Παρασκευή απόγευμα, διάβαζα, όταν ακούστηκαν μπουνιές στην πόρτα. Η Μάγδα, διανοούμενη, στριμμένη, κολλητάρι από παλιά, εισέβαλε μπέλα φούρκα, έπεσε ξεφυσώντας στον καναπέ, «κλείνεις τηλεοράσεις, σταματάς τα πάντα, κωλόφυτο (εγώ κωλόφυτο;), και μου συμπαραστέκεσαι!!!»
Παρασκευή απόγευμα, διάβαζα, όταν ακούστηκαν μπουνιές στην πόρτα. Η Μάγδα, διανοούμενη, στριμμένη, κολλητάρι από παλιά, εισέβαλε μπέλα φούρκα, έπεσε ξεφυσώντας στον καναπέ, «κλείνεις τηλεοράσεις, σταματάς τα πάντα, κωλόφυτο (εγώ κωλόφυτο;), και μου συμπαραστέκεσαι!!!» «Τι έγινε, καλέ;», τόλμησα να ρωτήσω. «Φέρε τασάκι και ουίσκι.» «Δε γίνεται να μην ανάψεις; Βρομά ο καπνός.» Με κοίταξε σα δαρμένο κουτάβι, άνοιξα την μπαλκονόπορτα, κούρνιασα στην μπερζέρα μου. «Άντε, κάπνιζε και λέγε.»
«Με βλέπει και τρέχει», μουρμούρισε, ξεφυσώντας τον καπνό. «Ποιος, καλέ;» «Αυτός που ξέρεις.» (Η Μάγδα παίζει εδώ και κάτι μήνες με έναν τύπο.) «Κατά πάνω σου τρέχει; Κρατάει μαχαίρι;» «Βρε, ηλίθιο, μόλις με δει, το βάζει στα πόδια.» «Κρατάς εσύ μαχαίρι;» Με κοίταξε πολύ άγρια. «Θα σε βαρέσω.» «Θα το βάλω κι εγώ στα πόδια! Τι του έκανες;» «Απολύτως τίποτα.» «Μήπως του είπες καμμιά θεωρία για τον Κάφκα, τα λες εσύ αυτά.» «Όχι.» «Τότε;» «Τη Δευτέρα, μόλις με είδε, έκανε τον κύκλο και πήγε και τρύπωσε στο γραφείο του επιστάτη. Μπορείς να βγάλεις συμπέρασμα;» «Ο επιστάτης είναι ωραίος;» «Γιατί;» «Μήπως τρέχει κάτι μεταξύ τους!» «Άντε μου στο διάβολο»! «Γιατί, ρε Μαγδούλα, μπορεί να είναι γκέυ.» «Αδύνατον!» «Γιατί, καλέ, τον δοκίμασες;» Με κοίταγε. «Δε τον δοκίμασες, άρα άσε τα “αδύνατον”, όλα δυνατά είναι.»
«Άλλη εκδοχή.» «Μμμ, αν δεν είναι γκέυ, ούτε βαστάς μαχαίρι, κάτι του έκανες.» «Αποκλείεται.» «Άκου που σου λέω! Κι είναι τόσο σοβαρό, ώστε σου λέει ότι δε θέλει ούτε να σε βλέπει. Και στο λέει και πολύ ηχηρά.» «Τίποτα δεν έκανα. Είναι πολύ μαλάκας!»
«Κανένας άντρας δεν είναι μαλάκας. Απλώς σε έχει στην κατηγορία των γυναικών που δεν τον πειράζει και να φερθεί σα μαλάκας. Άρα, γουστάρει, δε γουστάρει, δε σε σέβεται, άρα κόβεις λάσπη. Κάτσε να τον ενδιαφέρει κάποια.» «Αποκλείεται», με διέκοψε, «είναι ντροπαλός, δεν εκδηλώνεται.» «Δηλαδή είναι παρθένος;», ξαναρώτησα. «Τι λες πια, καλέ;» «Αν δεν είναι, που είναι και το πιθανότερο, ή σε κάποια σταμάτησε να τρέχει ή έτρεξε αυτός κατά πάνω της. Και το ίδιο θα συμβεί και στο μέλλον. Τώρα, καλόγρια θα είναι, σε στύλο θα χορεύει, δεν το ξέρω. Αλήθεια, γιατί δε μαθαίνεις στύλο; Άμα σε δει.» Δε συνέχισα, δε σήκωνε αστεία!
«Τι να κάνω;», ρώτησε με απόγνωση. «Να βάλεις να τον δείρουν, να του κάνεις μάγια (πού θα βρούμε φορεμένο σώβρακο;), ή να σταματήσεις να ασχολείσαι και να κοιτάξεις κανένα λιγότερο “αθλητικό” τύπο. Γεμάτος είναι ο κόσμος από άντρες!» «Άμα πήγαινα από πίσω του, να του μιλήσω;» «Σε φαντάζομαι: εσύ να φωνάζεις “στάσου μύγδαλα”, αυτός να σκαρφαλώνει σε κανένα δέντρο και να φωνάζει “μαμά”. Άμα τον δεις να κάνει την Τσίτα, μην πας να τον κατεβάσεις. Θα αυτοκτονήσει, κι η μόνη περίπτωση να αναστηθεί, είναι να του πας λουλούδια στον τάφο του. Καλέ, δεν ντρέπεσαι καθόλου;»
Σηκώθηκε, μπήκε στην ιστοσελίδα του τύπου. Πλησίασα να δω το κελεπούρι. Το μάτι μου έπεσε σε μια ανάρτηση. Ο «ντροπαλός» πρότεινε φόρα παρτίδα σ’ όλους τους υφισταμένους του ποιον να ψηφίσουν σε κάτι εκλογές. «Τα βλέπεις που σου τα ‘λεγα;» «Ε, και τι; Αυτό είναι απλώς γλιψ», νιαούρισε η Μάγδα. «Πρώτον γιατί τον κρίνεις; Δεύτερον είναι καλό οι άντρες να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και τρίτον ό,τι θέλει, ο τύπος το εκφράζει ξεκάθαρα, ίσως μόνο λίγο άγαρμπα. Αυτό στον έρωτα αρέσει, αν είναι μάγκας. Ταύρος είναι;» «Δεν ξέρω», απάντησε η λυπημένη Μάγδα. «Έπεσες στον άντρα χρυσόψαρο! Άσ’ τον ήσυχο στη γυάλα του.» «Πονάω», απάντησε. «Κλείνω ραντεβού για αποτρίχωση. Μπήκε το καλοκαίρι», της είπα, «το χρειαζόμαστε.»