Οι δρόμοι του αρχάγγελου

01/07/2012 - 05:56
Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου» ο Μίκης Θεοδωράκης αυτοβιογραφείται. Κάνει μια κατάδυση στο χρόνο και τις μνήμες του και αφηγείται τα γεγονότα και τα συναισθήματα που καθόρισαν την καλλιτεχνική και πολιτική πορεία του.
Μίκης Θεοδωράκης
Αυτοβιογραφία
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ηράκλειο 2009, σελ. 1.270 (σετ 2 τόμων σε κασετίνα)


Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου» ο Μίκης Θεοδωράκης αυτοβιογραφείται. Κάνει μια κατάδυση στο χρόνο και τις μνήμες του και αφηγείται τα γεγονότα και τα συναισθήματα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και καθόρισαν την καλλιτεχνική και πολιτική πορεία του.
Ζει τα παιδικά του χρόνια περιπλανώμενος στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας, ακολουθώντας τον πατέρα του, ανώτατο κρατικό υπάλληλο. Γνωρίζει τον τρόπο ζωής και τη μουσική των περιοχών όπου εγκαθίστανται, όμως αισθάνεται παντού διαφορετικός και μόνος. Νομάς και ξένος, βρίσκει καταφύγιο στη μουσική. Στη διάρκεια της εφηβείας, αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, και αρχίζει να συνθέτει, ενώ βρίσκει ένα άλλο σημαντικό στήριγμα, την ποίηση. Εκείνα τα χρόνια ανακαλύπτει και το Μαρξισμό. Από μαθητής του γυμνασίου οργανώνεται στην Αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Κυνηγημένος, διαφεύγει στην Αθήνα όπου το 1943 οργανώνεται στο ΕΑΜ. Φοιτά στη Νομική για ένα σύντομο διάστημα, ενώ γράφεται και στο Ωδείο Αθηνών. Οργανωμένος στην Αριστερά, συμμετέχει στα Δεκεμβριανά, τραυματίζεται σοβαρά, ζει στη συνέχεια το κυνηγητό των αριστερών στον Εμφύλιο, εξορίζεται στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Μέσα στα βασανιστήρια και την ταπείνωση, συνεχίζει να συνθέτει μουσική καθώς και το όραμά του για το δημοκρατικό πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Με την υγεία του βαριά κλονισμένη, καταφεύγει στην Κρήτη όπου γνωρίζει τις ρίζες του και γιατρεύει τις πληγές του. Η δεκαετία του ‘50 είναι ιδιαίτερα δημιουργική για το Μίκη Θεοδωράκη: φεύγει για σπουδές στο Παρίσι, βραβεύεται και γίνεται διεθνώς γνωστός για το συμφωνικό του έργο, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1959. Το αίτημά του για εθνική συμφιλίωση φέρνει σε δύσκολη θέση τους συντρόφους του και προβληματίζει τους αντιπάλους του. Το 1960 παρουσιάζει για πρώτη φορά τον «Επιτάφιο», ενώ συνθέτει «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και το «Άξιον εστί». Τις δεκαετίες 1960 - 1970, συνεχίζει να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας. Το 1963 ηγείται της Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ. Τον Απρίλιο του 1967 - αφού απευθύνει πρώτος έκκληση για αντίσταση στη Χούντα - περνά στην παρανομία και συλλαμβάνεται. Αυτή την περίοδο της ζωής του συνθέτη καλύπτει η επίτομη αναθεωρημένη έκδοση των «Δρόμων του Αρχάγγελου», που γράφηκαν στο διάστημα 1986 - 1995.
Η πλήρης έκδοση του αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί το σημαντικότερο εκδοτικό εγχείρημα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης γι’ αυτήν τη χρονιά. «Επιδιώκοντας μια έκδοση αυτού του έργου με τα υψηλότερα ακαδημαϊκά και εκδοτικά κριτήρια, φιλοδοξούμε να το κάνουμε προσιτό στον Έλληνα αναγνώστη, αλλά και τον αυριανό ερευνητή, που νοιάζονται για την πολιτική και πολιτιστική ιστορία του τόπου καθώς και για τις πηγές της δημιουργικής έμπνευσης μιας μεγάλης μουσικής προσωπικότητας», σημειώνουν οι εκδότες.
Την έκδοση προλογίζει ο διευθυντής της «Νέας Εστίας» Σταύρος Ζουμπουλάκης. Ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «Ο Θεοδωράκης πιάνει να γράψει την αυτοβιογραφία του το 1985, σε ηλικία 60 χρονών, σε μια εποχή που αισθάνεται - δεν είναι η πρώτη φορά ούτε η τελευταία - μόνος, αυτοφυλακισμένος και διωκόμενος, με σκοπό να φωτίσει τη μουσική δημιουργία του, ειδικότερα τα τραγούδια του. Έχοντας λοιπόν ως αποκλειστικό σκοπό να “βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των τραγουδιών του και της μελοποιημένης από αυτόν ποίησης”, είναι αποφασισμένος να μην κάνει λόγο παρά ελάχιστα για την πολιτική πλευρά της ζωής του, τότε μοναχά που είναι εντελώς απαραίτητο. Διαβάζοντας σήμερα την Αυτοβιογραφία, βλέπουμε ότι η αρχική πρόθεση δεν επιβεβαιώνεται στις σελίδες της, με την έννοια ότι η αναφορά στην “εξωμουσική δράση” όχι μόνο δεν είναι “ξώφαλτση” αλλά, αντίθετα, κυριαρχεί. Αναπόφευκτα και ορμητικά, η πολιτική δράση του συγγραφέα, ξεπερνώντας κάθε αρχική πρόθεση, κατακλύζει το βιβλίο. Και πώς αλλιώς; Η πολιτική και η μουσική στη ζωή αυτού του ανθρώπου είναι αξεχώριστες σαν τις δύο σελίδες ενός φύλλου, όσο και αν ο ίδιος νιώθει συχνά διχασμένος ανάμεσα στις δύο. Αυτή ωστόσο η ποσοτική κυριαρχία της πολιτικής στις σελίδες του βιβλίου διόλου δε σημαίνει ότι δεν υπηρετείται η αρχική πρόθεση. Τουναντίον. Υπηρετείται, θα έλεγα, με έναν πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο από ό,τι αν ιστορούνταν αναλυτικά οι συγκεκριμένες συνθήκες γέννησης του τάδε ή του δεινά τραγουδιού.»

