«Σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα»

01/07/2012 - 05:56
«Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;» ακούω τη Μάγδα να σιγοτραγουδά δίπλα μου. Καθισμένες σ’ ένα παγκάκι στο Σύνταγμα, βράδυ Τετάρτης, μ’ ένα κουτί μπύρα στο χέρι. Η Μάγδα έχει βγάλει τα κοστούμια της, φορά μια φόρμα και σαμπό, εγώ έχω τα μαλλιά μου αλογοουρά.
«Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;» ακούω τη Μάγδα να σιγοτραγουδά δίπλα μου. Καθισμένες σ’ ένα παγκάκι στο Σύνταγμα, βράδυ Τετάρτης, μ’ ένα κουτί μπύρα στο χέρι. Η Μάγδα έχει βγάλει τα κοστούμια της, φορά μια φόρμα και σαμπό, εγώ έχω τα μαλλιά μου αλογοουρά. Η εικόνα μας μου θυμίζει κάτι από εκείνα τα λετσάκια που περιδιάβαιναν τις υπαίθριες αγορές του Κάμντεν, ψάχνοντας για δίσκους τζαζ. Δηλαδή η Μάγδα έψαχνε. Εγώ απλώς πήγαινα μαζί της.
«Η γενιά μας τα είχε όλα μέχρι σήμερα», γυρίζω και της λέω κάποια στιγμή. «Η γενιά μας είχε μόνο καταναλωτικά οράματα. Κι αυτά μας συντρίψανε», απαντά η Μάγδα. «Και να σκεφτείς πως είχαμε πολιορκητικό κριό για την κοινωνική καταξίωση το διάβασμα! Τόση επιφάνεια! Καλά που ήρθε η κρίση και ξυπνήσαμε κάπως.» Ρουφά με πάθος το τσιγάρο της. Με κοιτά. «Θα το ακριβύνουνε τόσο, που θα αναγκαστώ να ξοδέψω όλο το επόμενο δεκαπενθήμερό μου στα περίπτερα. Θα αγοράσω κούτες και θα τις παραχώσω στην αποθήκη.» «Αν πληρωθείς!» «Να σου πω κάτι; Χέστηκα αν θα πληρωθώ ή δε θα πληρωθώ! Στάση πληρωμών δε θα κάνουνε; Στάση θα γίνει και στις πληρωμές του στεγαστικού. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Στο διάβολο και το σπίτι μου!» Την κοιτάω. «Με τη ζωή μου τι γίνεται; Πού πάμε;»

«Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά / που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;», συνεχίζει να σιγομουρμουρίζει φάλτσα το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου. «Για ποιον λες;» «Για τον παλιό μας εαυτό», απαντά. Έχω καιρό να δω τη Μάγδα να δακρύζει, χωρίς λόγο. «Καλά που δε ζει ο μπαμπάς μου», μουρμουρά. «Ευτυχώς δε ζει ούτε κι ο δικός σου.» Παιδιά κι οι δυο ανθρώπων που πάλεψαν για την αλλαγή, μεγαλώσαμε με τη δημοκρατία ως τη μοναδική συνείδηση, μας μεγάλωσαν να θεωρούμε το σοσιαλισμό περίπου ως ισότιμο με την αξιοπρέπεια. Οι μπαμπάδες μας ζήσανε δύσκολα χρόνια: αγωνιστήκανε, φάγανε ξύλο (ο μπαμπάς της Μάγδας πήγε κι εξορία), πολιτικοποιήθηκαν ενεργά σε δύσκολες εποχές, ήταν ιδεολόγοι, αγωνιστές, άνθρωποι τίμιοι κι ευυπόληπτοι.
Πέθαναν έχοντας κι οι δυο ήσυχη τη συνείδησή τους, ότι μας εξασφάλισαν. Κι εννοούσαν ότι μας έδωσαν τα εφόδια για να κερδίσουμε τη ζωή μας. Κι εννοούσαν μια ποιοτική ζωή. Καλύτερη από τη δική τους. Μας σπούδασαν. Κι εμείς με τη σειρά μας σπουδάσαμε. Κι αν και γυναίκες, κάναμε καριέρα. Κι επιδιώξαμε να μπούμε στην εκπαίδευση, γιατί έτσι ονειρευόμασταν. Και γίναμε. Και τότε καταλάβαμε πόσο πονάνε τα όνειρα όταν πραγματώνονται: γνωρίσαμε την τρέλα του Ελληνικού Δημοσίου, την αναξιοκρατία, πληρωνόμαστε με μισθούς πείνας, αλλά γουστάραμε. Τη δουλειά μας! Πόσοι μπορούν να το πουν αυτό;

Αλλά κάναμε ένα λάθος. Πιστέψαμε ότι η ευτυχία είναι ποσοτική. Ότι προσδιορίζεται με σινιέ τσάντες, επαγγελματικούς τίτλους και γκόμενους με ακριβά αυτοκίνητα. Κοιτάζαμε γύρω μας τις άλλες γυναίκες στα μπαρ, ποτέ την κατάντια της πολιτικής μας ζωής. Ξεχάσαμε να σκεφτόμαστε. Και ξαφνικά ακούσαμε ότι κακώς τρώμε κρέας περισσότερο από μια φορά την εβδομάδα. Ότι κακώς έχουμε αυτοκίνητο. Ότι η ζωή μας δεν είναι ζωή, είναι ζωούλα. Και πρέπει να αφανιστεί.
«Και να σκεφτείς ότι εμείς πάλι καλά», λέω στη Μάγδα. «Οι μαθητές μου κι οι φοιτητές σου τι κάνουν;» «Εγώ βλέπω μερικούς απέναντι, δικούς μου κατασκηνωμένους», μου απαντά. Ύστερα με κοιτά με παράπονο. «Τι θα γίνουμε;» «Βλάκα, θα φύγουμε ξανά στο Λονδίνο. Εσύ θα διδάσκεις, εγώ θα γράφω, θα ανοίξουμε ένα μπαρ, θα καθαρίζεις εσύ, και κάθε Κυριακή θα πηγαίνουμε στο Βρετανικό Μουσείο να κάνουμε παρέα στο αλογάκι.» «Αυτό τουλάχιστον είναι αιχμάλωτο έξω από τη χώρα του.» «Και δω τι θα γίνει;», με ρωτά. «Δεν ξέρω», της απαντώ. Φοβάμαι.» «Πάντως ανακαλύψαμε ξανά ότι σκεφτόμαστε» λέει και τα μάτια της λάμπουν. «Κι ότι υπάρχουν κι άλλοι που σκέπτονται. Κοίτα γύρω σου.» «Δε φτάνει», απάντησα με απόγνωση.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey