«Η ΓΕΝΝΗCΙC TOY ΧΥ», μεγαλογράμματη βυζαντινή κόκκινη επιγραφή στην πάνω δεξιά γωνία, σε χρυσό κάμπο-φόντο είναι η μεταβυζαντινή εικόνα στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο του Ναού Αγίου Θεράποντα, ιστορημένη το 18o αιώνα πάνω σε ξύλο, από άγνωστο ζωγράφο, με ύφος 36, πλάτος 21,5 και πάχος 2 εκατοστά. Προέρχεται από τον ιερό ναό Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων.
Η «Γέννηση» είναι σκηνή από το Δωδεκάορτο, από τις δώδεκα μεγάλες δεσποτικές γιορτές, που αποτελούν την έκφραση του δόγματος, του χριστιανικού ορθόδοξου θρησκεύματος. Οι άλλες μεγάλες γιορτές του Δωδεκάορτου είναι: ο Ευαγγελισμός, η Υπαπαντή, η Βάφτιση, η Ανάσταση του Λαζάρου, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Σταύρωση, η εις Άδου κάθοδος (η Ανάσταση στους Βυζαντινούς), η Ανάληψη, η Πεντηκοστή και η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Πυραμιδοειδής λαϊκή σύνθεση, με στοιχεία και ρυθμό βυζαντινής ζωγραφικής, με ποικιλία σε χρώματα, που δίνει ζωή και κίνηση. Στο ευαγγέλιο που έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς διαβάζουμε (μετάφραση): «Και ενώ ήταν εκεί (στη Βηθλεέμ) συμπληρώθηκαν οι μέρες για να γεννήσει· και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο, και τον σπαργάνωσε-φάσκιωσε, και τον ξάπλωσε στη φάτνη, γιατί δεν ήταν τόπος γι’ αυτούς στο γιατάκι, στο κονάκι. Και βοσκοί ήταν στο ίδιο μέρος ξενυχτόντες στα χωράφια και κάνανε νυχτοφυλακές στο κοπάδι τους. Και να άγγελος Κυρίου ξαφνικά φάνηκε σ’ αυτούς, και δόξα Κυρίου (ουράνιο τόξο) έλαμψε γύρω τους, και φοβήθηκαν φόβο μεγάλο. Και είπε σ’ αυτούς ο άγγελος· μη φοβάσθε· γιατί να ευαγγελίζομαι, φέρνω καλή αγγελία, σ’ εσάς χαρά μεγάλη, που θα είναι για όλο το λαό, γιατί σήμερα γεννήθηκε σ’ εσάς, στην πόλη Δαβίδ, σωτήρας, που είναι Χριστός ο Κύριος. Κι αυτό (θα είναι) το σημάδι σ’ εσάς· θα βρείτε βρέφος σπαργανωμένο, ξαπλωμένο στη φάτνη. Και ξαφνικά μαζί με τον άγγελο φάνηκε μεγάλη ουράνια στρατιά, που υμνούσαν τον Θεό κι έλεγαν δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν άνθρωποις ευδοκία.» (κεφ. β΄, 6-14)
Στο κέντρο της εικόνας η Παναγία γονατιστή με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος και το κεφάλι με κλίση προς τα κάτω προσεύχεται κι ευχαριστεί που γέννησε. Φορά γαλάζιο χιτώνα και κόκκινο ριχτό ωμοφόρι-μαφόρι με χρυσοκοντυλιές, και κεκρύφαλο εσθήτα, γεμενί-κεφαλοπάνι. Κόσμημα στους ώμους και κεκρύφαλο αστεράκια, που σημαίνει «αειπάρθενος». Γύρω στο κεφάλι φωτοστέφανο (αγιότητα) και κόκκινο βυζαντινό μεγαλομονόγραμμα ΜΗΡ. ΘΥ. Γονατιστή η Θεοτόκος έξω από το σκοτεινό κωνικό σπήλαιο, που ζωγραφίζεται μικρό για να χωρέσει η χτιστή φάτνη και τα μισά από τα δυο ζώα. Στην ορθογώνια φάτνη το θείο βρέφος σπαργανωμένο-φασκιωμένο. Το ζεσταίνουν με τα χνώτα τους το ρόδινο βόδι και ο άσπρος γαϊδουράκος, που βλέπουν προς τον Χριστό. Από γκρίζο ημικύκλιο με κόκκινες ραβδώσεις, στη μέση από ψηλά, πέφτει ο αστέρας, με ακτίνα μεγάλη που φτάνει ως το κεφάλι του βρέφους.
