Επανέρχεται στο επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο Μυτιλήνης το θέμα του χαρακτηρισμού δρόμων στη νότια Μυτιλήνη ως κύριων δημοτικών οδών, μετά από έγγραφο του νομάρχη Λέσβου.
Επανέρχεται στο επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο Μυτιλήνης το θέμα του χαρακτηρισμού δρόμων στη νότια Μυτιλήνη ως κύριων δημοτικών οδών, μετά από έγγραφο του νομάρχη Λέσβου με το οποίο και ζητά εκ νέου τις απόψεις του δήμου. Κι αυτό γιατί, όπως τονίζει ο κ. Βογιατζής, υπάρχουν διαμαρτυρίες πολιτών που καταθέτουν διαφορετική θέση απ’ αυτήν που έχει διατυπώσει ήδη το Δημοτικό Συμβούλιο. Για το θέμα όμως που βρίσκεται στην επικαιρότητα εδώ κι ένα μήνα εξέδωσε ανακοίνωση και η νομαρχιακή παράταξη «Έχει ρεζέρβα τ’ όνειρο», υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει ο νομάρχης να αλλάξει την απόφασή του, ενώ καταγγέλλει την αρμόδια αντινομάρχη Μαρία Τσουβελεκάκη πως προκαλεί με τη στάση της το δημόσιο αίσθημα.
Όπως είναι γνωστό, στις 11 Μαΐου, με απόφαση της αντινομάρχη Μαρίας Τσουβελεκάκη έγινε ο χαρακτηρισμός ως κύριων δημοτικών, τεσσάρων οδών στη νότια Μυτιλήνη. Δυο μέρες μετά, ο νομάρχης ανακάλεσε την καθ’ όλα νόμιμη απόφαση - είχε την ομόφωνη θετική γνωμοδότηση του ΣΧΟΠ - με το σκεπτικό ότι ο δήμος Μυτιλήνης δεν είχε ερωτηθεί, παρ’ ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται. Το Δημοτικό Συμβούλιο Μυτιλήνης, πάντως, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, ταυτίστηκε με την ανάκληση του νομάρχη.
Στο διάστημα που μεσολάβησε υπήρξε επιστολή πολιτών, με την οποία τάσσονταν υπέρ της απόφασης της κ. Τσουβελεκάκη, ενώ το όλο θέμα με προσφυγές και από τις δυο μεριές θα απασχολήσει και την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, όπου ο γενικός γραμματέας Γιάννης Λέκκας θα κληθεί να αποφασίσει αν πρέπει να ισχύσει η απόφαση ή η ανάκλησή της.
Θα ξανασυζητηθεί
Την προηγούμενη Τρίτη, πάντως, ο νομάρχης Παύλος Βογιατζής απηύθυνε για το ίδιο θέμα στο δήμαρχο Μυτιλήνης, Νάσο Γιακαλή, έγγραφο στο οποίο σημειώνει πως κατά τη διαδικασία χαρακτηρισμού οδών ως κύριων δημοτικών από το νόμο δεν προβλέπεται σε καμμία περίπτωση η γνωμοδότηση του δήμου. «Παρ’ όλα αυτά - συνεχίζει ο νομάρχης - ο δήμος εξέφρασε κατ’ αρχάς αρνητική θέση για την απόφαση που εξέδωσε η κατά νόμο αρμόδια υπηρεσία της νομαρχίας. Παρακαλούμε να μας εκφράσετε αναλυτικά και τεκμηριωμένα τις θέσεις σας επί του συγκεκριμένου θέματος, διότι υπάρχουν διαμαρτυρίες από πολίτες του δήμου, οι οποίοι έχουν διαφοροποιημένη άποψη από την αρχική σας θέση και ζητούν την επαναφορά σε ισχύ της διαπιστωτικής πράξης του νομάρχη που χαρακτηρίζει τους δρόμους ως κύριους δημοτικούς.»
«Στο επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο - είπε μιλώντας χθες στο «Ε» ο κ. Γιακαλής - θα τεθεί το θέμα ώστε να κληθεί το όργανο να αποφασίσει.»
Περί συμφερόντων
Στο μεταξύ, η νομαρχιακή αυτοδιοικητική κίνηση «Έχει ρεζέρβα τ’ όνειρο», με χθεσινή της ανακοίνωση, καλεί το νομάρχη να επιμείνει στην αρχική του, σωστή όπως τη χαρακτηρίζει, απόφαση για ανάκληση προηγούμενης απόφασης της αντινομάρχη κ. Τσουβελεκάκη, σύμφωνα με την οποία «χαρακτηρίζονταν σαν “κύριoι δημοτικoί οδoί” αγροτικοί και δασικοί δρόμοι από Αγία Μαρίνα και Νεάπολη μέχρι την Αγριλιά».
Η παράταξη υποστηρίζει πως στην πράξη η πρόβλεψη του νομοθέτη για το τι πρέπει να ισχύει ώστε να χαρακτηριστεί ένας αγροτικός δρόμος ως δημοτικός, «έχει γίνει “λάστιχο” και εφαρμόζεται και σε ακίνητα με πρόσωπο σε “κατσικόδρομους”, όπου οι ιδιοκτήτες τους ούτε στον ύπνο τους είχαν φανταστεί ότι κάποια μέρα θα μετατρέπονταν από μη άρτια αγροτεμάχια σε άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα».
Οι ωφελούμενοι ιδιοκτήτες από την πλευρά τους, μπορούν σύμφωνα με την παράταξη να διεκδικούν τα ατομικά τους συμφέροντα, «τώρα μάλιστα που διαπιστώνουν ότι έχουν και “θείο στη Κορώνη”. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα πρέπει να εισακουστούν από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, που έχει καθήκον να προστατεύει το περιβάλλον και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον.».
Με τέτοιες ενέργειες της διοίκησης, υπονομεύεται - όπως συνεχίζει η παράταξη - και το ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του δήμου Μυτιλήνης, ο οποίος κατά την ίδια, θα πρέπει με κάθε νομικό μέσο να αποτρέψει τον εν λόγω χαρακτηρισμό. «Και επιτέλους - καταλήγει η ανακοίνωση - η κ. αντινομάρχης ας κατανοήσει ότι θα πρέπει, τώρα που η υπόθεσή της πήρε τόση δημοσιότητα, να παύσει “σεμνά και ταπεινά” να χρησιμοποιεί τη θεσμική της θέση για εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων του άμεσου οικογενειακού της περιβάλλοντος, γιατί προκαλεί το δημόσιο αίσθημα.»