Σήμερα όλοι ξέρουμε πού μας οδήγησε η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας μας σ’ έναν άνθρωπο που δεν είχε κουμαντάρει ούτε βάρκα στη ζωή του και τον κάναμε καπετάνιο σε βαπόρι, γιατί πιστέψαμε πως μαζί με το όνομα του θείου του και σημαντικού πολιτικού είχε κληρονομήσει και τα προσόντα του.
«Οι άνθρωποι δεν διακρίνονται σε παρατάξεις· διακρίνονται σε ποιότητες»
(Άγγελος Τερζάκης)
Σήμερα όλοι ξέρουμε πού μας οδήγησε η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας μας σ’ έναν άνθρωπο που δεν είχε κουμαντάρει ούτε βάρκα στη ζωή του και τον κάναμε καπετάνιο σε βαπόρι, γιατί πιστέψαμε πως μαζί με το όνομα του θείου του και σημαντικού πολιτικού είχε κληρονομήσει και τα προσόντα του.
Σήμερα διαθέτουμε την πικρή εμπειρία από τις χαμένες τετραετίες κάποιων «καποδιστριακών» δήμων, που ανέλαβαν να διοικήσουν κάποιοι άχρηστοι… χρισμένοι από τα κομματικά γραφεία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μηδενίζουμε κάθε κομματική επιλογή).
Κι έχουμε παράλληλα τη γνώση για το τι κατάφεραν κάποιοι δημιουργικοί τοπικοί άρχοντες παρακινούμενοι από την ευγενή φιλοδοξία τους. Πολιτεύτηκαν όχι για να βολευτούν οι ίδιοι ή να βολέψουν τους δικούς τους ούτε να οικονομήσουν από μίζες και λαμογιές ή να λύσουν το πρόβλημα της επαγγελματικής τους αποκατάστασης και της συνταξιοδότησης ως αυτοδιοικητικών αρχόντων· έθεσαν ως σκοπό της ζωής τους και αναδείχτηκαν πρωταγωνιστές για την αλλαγή της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κατάστασης του τόπου τους, τον οποίο δεν ανέχονταν να βλέπουν να φθίνει, να καταστρέφεται και να ρημάζει αφημένος στην τύχη του.
Γνωρίσαμε κάποιους δημάρχους - τους αιρετούς περιφερειάρχες δεν τους είδαμε ακόμα - που μεταμόρφωσαν τα χωριά τους από «τσομπανοχώρια» σε… ελβετικά χωριά (παράδειγμα η Ανάβρα Μαγνησίας), που διακρίθηκαν στην παραγωγή «πράσινης» ενέργειας, στην ανακύκλωση των απορριμμάτων, την αξιοποίηση των θερμοπηγών της περιοχής τους, στην εκμετάλλευση των ευκαιριών που παρέχουν τα εθνικά και ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα.
Και παρ’ όλον ότι όλοι όσοι υπηρετούσαν το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ζούσαν στην ίδια επικράτεια, κάτω από την ίδια κεντρική - καλή ή κακή - κυβέρνηση, κάποιοι κατάφεραν ν’ αλλάξουν τη μοίρα των κατοίκων της περιοχής τους, ενώ κάποιοι άλλοι δημαρχεύοντες δικαιολογούνταν για την αδράνεια, την αβελτερία και την ανικανότητά τους με το στερεότυπο επιχείρημα ότι «η Πολιτεία δεν τους δίνει λεφτά» για να κάνουν τα αναγκαία έργα: ούτε για να μαζεύουν τα σκουπίδια από τους δρόμους ούτε από τα δάση και τα ρέματα που έχουν μετατραπεί σε χωματερές, για να προστατέψουν τις παραλίες από τα αυθαίρετα κτίσματα και τις καταπατήσεις του αιγιαλού, για να ελέγχουν τη λειτουργία των δημοτικών υπηρεσιών τους και να εισπράττουν τα δημοτικά τέλη.
Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους… «ρέκτες» δημάρχους και αντιδημάρχους εμφανίζονταν μέχρι χθες λάβροι κατά του «Καλλικράτη», γιατί τους πέταξε στα αζήτητα, και σήμερα ξαναεμφανίστηκαν όχι ως διεκδικητές του αυτοδιοικητικού αξιώματος και των ευθυνών που αυτό συνεπάγεται, αλλά σαν «ανταρτοκαπεταναίοι» στον αγώνα για την ανατροπή του «Μνημονίου» - ακόμα και οι «Σαμαρικοί» αντάμα με τους «επαγγελματίες επαναστάτες» της Αριστεράς.
Έτσι προσπαθούν να μας πείσουν πως με την ανατροπή του «Μνημονίου» θα λυθεί το πρόβλημα υποχρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι παράδες θα ξανατρέχουν από… τα μπατζάκια μας. Τρομάρα μας!
Μετά, λοιπόν, από τόση πείρα που σοδιάσαμε κι έτσι σοφοί που γίναμε από τα παθήματά μας, θα είναι κρίμα κι αμαρτία για τα παιδιά και εγγόνια μας να καταργήσουμε γι’ άλλη μια φορά τη δική μας κρίση και να οδηγηθούμε, μοιραίοι κι άβουλοι, στις κάλπες.
Και βέβαια ούτε σκέψη για λευκό ή αποχή, γιατί έτσι είναι που συνεργούμε να εκλεγούν στα σίγουρα οι σκερβελέδες και τα λαμόγια.
Είναι, λοιπόν, η μεγάλη μας ευκαιρία να κάνουμε μια καινούργια αρχή και «μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί στου κακού τη σκάλα, για τ’ ανέβασμα ξανά που μας καλεί…» να εκλέξουμε τους άξιους, που θέλουν να υπηρετήσουν πραγματικά την τοπική αυτοδιοίκηση και να δουλέψουν για τον τόπο τους και τους κατοίκους του κι όχι εκείνους, που μόνη τους έγνοια και καημό έχουν να δοξασθούν οι ίδιοι ή να δοξάσουν το κόμμα τους, χαρίζοντας (ή καλύτερα χαραμίζοντας) μια ακόμα καρέκλα στον εαυτό τους ή στο κόμμα τους.