Όλο το βυζαντινό βραχώδες τοπίο, τρίκορφο με καφετιές γραμμές παράλληλες, καμπυλωτές, διαγράφουν τις πλαγιές του. Σχηματοποιημένα πράσινα χορταράκια τετράκλωνα ξεφυτρώνουν σ’ όλο το τοπίο. Κάτω στην αριστερή γωνιά ο «ΙΩCΙΦ» (κόκκινο βυζαντινολαϊκό μεγαλόγραμμα πάνω από το φωτοστέφανό του) κάθεται σε βράχο, γυμνοπόδαρος, με το δεξί χέρι στο γόνατο και τ’ αριστερό στο μάγουλο, ασπρογένης κι ασπρομάλλης, βλέπει συλλογισμένος κι αφηρημένος, βλεψιά ερωτηματική. Φορά γαλάζιο χιτώνα και πράσινο ιμάτιο-φόρεμα. Μπροστά του στέκεται βοσκός με την άσπρη τρίχινη κάπα του, ακουμπισμένος στην γκλίτσα του. Ασπρογένης, με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά του, και μπότες στα πόδια του, κοιτάζει τον Ιωσήφ.
Απέναντι, στην κάτω δεξιά γωνία της εικόνας, το λουτρό για το βρέφος. Η ομορφοστολισμένη μαμή καθιστή, έχε στα γόνατά της γυμνό το βρέφος. Με το δεξί χέρι δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού, που χύνεται από τη Σαλώμη από κανάτα σε ψηλή λεκάνη στρογγυλή. Ντυμένες κοντομάνικα φορέματα, στολισμένα γύρω στο λαιμό και στα μανίκια. Η μαμή με πράσινο χιτώνα και ρόδινο ιμάτιο, η Σαλώμη με ανοιχτό κόκκινο φόρεμα, με πτυχώσεις-πιέτες. Τα καστανά μαλλιά τους καταλήγουν σε πλεξούδα.
Πάνω, στη γωνία αριστερά, τρεις χρυσοστολισμένοι με φτερούγες στους ώμους άγγελοι, με φωτοστέφανα, τα χέρια τους σε δέηση, από τη μέση και. πάνω σε βαθυγάλαζα σύννεφα. Από κάτω οι τρεις μάγοι καβαλάρηδες στ’ άλογά τους. Χρυσοντυμένοι με κορώνες στα κεφάλια, με τα χέρια ψηλά δείχνουν τον αστέρα. Πρώτος ο ασπρογένης πάνω σε μαύρο άλογο. Ακολουθούν οι άλλοι δυο νέοι καβαλάρηδες, ο ένας σε ρόδινο άλογο κι ο δεύτερος σε άσπρο, με καστανόχρωμα μαλλιά. Είναι ο Γάσπαρ, ο Βαλτάσαρ κι ο Μελχιώρ, οι τρεις μάγοι από την Ανατολή, που ήρθαν στη Βηθλεέμ με την οδήγηση του αστέρα, κι έφεραν στο Χριστό χρυσάφι, σύμβολο βασιλικής ιδιότητας, σμύρνα, θάνατος για τις αμαρτίες των άλλων, και λιβάνι, σύμβολο θείας λατρείας. Τα χάμουρα, χαλινάρια, γκέμια, καπιστράνες, κεφαλαριές, λαιμαναριές, μεσιές, περιγλούτια, πισινέλες με κόκκινα γραψίματα. Σ’ αυτά που έγραψε ο ευαγγελιστής Ματθαίος διαβάζουμε (μετάφραση): «Τότε ο Ηρώδης αφού κάλεσε κρυφά τους μάγους εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρόν για το φαινόμενο του αστέρα, και στέλνοντάς τους στη Βηθλεέμ είπε· πηγαίνετε, ακριβώς εξετάσετε για το παιδί, αφού το βρείτε, αγγείλατέ μου, για να έρθω κι εγώ να προσκυνήσω αυτό. Εκείνοι, αφού ακούσανε το βασιλιά, αναχώρησαν· και να ο αστέρας που είδαν στην ανατολή προπορευόταν από αυτούς, εωσότου ήρθε και στάθηκε πάνω όπου ήταν το παιδί. Βλέποντας τον αστέρα χάρηκαν χαρά μεγάλη σφόδρα, κι αφού ήρθαν στο σπίτι βρήκαν το παιδί με τη Μαρία, τη μητέρα του, και πέσανε προσκύνησαν αυτό, κι αφού άνοιξαν τους θησαυρούς τους προσέφεραν σ’ αυτό δώρα, χρυσό και λίβανο και σμύρνα· κι αποκαλύφτηκε από το Θεό στ’ όνειρό τους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη, με άλλο δρόμο αναχώρησαν στη χώρα τους.» (β΄, 7-12)
