Νιόφερτα συννεφάκια λικνίζονταν στο καχεκτικό φεγγάρι, καθρεφτίζονταν στη σμαραγδένια Καραϊβική που ανέδιδε μυρουδιά από φύκια, κοράλλια κι ιώδιο και μου κλείνανε τσαχπίνικα το μάτι.
Νιόφερτα συννεφάκια λικνίζονταν στο καχεκτικό φεγγάρι, καθρεφτίζονταν στη σμαραγδένια Καραϊβική που ανέδιδε μυρουδιά από φύκια, κοράλλια κι ιώδιο και μου κλείνανε τσαχπίνικα το μάτι.
Ένα ποτηράκι τσικουδιά κουβαλημένη από τον τόπο μας συμπλήρωνε τη γαλήνη στη βεράντα του τεσσαρακοστού πέμπτου ορόφου εδώ στο Μπλε Διαμάντι, το καμάρι του κοσμοπολίτικου Μαϊάμι Μπητς με το ημιτροπικό κλίμα, την απόλυτη τάξη κι ασφάλεια, τα αναρίθμητα εστιατόρια, την αειθαλή διασκέδαση, τις όμορφες γυναίκες κι ομοφυλόφιλους, και τα πολλά αξιοθέατα, από Ντίσνεϋλαντ μέχρι αλιγάτορες.
Έτσι που καθόμουνα ολόμονος, αφού οι νοικοκυραίοι είχανε πάει να γιατρέψουν ψυχολογικά τους τραλαλά στα πολυκαταστήματα, και πάσκιζα να τελέψω το άρθρο μου, μεξικάνικη μουσική χάδεψε ανάλαφρα τ’ αυτιά μου. Τράβηξα δυο γουλιές απανωτές τσικουδιά, καθάρισε το μυαλό μου, θυμήθηκα τη βασανισμένη και ποδοπατημένη πατρίδα μου, άδειασα το ποτηράκι να ξεχάσω τα ρεζιλίκια που μας ταπεινώνουν, και πήρα τα κιάλια να ξεδιαλύνω σε ποιο από τα αστραφτερά κότερα που νωχελικά έπλεαν μπροστά μου γινόταν το πάρτυ.
Άρχισα να ρυθμοκουνιέμαι στις μεξικάνικες νότες και διέκρινα πέντε Mariatsi, τους περίφημους τραγουδιστές με τις κιθάρες και τα τεράστια πολύχρωμα καπέλα, να δημιουργούν ονειρικό κλίμα. Έβαλα κι άλλη τσικουδιά με φιστικαμύγδαλα, τη ρούφηξα σχεδόν ευτυχισμένος, κοίταξα απάνω στο μολυβένιο θόλο το φεγγάρι που χοροπηδούσε μαζί μας, κι άξαφνα ένας βάρβαρος θόρυβος με αναστάτωσε. Στην τρομάρα μου είδα τον μεγάλο έλικα και το σκούρο ελικόπτερο να περνάει μπροστά μου ίσαμε δέκα πατώματα πιο κάτω από μένα.
Ωστόσο το κότερο με τα τρία καταστρώματα και τους Mariatsi απάνω, βάλθηκε να αυλακώνει το νερό που αντικαθρέφτιζε φώτα, πλεούμενα, μουσικάντες και φεγγάρι χλομιασμένο. Κι ολομεμιάς, πλημμύρισε τον ουρανό με φανταχτερά πανάκριβα πυροτεχνήματα. Ήταν, πράγματι, μαγεία.
Και να σου πάλι το ελικόπτερο, πρόσεξα, της αστυνομίας. Κάποιον κυνηγούν, σκέφτηκα και σιγοτραγουδούσα.
Μισοφτιαγμένος ως ήμουνα, πρόσεξα, τα διπλανά μπαλκόνια, όλα σκοτεινά. Έσκυψα λίγο, μ’ έπιασε ίλιγγος με το κεφάλι μου κρεμασμένο στο κενό εκατό πενήντα μέτρα ύψος, και τρόμαξα όταν διαπίστωσα πως όλα, εκατοντάδες παράθυρα τριγύρω, ήταν όλα σκοτεινά. Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε σαν είδα κι άλλο ελικόπτερο από κάτω μου, κόκκινο, της πυροσβεστικής τούτη τη φορά.
