αυτί κολλημένο επάνω αποφαινόταν.
- Υπερώριμο. Κι αυτό υπερώριμο.
Όλα τα χτύπησε, τα αφουγκράστηκε και προς μεγάλη έκπληξη του μανάβη τα έβγαλε όλα άχρηστα. Όλα εκτός το τελευταίο, που το πρόσεξε ξέχωρα.
Κι ο μαγαζάτορας έκπληκτος να μην ξέρει τι να κάνει. Να γελάσει ή να τη δείρει.
- Ίντα κάνεις, μωρέ κοπελιά, με τσι καρπούζες;
- Όλα είναι υπερώριμα.
- Και πού το κατέχεις;
- Δεν ακούς; Είναι κούφιες;
Σταμάτησε ένα λεπτό, ξαναχτύπησε με το καμωμένο αγκίστρι δάχτυλό της το καρπούζι, άκουσε με πολλή προσοχή, κι αποφάνθηκε.
- Αυτό είναι πιο καλό. Υπερώριμο, αλλά μέχρι τα σπόρια. Από κει κι έξω τρώγεται.
Ο μανάβης απόμεινε με στόμα και μάτια ανοιχτά να την κοιτά.
- Και ποια είσαι εσύ, μωρέ κοπελιά, που θαρρείς πως τα ξέρεις ούλα;
- Είμαι του … η κόρη… Και να είστε σίγουρος, δεν κάνω λάθος. Γι’ αυτό, δεν παίρνω καρπούζι. Όλα είναι μάπα.
- Άμα είναι έτσα που τα λες, εγώ τσι χάνω ούλες τσι καρπούζες. Άμα όμως είναι καλές, θα τσι πάρεις και θα τσι πληρώσεις διπλά.
- Πάει το στοίχημα,
είπε ζωηρά η κοπελιά.
Τα κόψανε όλα. Υπερώριμα! Μόνο το τελευταίο ήταν από τα σπόρια ως το φλούδι καλό· ίσα να τρώγεται.
Κι ο κυρ-Κώστας ο μανάβης, ακόμα τρίβει τα μάτια του και πασκίζει να ξαναδεί αυτό το τζινάκι να το ευχαριστήσει για το μάθημα που του έδωσε και, μπας κι είναι ανύπαντρη να τσι δώσει τον κανακάρη του μαζί και τη σιρμαγιά του για προίκα.