Στην άλλη γωνιά δεξιά, άγγελος με χρυσές φτερούγες, κόκκινο ιμάτιο με πτυχώσεις, φωτοστέφανο πετά σε γκριζογάλαζο τοπίο. Με το δεξί χέρι ευλογεί και τ’ αριστερό το ‘χει θέσει στο γόνατο. Φέρνει την καλή αγγελία σε βοσκό που στέκεται με την γκλίτσα του κι έχει σηκωμένο το αριστερό του χέρι προς τον άγγελο. Φορά σκούρο σκούφο, ρόδινο ιμάτι με πτυχώσεις, μαύρες μπότες. Μπροστά του χάμω διπλοπόδι ένα βοσκόπουλο με την γκλίτσα του σέρνει από το πόδι το αρνί που ξέκοψε από το κοπάδι. Φορά κόκκινο ιμάτιο με άσπρες πτυχώσεις. Πιο κάτω από το βοσκόπουλο μικρό κοπάδι με άσπρα πρόβατα, που ξεχωρίζουν οι πλάτες και μερικά τα κεφάλια και τα κέρατά τους. Η πολύ γραφική αυτή σύνθεση συμπληρώνεται μ’ ένα μαντρόσκυλο, καφόχρωμο με άσπρο λαιμονάρι, να γαυγίζει προς τους μάγους. Η εικόνα περιγράφεται μέσα σε πλατύ κόκκινο πλαίσιο.
«Η ΓΈΝΙCΗΣ ΤΟΥ ΧΥ», με κόκκινη μεγαλογράμματη, βυζαντινή επιγραφή, περιλαμβάνεται σε σύνθετη λαϊκή εικόνα που βρίσκεται στο μουσείο. Στην ίδια εικόνα «Η ΒΑΠΤΙCΗΣ ΤΟΥ ΧΥ». Στηθαίοι-μετωπικοί ως τη μέση από αριστερά οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ να βαστάνε μετάλλιο με ολόχρυση την προτομή του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Άσσου, η αγία Αικατερίνα και η αγία Βαρβάρα. Στην κάτω ζώνη είναι ζωγραφισμένοι ολόσωμοι, από αριστερά, οι άγιοι Στέφανος, Σάββας, Αντώνιος, Ευθύμιος και Ισίδωρος. Η εικόνα είναι του 18ου αιώνα και προέρχεται από τον ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου Τρίγωνα.
Σ’ όλη τη Λέσβο δεν υπάρχει εκκλησιά ή ξωκκλήσι που να είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Υπάρχουν όμως αξιόλογες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Στον μεσαιωνικό οικισμό Τζίθρα, κοντά στην Άντισσα, στη μονόχωρη εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, η «Γέννηση του Χριστού», του 1545, ζωγραφισμένη, με την παλαιολόγεια παράδοση της Κρητικής Σχολής. Στο μικρό μονόχωρο κεραμοσκεπή ναΐσκο του καθολικού της μονής Κοίμησης Θεοτόκου, στο Δαμάνδρι Πολυχνίτου, στο β΄ μισό του 16ου αιώνα, με την κρητική παράδοση. Στο καθολικό της μονής Εισόδια της Θεοτόκου Περιβολής, κοντά στην Άντισσα, στο ιερό βήμα η «Γέννηση», στο 16ο αιώνα. Στο ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στα Παπιανά Καλλονής, μέσα στο ιερό βήμα, στα 1600. Κτίτορας της εκκλησιάς ήταν ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Παΐσιος (1590 - 1603), και ζωγράφος ο ιερομόναχος Νικόλαος, χωρίς άλλα στοιχεία.
Με τη συχωρεμένη μάνα μου Έλλη πήγαμε στη Βηθλεέμ και προσκυνήσαμε στο Σπήλαιο της Γέννησης, που βρίσκεται κάτω από τρίκοχο ιερό βήμα, στην πεντάκλιτη βασιλική εκκλησιά. Το κτίσμα αυτό λογαριαζόταν ίδρυμα της αγίας Ελένης και το μοναδικό ακέραιο της Κωνσταντινείου εποχής. Όμως, ανασκαφές που έγιναν από Άγγλους το 1932 - ‘34, στο εσωτερικό του ναού, απέδειξαν ότι ο σημερινός δεν είναι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά ενιαίο κτίσμα της εποχής του Ιουστινιανού (6ος αι.) όπου χρησιμοποιήθηκαν ίσως μόνο οι κολώνες με τα κιονόκρανα και τα επιστύλια του αρχικού ναού. Στις ανασκαφές αποκαλύφτηκε κάτω από το δάπεδο του σημερινού ναού δεύτερο τέτοιο με μωσαϊκό εξαιρετικής τέχνης. Στο ιερό βήμα μέρη από οκταγωνικό κτίσμα, επίσης με μωσαϊκό δάπεδο, που περικύκλωνε αρχικά την κρύπτη του σπηλαίου, όπου κατεβήκαμε με σκάλες. Ανατολικά υπήρχε οκταγωνικό κτίσμα στρωμένο με μωσαϊκό, που περικύκλωνε το κυκλικό υπόγειο Σπήλαιο.
Στο «Προσκυνητάριον» του 1787, του Παναγίου Τάφου, διαβάζουμε για την Βηθλεέμ: «Προς μεσημβρίαν είναι και η χώρα Βηθλεέμ, και εν τω μέσω της Χώρας είναι το αγιώτατον σπήλαιον, ένθα εγεννήθη το κατά σάρκα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εκ της αειπαρθένου και ενδόξου Θεοτόκου Μαρίας· αυτή η Εκκλησία είναι μεγαλοπρετής, και θαυμασίας κατασκευής, έχουσα το μήκος ιχνάρια εκατόν ογδοήκοντα έξη, και το πλάτος εννενήκοντα, εν σχήματι σταυρού, μετά μολύβδου σκεπασμένη, και με στέγην ξύλινην εξαιρέτου οικοδομής, το έδαφος εστρωμένον με μάρμαρα λευκά και μεγάλα, είναι δε διηρημένη εις δύο, εις προαύλιον, και εις το καθολικόν· και το μεν προαύλιον έχει κατά σειράν κολώνας μαρμαρένιας τεσσαράκοντα έξη, και εις τα κολωνοκέφαλα έχει τας επτά συνόδους ιστορησμένας μετά μωσίου χρυσού· ... υποκάτωθεν ταύτης της αγίας τραπέζης, είναι το αγιώτατον σπήλαιον, με δύο προύντζιναις πόρταις, ... από τας οποίας καταβαίνοντες βαθμίδας δέκα πέντε, ευρίσκομεν τον τόπον όπου εγεννήθη ο Κύριος, και άνωθεν έχει αγίαν τράπεζαν των ορθοδόξων, και λειτουργείται καθ’ εκάστην ημέραν υπέρ πάσης ψυχής χριστιανών ορθοδόξων. Πλησίον τούτου, είναι και η αγία Φάτνη, εις την οποίαν, μετά το σπαργανωθήναι τον Κύριον ως βρέφος ανεκλήθη ... είναι δε το έδαφος του αγίου σπηλαίου, και τα τοίχη με μάρμαρα λευκότατα, και αναπέμπεται ευωδία ανεκλάλητος· κρέμανται δε και καντήλαις, εις μεν την αγίαν γέννησιν δέκα, αι έξη των Ορθοδόξων, και αι τέσσαρες των Φράγκων· εις δε την αγίαν Φάτνην έξη, και εις την μέσης κατασειράν καντήλαις δεκαέξη, και από δύο καντήλια εις κάθε πόρταν ... Κάτωθεν τούτου είναι ο οίκος, εν ω ελθόντες οι μάγοι επροσκύνησαν τον Κύριον, και επρόσφεραν αυτώ τα δώρα αυτών, χρυσόν, και λίβανον, και σμύρναν. Κατωτέρωθεν έως ήμισυ ώραν, είναι το χωρίον των ποιμένων, εκεί όπου οι ποιμένες εν τη ώρα της γεννήσεως ήκουσαν των Αγγέλων αινούντων τον θεόν, και λεγόντων, “δόξα εν υψίστοις θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία”· αυτού έχει και εκκλησίαν οπού εκκλησιάζονται οι ορθόδοξοι.»