Ο Θεοδωράκης της Μυτιλήνης

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον πατέρα του, στη Μυτιλήνη το 1928

Το πρώτο κεφάλαιο του έργου έχει τίτλο: Παιδικά χρόνια: Χίος - Μυτιλήνη - Σύρος - Αθήνα - Γιάννενα - Αργοστόλι. Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο το 1925. Την ίδια χρονιά μαζί με τους γονείς του βρέθηκε στη Μυτιλήνη, όπου και παρέμεινε για τρία χρόνια. Για την περίοδο αυτή της ζωής του αφιερώνει πέντε σελίδες. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Όταν βρισκόμαστε στη Μυτιλήνη, τα καλοκαίρια τα περνούσαμε σ’ ένα εξοχικό προάστιο, στα νότια της πόλης, που το λέγανε Βαριά. Εκεί νοικιάζαμε ένα διώροφο σπίτι, δίπλα στη θάλασσα. Εκτός από την οικογένειά μας μένανε κοντά μας και άλλοι συγγενείς. Όλοι Μικρασιάτες, από την πλευρά της μάνας μου. Οι Ισηγόνηδες από τη Σμύρνη και οι Άντοβικ. Αυτοί πάλι είχανε αυστριακή καταγωγή. Κάποιος αξιωματικός του αυστριακού στόλου, επί τουρκοκρατίας, έμεινε στη Χίο και παντρεύτηκε Ελληνίδα. Ήταν σόι με πολλά πλούτη, που τα έχασαν όλα. Σαν τους Ρώσους πρίγκιπες, κατάντησαν σοφέρ, όπως ο τελευταίος θείος Άντοβικ, που υπήρξε στη δεκαετία του ‘50 οδηγός στο αυτοκίνητο του Αμερικανού διευθυντή στο Κολέγιο Αθηνών. Ο αδελφός του, καθηγητής της μουσικής στη Μυτιλήνη, ιδιόρρυθμος όπως λένε όσοι τον γνώρισαν, πέθανε μέσα στη φτώχεια και στη λησμοσύνη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήταν μεγάλος πιανίστας, σαν τον Φαραντάτο, του οποίου υπήρξε συμμαθητής.
Ο αδελφός της μητέρας, ο θείος Αντώνης, παντρεύτηκε τότε κόρη Ισηγόνη, τη θεία Στάσα, κι έτσι συγγενέψανε οι οικογένειες. Στην εξοχή ζούσαμε μέσα σε μια διαρκή γιορτή: γεύματα, χοροί, εκδρομές, μπάνια και το βράδυ όλοι μαζί στρωματσάδα, πάνω στη χλόη, πλάι στις καλαμιές και κάτω απ’ τ’ άστρα. Καθώς όλοι μας κοιτάζαμε τον ουρανό του Ιουλίου ή του Αυγούστου, η κουβέντα γύριζε διαρκώς γύρω από τους αστερισμούς. Ο Πολικός Αστέρας, ο Βέγας, η Αφροδίτη, ο Άρης, ονόματα αστερισμών και ιστορίες από την ελληνική μυθολογία, με νανούριζαν κάθε βράδυ, και μαζί τους το τριζόνι, ο κούκος και ο φλοίσβος της θάλασσας. Ξυπνάγαμε με το σκάσιμο του ήλιου, πίσω από τα βουνά της Τουρκίας, κι αμέσως όλοι μαζί τρέχαμε στη θάλασσα. Στο μεταξύ οι δούλες μάς είχαν ετοιμάσει το πρωινό. Μη σας παραξενεύει η λέξη δούλες, γιατί τότε όλα τα αστικά σπίτια δεν είχαν ούτε υπηρέτες, ούτε οικιακές βοηθούς, αλλά απλά και καθαρά δούλες, που οι πιο πολλές είχαν σαν αμοιβή μόνο το φαγητό τους, κι αυτό λειψό. Άσε που οι πιο πολλοί τις έδερναν και τις έκλειναν στα υγρά κατώγια, “για να μάθουν να μην κλέβουν”, “να μην τρώνε κρυφά”, “να μην κοιτάζουν στο δρόμο”. Είχαμε κι εμείς “δούλες”. Όμως η μάνα μου, πρόσφυγα, τις είχε σαν κόρες. Τότε υπήρχε η Σταματίνα, που με ανάθρεψε, κι εγώ δεν την ξεχώριζα από μάνα μου.»


 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey