Χτες, 14 Φεβρουαρίου, δεν ήταν μόνο των αγίων Αυξεντίου, Μάρωνος και Γεωργίου Μυτιλήνης, όπως έγραφε το ημερολόγιο, ήταν και του Αγίου Βαλεντίνου! Του άγιου, που οι δυτικοί όρισαν να αντιπροσωπεύει τους ερωτευμένους όλου του κόσμου.
Χτες, 14 Φεβρουαρίου, δεν ήταν μόνο των αγίων Αυξεντίου, Μάρωνος και Γεωργίου Μυτιλήνης, όπως έγραφε το ημερολόγιο, ήταν και του Αγίου Βαλεντίνου! Του άγιου, που οι δυτικοί όρισαν να αντιπροσωπεύει τους ερωτευμένους όλου του κόσμου. Κι ας έχουμε τις επιφυλάξεις μας επ’ αυτού. Όσο κι αν επικρίνουμε τον ξενόφερτο άγιο, όσο κι αν προσπαθήσαμε να επιβάλουμε τους δικούς μας, αν θυμάστε, Ακύλλα, Πρισκίλλη και Υάκινθο, δεν τα καταφέραμε. Ξέρετε, άλλωστε, πώς είμαστε εμείς με όλα τα ξενόφερτα… τα οικειοποιούμαστε και με τον καιρό… τα λατρεύουμε. Ας είναι λοιπόν ευπρόσδεκτος εκείνος, αν πρόκειται τουλάχιστον να μας θυμίζει το πόσο ανάγκη έχουμε τον έρωτα.
Άραγε να ερωτεύονται ακόμα οι άνθρωποι σήμερα; Αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω αν οι καταστάσεις που επικρατούν γενικά βοηθούν σ’ αυτό. Στις μέρες μας η κοινωνία είναι πιο χαλαρή, χάθηκε, νομίζω η ομορφιά του έρωτα, έμεινε… μόνο σαν ηδονή. Στο παρελθόν ήταν διαφορετικά. Θυμάμαι - και δε θα το ξεχάσω ποτέ - στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου, όταν η νεαρή και γλυκύτατη φιλόλογος μας δίδασκε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, το πόσο εκείνο το υπέροχο «Έρως ανίκατε μάχαν» με κυρίευσε! Ήταν το πρώτο μου ερωτικό σκίρτημα. Η πρώτη λαβωματιά που δέχτηκα κατ’ ευθείαν στην καρδιά, απ’ τη σαϊτιά του «ακαταμάχητου έρωτα». Τότε, μωρό πράμα εγώ, αλλιώς λογάριαζα την αφεντιά του κι αλλιώς την έβλεπα να στέκεται εκεί μπροστά μου και να διδάσκει πάνω στην έδρα της τάξης κι η παρουσία της να γίνεται… η αντανάκλασή του!
«Έρωτα ακαταμάχητε, ακριβέ, εσύ τον κόσμο διαφεντεύεις / Στης νιότης μέσα την καρδιά τα βέλη σου βυθίζεις / Πότε ανυψώνεις όνειρα και πότε τα γκρεμίζεις». Δε θυμάμαι αν ανυψώθηκαν ή γκρεμίστηκαν τα όνειρά μου απ’ τον κεραυνό εκείνης της στιγμής, αλλά και δε θα ξεχάσω ποτέ όλα αυτά που ένιωσα. Με αναστάτωσε, τράνταξε σώμα και ψυχή κι έκανε να σπαρταράν με ακανόνιστους ρυθμούς οι χτύποι της καρδιάς μου. Αν είναι δυνατόν αυτή η ωραία και αθώα αίσθηση της στιγμής να σε μεταμορφώνει και να σε οδηγεί εκτός λογικής… Ποτέ δεν έμαθα αν εκείνη η νεαρή κι ωραία καθηγήτρια κατάλαβε - απ’ τα μάτια μου που δεν χόρταιναν να τη βλέπουν - το πόσο είχε σκλαβώσει μια παιδική καρδιά ενός ντροπαλού αγοριού.
Αμ εκείνη η κλασσική ερώτηση, σπαταλημένη στα «άσπιλα κι αμόλυντα» λευκώματα των κοριτσιών, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι κι έπρεπε, μεταξύ άλλων, ν’ απαντηθεί: «Τι εστί Έρως;» Τι να γράψεις… ορίζεται ο έρωτας; Μαθαίνεται; Μα τον Άγιο Βαλεντίνο, δε λέω, όμορφο πράμα ο έρωτας, μα δε μαθαίνεται θαρρώ... Έψαχνα να βρω, λοιπόν, λόγια πειστικά να εκφράσω - παρ’ όλες τις αναστολές της ντροπαλοσύνης μου - τι ήταν στ’ αλήθεια για μένα «έρως». Μόνο όταν σε βρει θα μάθεις, λένε… Κι εγώ να το ομολογήσω… φυσικά και δεν τολμούσα! Οπότε, στην απόγνωσή μου, έγραφα τα στερεότυπα. Όπως: «Έρως είναι ο Θεός της αγάπης που διαφεντεύει την ψυχή μας». «Ο ανεξερεύνητος μύθος». «Ο θρίαμβος του παραλογισμού πάνω στη λογική»! «Η γλυκύτερη πίκρα και η πικρότερη γλυκύτητα». «Είναι πνοή ζωής, η ανάταση, η καταιγίδα, η έκσταση, αλλά και η πτώση, ο ευτελισμός και η ακραία ταπείνωση, ο απελευθερωτής και ο δυνάστης μας». Διάφορα τέτοια ως συνήθως. Έρωτες άλλων εποχών.
Σε τελική ανάλυση, έρωτας είναι… θαρρώ ένα συναίσθημα που το έχουμε νιώσει, λίγο - πολύ, όλοι στη ζωή μας… Χτες, σήμερα, με την καρδιά, με το νου… με όλα! Όλοι, κάποια στιγμή, πονέσαμε από του έρωτα τα βέλη. Σίγουρα, όμως, είναι ένα συναίσθημα που, όσο και να ανακατέψουμε τα ασήμαντα και τα σημαντικά του, δεν πρέπει να τ’ αφήσουμε να το καπελώσουν τελείως οι λογής έμποροι στο όνομα μιας επιβεβλημένης γιορτής. Κι ας υπερισχύει η ανθρώπινη τάση μας για επετειακές εκδηλώσεις.