«Ο γάτος που έκλαιγε μαργαριτάρια» εντάσσεται στη σειρά «Ιστορίες με γάτους», που δημιούργησαν ο πολυβραβευμένος Λημνιός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Χρήστος Μπουλώτης και οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
Χρήστος Μπουλώτης
Ο γάτος που έκλαιγε μαργαριτάρια
Εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Αθήνα 2009, σελ. 38
(για παιδιά από 6 ετών)
«Ο γάτος που έκλαιγε μαργαριτάρια» εντάσσεται στη σειρά «Ιστορίες με γάτους», που δημιούργησαν ο πολυβραβευμένος Λημνιός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Χρήστος Μπουλώτης και οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Η σειρά ξεκίνησε με την έκδοση τριών τίτλων: «Ο Μητσόγατος στη λαϊκή αγορά», «Ο γάτος της οδού Σμολένσκη» (Βραβείο Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου) και «Ο γάτος Λεοπόλδος στη Σχολή Καλών Τεχνών» και συνεχίστηκε με το βιβλίο «Η σκυλίσια ζωή του γάτου Τζον Αφεντούλη».
Πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι γάτοι με έντονη προσωπικότητα και καθόλου συνηθισμένο χαρακτήρα, που έχουν ανθρώπινη συμπεριφορά, αν και τρελαίνονται για ψαροκόκκαλα. Το σκηνικό των βιβλίων στήνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης και οι ιστορίες πραγματεύονται καθημερινά προβλήματα με τρόπο απρόβλεπτο, χιουμοριστικό και συχνά ανατρεπτικό.
Τα βιβλία απευθύνονται σε παιδιά ηλικίας έξι ετών και άνω και μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο και ταυτόχρονα πρωτότυπο εργαλείο για εκπαιδευτικούς.
Δυο λόγια για την υπόθεση του παραμυθιού:
Για δύο πράγματα τρελαινόταν ο χοντρούλης γάτος Αρσέν, για τα καπέλα και τα κόμικς. Μπορούσε να υπομείνει όλες τις κακουχίες του κόσμου, όμως του ήταν αδιανόητη ακόμη και μία μέρα από τη γατίσια ζωή του χωρίς κόμικς και καπέλα.
Ξεχείλιζε από κέφι και χαρά ο Αρσέν κι ασταμάτητα έπαιζε με τα παιδιά, τους άλλους γάτους ακόμη και μ’ ένα απλό χαρτάκι. Είχε το πιο καλαίσθητο σπίτι της φτωχογειτονιάς του, διώροφο, φτιαγμένο από παλιά χαρτοκιβώτια, σμιλεμένο με πολλή φαντασία και τρελό μεράκι.
Ώσπου μια μέρα, εκεί που καθόταν και διάβαζε για εικοστή φορά ένα από τα αγαπημένα του κόμικ ζωγραφισμένο από τον αγαπημένο του φίλο Τέρη Ξεφτέρη, τον έπιασε τρελή φαγούρα πίσω από το δεξί του αυτί. Κι εκεί που άρχισε να το ξύνει, γαργαλήθηκε μόνος του και ξέσπασε σε γέλια. Τόσο πολύ ξεκαρδίστηκε ο Αρσέν, που τα μάτια του γέμισαν… μαργαριτάρια!
Κάτι όμορφα άσπρα μπαλάκια, που στην αρχή όποιον κι αν ρώτησε, ακόμα και τον πολύξερο φίλο του ρακοσυλλέκτη Μπαμ και Μπουμ, κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Μόνο ο Τέρης Ξεφτέρης κατάφερε να του λύσει την απορία και ταυτόχρονα να τον προειδοποιήσει, «κοίτα μη μαθευτεί πως κλαις μαργαριτάρια. Γιατί πολύ φοβάμαι, Αρσενάκο μου, ότι μαζί με τα μαργαριτάρια θα πλακώσουν, όπου να ’ναι μεγάλοι μπελάδες και μπλεξίματα. Πρέπει να φυλαχτείς από τους δυνατούς και άπληστους της πόλης μας.».
Ο Αρσέν γαργαλιόταν σπίτι του, γέμιζε καπέλα και όλα τα τεντζερέδια του με μαργαριτάρια και τα έδινε στους κατοίκους της φτωχογειτονιάς. Τώρα όλοι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, εκτός από τον άπληστο δήμαρχο, που τα ήθελε όλα δικά του και έριξε τον Αρσέν στη φυλακή.
Π.Σ.