Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αιολίδα» το βιβλίο της Νάντιας Λιαρέλλη «Παραμύθια… απ’ το σεντούκι της Αγγελικώς». Η Νάντια Λιαρέλλη θυμάται και καταγράφει 11 παραμύθια βγαλμένα από το σεντούκι της γιαγιάς της.
Της Νάντιας Λιαρέλλη, από τις εκδόσεις «Αιολίδα»
Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αιολίδα» το βιβλίο της Νάντιας Λιαρέλλη «Παραμύθια… απ’ το σεντούκι της Αγγελικώς».
Η Νάντια Λιαρέλλη θυμάται και καταγράφει 11 παραμύθια βγαλμένα από το σεντούκι της γιαγιάς της. Παραμύθια με βασιλοπούλες και δράκους, με μάγια και δοκιμασίες για μικρούς και μεγάλους. Το βιβλίο κυκλοφορεί και σε συλλεκτική έκδοση με πανόδετο εξώφυλλο, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Σήμερα προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το παραμύθι «Κοκκινοβρακάτος».
«Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολιτεία μακρινή ζούσε σε ένα φτωχικό καλυβάκι μια χήρα με την κόρη της.
Απέναντι στο φτωχικό ήταν κτισμένο ένα μεγάλο αρχοντικό.
Η χήρα ξενόπλενε και μαγείρευε για την αρχόντισσα κι ό,τι περίσσευε, το έπαιρνε σπίτι για το κοριτσάκι της.
Είχε κι η αρχόντισσα ένα γιο, τον Πανώριο, αλλά τι να το κάνεις;
Ήταν πάρα πολύ κοντός και δεν ψήλωνε με τίποτα. Ήταν και άσχημος πολύ. Αλλά ήταν καλόψυχος και καταδεχτικός. Πάντα φορούσε ένα κόκκινο παντελονάκι κι όλη η γειτονιά τον φώναζε κοκκινοβρακάτο. Κι έτσι του ’μεινε το παρατσούκλι.
Η αρχόντισσα έπαιρνε πολλές φορές το κοριτσάκι στο σπίτι για να παίξει με το γιο της, μια και τ’ άλλα παιδιά δεν τον ήθελαν.
Πέρασαν τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωσαν.
Το κορίτσι, η Ροδή, έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Ο κοκκινοβρακάτος όμως δεν ψήλωσε, κι όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο άσχημος.
Μια μέρα, το αγόρι λέει στη μητέρα του, “Μάνα, μεγάλωσα πολύ. Ήρθε η ώρα να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια. Θέλω να πας λοιπόν στη χήρα και να ζητήσεις σε γάμο τη Ροδή. Από μικρό παιδί την αγαπώ και μόνο αυτή θέλω για γυναίκα”.
Τι να κάνει η αρχόντισσα, κινάει και πάει στο φτωχοκάλυβο και λέει στη μάνα της Ροδής την επιθυμία του γιου της.
Η χήρα δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Μπορεί να μην είχανε στον ήλιο μοίρα, αλλά δεν χαλάλιζε το κορίτσι της στο τέρας.
Καθώς ετοιμαζόταν η αρχόντισσα να φύγει στενοχωρημένη, τη σταμάτησε η Ροδή.
- Αφού ο γιος σου, αρχόντισσά μου, με θέλει, πες του ότι δέχομαι.
Καταχαρούμενη η μάνα, τρέχει να προλάβει τα μαντάτα στον κανακάρη της.
Η χήρα απ’ την άλλη έπεσε να πεθάνει από τον καημό της.
“Αχ , κόρη μου. Τι έκανες; Τι θα πάρεις;
Αχ, αυτό τον κοκκινοβρακάτο
Και κοντό κι αν τόνε πάρεις
και κοντά παιδιά θα κάνει
και κοντός σαν ηπεθάνει
τα παιδιά τι θα τα κάνει;”
Κι όλη μέρα έκλαιγε κι αναστέναζε.
Γίνηκε ο γάμος κι όλος ο κόσμος απ’ τη μια γελούσε κι απ’ την άλλη θλιβόταν με το θέαμα.
- Κρίμα τέτοια ομορφιά να τη χαίρεται ο κοκκινοβρακάτος. Κρίμα το κορίτσι.
Η Ροδή, όμως, δεν λογάριαζε κανένα. Δεν κοιτούσε την ασκήμια του, αλλά την καλή του την καρδιά.
Τέλειωσε ο γάμος και το νιόπαντρο ζευγάρι πήγε στην κάμαρά του.
Βγάζει η Ροδή το νυφικό να βάλει το νυχτικό της, βγάζει κι ο κοκκινοβρακάτος το κόκκινο παντελόνι του για να βάλει κι αυτός τη νυχτικιά του.
Η έκδοση (πάνω) και η συλλεκτική εκδοχή της, σε περιορισμένα αντίτυπα
Και τότε, μόλις πέφτει το κόκκινο βρακί, εμφανίζεται μπροστά της ένα παλληκάρι που όμοιο στην ομορφιά δεν είχε δει ποτέ της.
- Ποιος είσαι; Πού είναι ο άντρας μου;
- Μη φοβάσαι, Ροδούλα μου. Εγώ είμαι ο άντρας σου. Είμαι μαγεμένος από την κούνια, από μια κακιά μάγισσα. Με καταράστηκε να ’μαι τη μέρα κοντός και άσχημος και ν’ αλλάζω τη νύχτα. Μόνο όταν μια γυναίκα θα δεχόταν να με παντρευτεί γι’ αυτό που είμαι, θα λύνονταν τα μάγια.
Το κορίτσι πέταξε απ’ τη χαρά του.
- Πάμε να το πούμε στη μάνα μου. Η κακομοίρα έχει πικραθεί τόσο πολύ. Πάμε να της δώσουμε χαρά.
- Όχι ακόμα. Πρέπει να περάσουν σαράντα μέρες για να λυθούν εντελώς τα μάγια. Κάνε υπομονή μόνο για σαράντα μέρες, κι όλα θα πάνε καλά. Αν προδώσεις το μυστικό, θα με χάσεις.
Συμφώνησε η Ροδή και γείραν να κοιμηθούν.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και ξύπνησαν οι νιόπαντροι. Μόνο που ο κοκκινοβρακάτος ήταν ίδιος με τη χτεσινή μέρα.
Τη Ροδή όμως δεν την ένοιαζε. Κατέβηκε λοιπόν να πάει στη μάνα της χαρούμενη κι ευτυχισμένη.
Η καημένη η χήρα, όσο έβλεπε την κόρη της χαρούμενη, τόσο στενοχωριόταν.
- Το σκέφτηκες καλά, θυγατέρα μου; Πώς θα περάσεις τη ζωή σου με δαύτον;
- Μη σκας, μάνα. Όλα θ’ αλλάξουν. Θα δεις. Δεν μπορώ να σου πω τώρα. Κάνε υπομονή.
Του κάκου όμως. Η μάνα έπεσε να πεθάνει. Έπεσε στα ρούχα και δεν έλεγε να σηκωθεί. Η Ροδή την λυπόταν, αλλά δεν αποκάλυπτε το μυστικό.
Περνούσαν οι μέρες κι η μάνα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Κι έτσι πέρασαν τριάντα εννιά μέρες.
Ξημέρωσε η μέρα που τα βάσανα ολωνών θα τέλειωναν…»
Το βιβλίο της Νάντιας Λιαρέλλη «Παραμύθια… απ’ το σεντούκι της Αγγελικώς» αποτελείται από 152 σελίδες και θα πωλείται προς 10 ευρώ, ενώ η συλλεκτική έκδοση θα πωλείται προς 20 ευρώ.