Αν και σήμερα η δημοσιονομική διαχείριση για να επανέλθει η χώρα σε κάποια ισορροπία αποτελεί άμεση προτεραιότητα, η αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου και η ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας δεν μπορούν να περιμένουν.
Αν και σήμερα η δημοσιονομική διαχείριση για να επανέλθει η χώρα σε κάποια ισορροπία αποτελεί άμεση προτεραιότητα, η αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου και η ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας δεν μπορούν να περιμένουν, δεδομένου ότι αποτελούν μια βασική αιτία του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και παραμένουν ο μοναδικός δρόμος για έξοδο από την ύφεση.
Η επίκληση του υψηλού μισθολογικού κόστους ως αιτίας της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αποτελεί τον εύκολο στόχο και το πρόσχημα για να καλυφθούν οι ευθύνες τόσο του κράτους όσο και της επιχειρηματικής κοινότητας. Ευθύνες είτε για λανθασμένη στρατηγική είτε για έλλειψη στρατηγικής, που και αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή εξυπηρέτησης βραχυχρόνιων (εκλογικών) στόχων και συμφερόντων άλλων από εκείνων του κοινωνικού συνόλου.
Η όποια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας έμεινε προσκολλημένη στην επίτευξη ανταγωνιστικότητας μέσω του χαμηλού κόστους παραγωγής σε συνδυασμό με τη χρήση ανειδίκευτου ανθρώπινου δυναμικού. Αν αυτή η στρατηγική ήταν αποτελεσματική τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 «φέρνοντας» στη χώρα μας δραστηριότητες που «έφευγαν» από τη δυτική Ευρώπη λόγω υψηλού κόστους παραγωγής (υφαντουργία, σιδηρουργία κ.λπ.), είναι φανερό ότι αποτελεί αδιέξοδο για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ενιαίο νόμισμα, αφού σήμερα δεν μπορεί να συναγωνιστεί χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής. Το κλείσιμο μεγάλου αριθμού παραγωγικών μονάδων στο μεταποιητικό τομέα και η μεταφορά τους κατ’ αρχάς στα Βαλκάνια και στη συνέχεια σε χώρες όπως η Κίνα ήταν απλά μια φυσιολογική εξέλιξη που έπρεπε να είχε προβλεφθεί. Σήμερα, για τους ίδιους λόγους, κινδυνεύει και η τελευταία «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας: ο τουρισμός, που παράγει περίπου το 16% του ΑΕΠ και απασχολεί άμεσα και έμμεσα το 18% του εργατικού δυναμικού.
Το ελληνικό κράτος δεν αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να προετοιμάσει τους επιχειρηματίες, τους επαγγελματίες και τους εργαζομένους της χώρας για τη νέα εποχή, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και την εποχή της ανταγωνιστικότητας, ειδικά με την επιλογή της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απελευθέρωση των εισαγωγών δημιούργησε προβλήματα σε παραδοσιακά προϊόντα όπως τα αγροτικά, τα προϊόντα σιδηρουργίας, ένδυσης, υπόδησης και άλλων «παραδοσιακών» κλάδων. Παράλληλα, οι εξαγωγές συναντούσαν όλο και περισσότερες δυσκολίες, οδηγώντας πολλούς κλάδους σε συρρίκνωση. Την ίδια περίοδο, ελάχιστες προσπάθειες έγιναν στην Έρευνα, στην Ανάπτυξη και Διάχυση νέας Τεχνολογίας, στην παροχή γνώσης και δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό, στην εισαγωγή καινοτομιών στην παραγωγική διαδικασία κ.λπ., που αποτελούν προϋποθέσεις για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Αντίθετα, η «ανάπτυξη» που βασίστηκε στην εισροή κοινοτικών πόρων κατευθύνθηκε είτε σε κατασκευές υποδομών (που με τις υπερτιμολογήσεις και τις αστοχίες στο σχεδιασμό δεν έχουν λύσει προβλήματα υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος και ποιότητας ζωής) είτε σε υποστήριξη παρασιτικών δράσεων και δραστηριοτήτων που δημιουργούν εισοδήματα και αυξάνουν τη δαπάνη, αλλά δε δημιουργούν ούτε εξαγωγές ούτε προϋποθέσεις για νέα παραγωγή.
