Ο συμπατριώτης μας, εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, εκτός από τα παιδαγωγικά και δοκιμιακά βιβλία, έχει και ένα σημαντικό πεζογραφικό έργο. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και το νέο του μυθιστόρημα.
ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Στοχαστής
Αθήνα 2011, σελ. 123
Ο συμπατριώτης μας, εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, εκτός από τα παιδαγωγικά και δοκιμιακά βιβλία, έχει και ένα σημαντικό πεζογραφικό έργο με πέντε τίτλους από το 1999 μέχρι σήμερα. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και το νέο του μυθιστόρημα. Πρόκειται για μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα ανάμεσα σ’ ένα Ρωμιό και μιαν Εβραία με φόντο την Άρτα του Μεσοπολέμου, το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Άρτας και το μεταπολεμικό τοπίο της κατεστραμμένης από τους Ναζί Ελλάδας. Ο συγγραφέας τοποθετεί την έναρξη του μυθιστορήματος στην Άντισσα (είναι ο τόπος καταγωγής του Ιντζέμπελη). Διαβάζουμε στο πρώτο κεφάλαιο: «Το χωριό απλώνεται στα ριζά του λόφου. Από μακριά αντικρίζεις μικρά σπίτια κτισμένα με πέτρα, ντυμένα με κόκκινα κεραμίδια, που λάμπουνε στο φως του ήλιου. Απ’ το ψήλωμα του χωριού θωρείς τον κάμπο και συναντάς τη γραμμή της θάλασσας που εισχωρεί στα χωράφια του Γαβαθά και των Απάστρων. Οι παλιοί διηγούνται ότι η Άντισσα κτίστηκε πάνω στο βουνό, μακριά από την ακτή όπου είναι τα αρχαία ερείπια, εξαιτίας των επιδρομών των κουρσάρων…»
Στη συνέχεια ο ήρωας περνά στη Μυτιλήνη, από κει στον Πειραιά, για να καταλήξει στην Άρτα. Να πώς περιγράφει ο συγγραφέας την προπολεμική Μυτιλήνη:
«Πήραμε τον παραλιακό δρόμο της Μυτιλήνης που οδηγούσε στο χωριό Βαρειά, όπου θέλαμε να φτάσουμε. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης ήταν αμφιθεατρικά χτισμένο πάνω στο λόφο με θέα προς τη θάλασσα. Στο κέντρο του λόφου κυριαρχούσε ο τρούλος της εκκλησίας του Αγίου Θεράποντα. Πίσω από την παραλία υπήρχε ο δρόμος της κεντρικής αγοράς, με τα μαγαζιά που πουλούσαν λογιών λογιών καλούδια. Διασχίζοντας τα στενοσόκακα όπου οι ψαράδες, οι μανάβηδες κι οι έμποροι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ήρθε η μυρωδιά του καφέ, του ούζου και των μπαχαρικών, που ήταν αραδιασμένα πάνω στους πάγκους. Το στομάχι μας ζωήρεψε και άρχισε να ζητάει κάτι να φάει, στην τσέπη όμως δεν είχαμε φράγκο. Αρκεστήκαμε λοιπόν να ρωτήσουμε πώς θα φτάναμε στη Βαρειά, που ήταν λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Παρ’ όλο που ήμασταν κουρασμένοι, επιστρατεύσαμε το κουράγιο μας και συνεχίσαμε την πορεία μας προχωρώντας δίπλα από τα αρχοντικά όπου έμενα οι πλούσιοι, φτάνοντας έτσι στα όρια του χωριού Βίγλα, της Βαρειάς. Στον μικρό όρμο είδα έναν ψαρά που καλαφάτιζε μια βάρκα. Τον ρώτησα πού είναι το σπίτι του Δημήτρη Κεφαγιά κι εκείνος μας έδειξε τον αντικρινό δρόμο.»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης προσθέτει ένα σημαντικό κρίκο, όχι μόνο στο καθόλου έργο του, αλλά και στη σύγχρονη πεζογραφία μας, με ένα μυθιστόρημα που βρίσκεται στον αντίποδα της τρέχουσας παραγωγής μυθιστορημάτων.»