Φωτιά!!! Με πιρούνισε η σκέψη κι αυτόματα μπήκα μέσα. Θεοσκότεινα. Πατάω διακόπτες, τίποτα. Ψυγείο, κομπιούτερ, κουζίνα, τηλεοράσεις, τα πάντα άχρηστα. Και σκοτάδι. Παίρνω το τηλέφωνο να ρωτήσω τα παιδιά μου ή το θυρωρό, τίποτα· νεκρωμένο. Ανοίγω την ξώπορτα, στο διάδρομο ανάβανε λίγα φώτα. «Κάποια ασφάλεια θα έπεσε» σκέφτηκα κι έψαχνα μα, σκοτεινά, φακό δεν είχα ούτε κλεφτοφάναρο, δεν εύρισκα τον πίνακα. Τώρα; Πάω μέχρι τα ασανσέρ, να μια Λατίνα ολοκίτρινη.
- Διακοπή ρεύματος, μου είπε κλαψουρίζοντας στα ισπανοαγγλικά.
Πατάω το κουμπί, νεκρά τα ασανσέρ. Ωχ. Τι κάνω τώρα; Η Λατίνα έτρεξε στην άκρη του διαδρόμου, εκατό μέτρα απόσταση, πήρε τις σκάλες κινδύνου.
Έτρεξα κι εγώ, άρχισα να κατεβαίνω.
Στον τεσσαρακοστό όροφο, διαπίστωσα πως δεν είχα ούτε πορτοφόλι, μηδέ διαβατήρια. «Κι αν πάρει φωτιά και καούνε; Πώς θα γυρίσουμε Ελλάδα;» Άντε ν’ ανεβαίνω πίσω πέντε ορόφους. Μπήκα, έψαξα στα σκοτεινά, άρπαξα το τσαντάκι μου και δρόμο πάλι, όξω, χωρίς να ξέρω πού πάω, πού είναι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Στην τύχη. Χωρίς το ρημάδι το κινητό που τέτοιες ώρες σώζει ζωές.
Ρίχτηκα στις σκάλες, ψυχή δεν υπήρχε, πήγαινα στο άγνωστο, κι ευτύς αρχίσανε να βροντάνε κουδούνια, να σκληρίζουν σειρήνες, φώτα κινδύνου να αστράφτουν, κι εκκωφαντική μια αντρική φωνή να φωνάζει αγγλικά κι ισπανικά πως πρέπει επειγόντως να εκκενώσουμε το κτήριο. Κατέβαινα έντρομος κι έφραζα τ’ αυτιά μου μην τρελαθώ. Κι ο κρύος ιδρώτας να με περιλούει.
Κατέβαινα, κατέβαινα, μετρούσα ορόφους, μπερδευόμουνα, μόνο που δε με πήραν τα κλάματα και σκεβόμουνα πως κάπως έτσι θα γίνει σαν μας εκδικηθεί η φύση που την ποδοπατάμε.
Καμμιά φορά, με πόδια ματωμένα, διαλυμένα, έφταξα σαράντα πέντε ορόφους, τουτέστιν εφτακόσια είκοσι σκαλοπάτια κάτω, στο πεζοδρόμιο, δίπλα στις πυροσβεστικές αντλίες, τα περιπολικά και τους πυροσβέστες σαν αστροναύτες, που πήγαιναν τρεχάτοι στα έγκατα του κτηρίου. Κι όλο να σκληρίζουν μεγάφωνα και σειρήνες, παιδιά, σκυλιά τρομαγμένα, πανδαιμόνιο. Κι απόμεινα στην άκρη του δρόμου προσμένοντας μέσα στις χιλιάδες ανθρώπων που βγήκαν από τον ουρανοξύστη να διακρίνω τους δικούς μου.
Δεν πέρασε πολύ, μια αντλία του κλιματισμού, λέει, είχε πάθει βλάβη, την επισκεύασαν, πάψανε σειρήνες, μεγάφωνα, παιδιά και σκύλοι, όλα ρεμήσανε, δουλέψανε τα ασανσέρ, κι ιδρωμένος βρέθηκα πάλι στη βεράντα με καινούργιο ολόγιομο ποτηράκι, τα κότερα να αρμενίζουν, τους Mariatsi να τραγουδούν και τους Μεξικάνους να χορεύουν σάλσα.
Και να το άρθρο μου, το διαβάζετε.