Υπάρχει διέξοδος για την ελληνική παραγωγή και ειδικά για τον ελληνικό τουρισμό που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά της οικονομίας των νησιών; Το προϊόν που βασίζεται στο τρίπτυχο «Ήλιος - Άμμος - Θάλασσα», όπως αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα και στο οποίο στηρίχθηκε η Ελλάδα, δεν μπορεί να επιβιώσει απέναντι στη νέα προσφορά από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Όπως δεν μπορεί να στηρίζεται στην υπερεκμετάλλευση και υποβάθμιση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων (παραλίες, μνημεία, τοπία), στην εκμετάλλευση του ανειδίκευτου ανθρώπινου δυναμικού (χαμηλά αμειβόμενη και ανασφάλιστη εργασία), στην εξαπάτηση του τουρίστα-καταναλωτή και του κράτους (φοροκλοπή), ούτε όμως και στη συνεχή επέκταση της δόμησης (παραθερισμός).
Αντίθετα, η δημιουργία ανταγωνιστικών τουριστικών προϊόντων θα πρέπει να βασίζεται στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που μέχρι σήμερα υποβαθμίζουμε ή απλώς αγνοούμε (φύση, πολιτισμός και τοπικά προϊόντα ποιότητας), με τη χρήση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η ενσωμάτωση γνώσης σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (σχεδιασμός και παραγωγή προϊόντος, ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην προστασία και την ανάδειξη φυσικών και πολιτιστικών πόρων, ανάπτυξη στρατηγικών προώθησης, διαχείριση προορισμών κ.λπ.) αποτελεί δοκιμασμένη (από τις ανεπτυγμένες χώρες) στρατηγική. Με τον τρόπο αυτό, η τουριστική ανάπτυξη θα στηρίξει την παραγωγή και σε άλλους κλάδους (π.χ. γεωργία, εξοπλισμός μονάδων, εκδόσεις, πληροφορική-τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, πολιτιστικές δραστηριότητες, περιβαλλοντικές και γενικά δραστηριότητες ανοιχτού χώρου κ.λπ.), δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Οι ποιοτικές και καινοτόμες αλλαγές που έχει ανάγκη να υιοθετήσει άμεσα η χώρα, συνδέονται όχι μόνο με το μοντέλο της Βιώσιμης Ανάπτυξης, αλλά και με την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου Διακυβέρνησης. Το συγκεντρωτικό, αυταρχικό, αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο σύστημα της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης πρέπει να αντικατασταθεί από ένα συμμετοχικό, δημοκρατικό και αποτελεσματικό μηχανισμό, που να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, να τους δημιουργεί προϋποθέσεις δημιουργικής συνεργασίας και κοινής προσπάθειας. Η διαμόρφωση συνεκτικών αναπτυξιακών στόχων, πολιτικών και προγραμμάτων με συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών, η διαφάνεια στην υλοποίηση και η αυστηρή τιμωρία σε περίπτωση παραβάσεων και, τέλος, η λογοδοσία προς τους κοινωνικούς εταίρους αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία μιας διαφορετικής Διακυβέρνησης. Κατά την κυβέρνηση, το Σχέδιο «Καλλικράτης» αποτελεί τη βάση για μια αλλαγή μεγάλης εμβέλειας. Πολλές αμφιβολίες υπάρχουν γι’ αυτό, αφού δεν έγινε καμμιά συζήτηση για το πώς οι νέες διατάξεις θα συμβάλουν στην ανατροπή της σημερινής κατάστασης.
* Ο Γιάννης Σπιλάνης είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου.