Η οικονομική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, είναι συνδυασμός τουλάχιστον τριών παραγόντων: της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, της κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, της κρίσης της παρασιτικής, κερδοσκοπικής και αντιπαραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας.
ΒΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Η οικονομική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, είναι συνδυασμός τουλάχιστον τριών παραγόντων:
- της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, που προσπαθώντας να εξασφαλίσει όλο και μεγαλύτερα βραχυπρόθεσμα κέρδη στο κερδοσκοπικό και τραπεζικό κεφάλαιο και στους «λειτουργούς» του, οδήγησε σε πλήρη ανισορροπία μεταξύ πραγματικής και λογιστικής οικονομίας. Οι δυνάμεις αυτές κυριαρχούν απόλυτα και σήμερα, επιβάλλοντας στα κράτη και στις εκλεγμένες κυβερνήσεις τους όχι μόνο τη διάσωσή τους από τη χρεωκοπία, αλλά και τη χρηματοδότησή της με μεταφορά πόρων που περικόπτονται από τις δαπάνες των κρατικών προϋπολογισμών ως υπερβολικές και περιττές.
- της κρίσης της ελληνικής κοινωνίας που αποτυπώνεται σε δημοσιονομική κρίση, ως συνδυασμός:
(α) σειράς κυβερνήσεων ευάλωτων για κάθε είδους «ρυθμίσεις» (φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις, ρυθμίσεις για προμήθειες και έργα κ.λπ.), δαπάνες και διορισμούς υπέρ των ισχυρών ομάδων πίεσης και των πολιτικών φίλων που μείωσαν τις εισπράξεις του κράτους και αύξησαν τις δαπάνες χωρίς να υπάρχει αναπτυξιακό αποτέλεσμα,
(β) ενός κρατικού μηχανισμού αυταρχικού, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου, που εξασφαλίζει «πρόσθετα εισοδήματα» σε ιδίους και ημετέρους, αφήνοντας όμως άδεια τα κρατικά ταμεία και βάζοντας αναρίθμητα εμπόδια σε όποια εποικοδομητική προσπάθεια και, τέλος,
(γ) μιας κοινωνίας (ή καλύτερα ενός αθροίσματος ατόμων χωρίς συνοχή και κοινούς στόχους) που έχει εθιστεί στο να διευρύνει την οικονομική της ευημερία σε βάρος των άλλων (των «κουτόφραγκων», του κράτους, του περιβάλλοντος, των πιο αδύναμων μελών της).
- της κρίσης της παρασιτικής, κερδοσκοπικής και αντιπαραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, που ποτέ δεν απέκτησε γερές παραγωγικές ρίζες ώστε να είναι ανταγωνιστική.
Αν και οι δύο τελευταίοι παράγοντες έχουν βαθιές τις ρίζες τους στο χρόνο, η διακυβέρνηση Καραμανλή τους έδωσε διαστάσεις εκρηκτικές, με αποτέλεσμα να σκάσουν σαν ατομική βόμβα στα χέρια μας.
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα και κάτω από τις πιέσεις των πιστωτών και των κυβερνήσεών τους που χρησιμοποίησαν ως κύριο επιχείρημα την αναξιοπιστία της χώρας, η λύση που «επιλέχθηκε» τελικά ήταν μια «ελεγχόμενη» χρεωκοπία, με ένα μείγμα δανεισμού με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια από το Μηχανισμό Στήριξης και υψηλών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, που πλήττουν άμεσα το σύνολο των εργαζομένων και των συνταξιούχων (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, μελλοντικές συντάξεις), ενώ ενισχύουν και επιμηκύνουν χρονικά την ύφεση στην οποία έχει εισέλθει η Ελλάδα από το 2009.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι σήμερα ορατά και οι συνέπειές τους οδυνηρές, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό ενδεχόμενο βελτίωσης. Η άποψή μας είναι ότι στη σημερινή συγκυρία λύση που να προασπίζει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των «μη εχόντων και μη κατεχόντων», δεν υπάρχει μέσα στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο. Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση δεν έχει άλλο στόχο από την αναδιανομή του εισοδήματος προς την άλλη κατεύθυνση και μόνο όταν η συγκυρία ευνοεί, «μοιράζει» αγοραστική δύναμη. Μια ουσιαστικά διαφορετική πολιτική προϋποθέτει ότι, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυρίαρχη άποψη θα ήταν διαφορετική.
Η πολιτική αυτή έχει πλήξει καίρια όλους τους τομείς κοινωνικής πολιτικής της χώρας και ιδιαίτερα την Παιδεία. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ανώτατη εκπαίδευση, παρά τα σημαντικά περιθώρια εξορθολογισμού των δαπανών που υπήρχαν και έγιναν σε μεγάλο βαθμό το χρόνο που πέρασε, η συνεχιζόμενη οικονομική ασφυξία πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών, σε συνδυασμό με το πάγωμα των διορισμών αλλά και των κονδυλίων για την έρευνα (έστω και αν οι πόροι προέρχονται από την Ε.Ε.), έχουν οδηγήσει την πλειοψηφία των ΑΕΙ (ειδικά των περιφερειακών) σε αδιέξοδο.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έφερε και ψήφισε με τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής ένα νέο νόμο για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Παρά την εκφρασμένη από πολλούς αναγκαιότητα για αλλαγή του προηγούμενου νομοθετικού πλαισίου και την κατάθεση ουσιαστικών προτάσεων, η κυβέρνηση ψήφισε τελικά ένα νόμο που άρχισε να τροποποιεί πριν περάσει καν ένας μήνας από την εφαρμογή του, επιβεβαιώνοντας όσους μιλούσαν για ένα αναποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο που δε θα οδηγήσει τα ΑΕΙ να εκπληρώσουν το ρόλο τους. Το αίτημα της Πανεπιστημιακής Κοινότητας για Ισχυρό, Δημόσιο, Αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο, που θα παράγει και διαχέει τη νέα γνώση στην υπηρεσία της κοινωνίας και θα λογοδοτεί σ’ αυτήν, δεν εισακούστηκε.
Ο συνδυασμός των παραπάνω έχει οδηγήσει τα πανεπιστήμια σε μια εκρηκτική κατάσταση, που τροφοδοτείται διαρκώς από τις πράξεις και τις απειλητικές διακηρύξεις του Υπουργείου Παιδείας, εκτρέποντάς τα πλήρως από το έργο τους.
Δεν εισακούστηκε ούτε και η αναγκαιότητα για ουσιαστική συμμετοχή των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών στη διαμόρφωση των συνθηκών της εξόδου από την πολύπλευρη κρίση. Αντίθετα, οι πανεπιστημιακοί, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, βρισκόμαστε διαρκώς «στριμωγμένοι στη γωνία» και κατηγορούμενοι ως υπαίτιοι όλων των δεινών της χώρας, ενώ οι λύσεις αναζητούνται «ενάντια» στους πολίτες και στις κοινωνικές ομάδες, και όχι μαζί τους.
Οι πολιτικοί, που έχουν την ευθύνη της σημερινής κατάστασης όσο και αν θέλουν να ρίξουν τις ευθύνες στους πολίτες, συνεχίζουν να ακολουθούν μια πολιτική διαρκούς «συρρίκνωσης» παραγωγής και εισοδημάτων, που ενώ μπορεί να είχε λογική στην αρχή, και κυρίως είχε τη συναίνεση των πολλών και θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, σήμερα απλά βαθαίνει την ύφεση και περιορίζει τις όποιες προοπτικές. Οι διαρθρωτικές αλλαγές καθυστερούν και η ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας έχει παραπεμφθεί στις «ελληνικές καλένδες». Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο «αξιοποιείται» το ΕΣΠΑ.
Όμως τίποτα δε θα αλλάξει αν οι πολίτες δεν πεισθούμε ότι:
- οι λύσεις για περισσότερο αποτελεσματική και ανταγωνιστική οικονομία δεν περνούν μέσα από τη συρρίκνωση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αλλά μέσα από την εκπαίδευση, την έρευνα, την εισαγωγή καινοτομιών, την παραγωγή νέων προϊόντων, τη συνεργασία κ.λπ., που θα οδηγήσουν σε περισσότερη αποτελεσματικότητα.
- η έννοια της ευημερίας δεν ταυτίζεται με περισσότερα εισοδήματα, με μεγαλύτερο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Πρέπει να πεισθούμε ότι το «αμερικανικό όνειρο» είναι για λίγους, ενώ οι πολλοί ζουν και θα ζουν το «αμερικανικό δράμα»: χωρίς καθόλου ή με χαμηλά εισοδήματα, χωρίς ή με χαμηλής ποιότητας κατοικία, χωρίς κοινωνικό δίχτυ προστασίας (όπως π.χ. είναι οι δωρεάν υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, που απολάμβαναν για πολλές δεκαετίες οι πολίτες στις σοσιαλδημοκρατίες κυρίως των σκανδιναβικών χωρών, που σήμερα βρίσκονται υπό διωγμό), αλλά με ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες, σε ένα περιβάλλον που επιδεινώνει την ποιότητα ζωής και πολλά άλλα που τελικά υποσκάπτουν την πραγματική ευημερία.
- η κρίση δεν είναι «ευκαιρία» για προσωπικές λύσεις εναντίον του κοινωνικού συνόλου, αλλά ευκαιρία για περισσότερο συλλογική δράση, προσφορά και αλληλεγγύη. Χρειάζεται ένταση των προσπαθειών και όχι «ωχαδερφισμός».
Για τις λύσεις αυτές πρέπει να πεισθούμε οι πολίτες και να τις απαιτήσουμε.
* Ο Γιάννης Σπιλάνης είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου.