Την κεφαλήν αυτού «επί πινάκι»

01/07/2012 - 05:56
Ξημέρωσε πάλι η 29η Αυγούστου και πήραμε τον γνωστό δρόμο για τα Φλίππια, να μετάσχουμε στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Φήμες έλεγαν πως είχε ανοίξει γερός καβγάς, ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του ελαιοκτήματος όπου βρίσκεται το εξωκκλήσι,  και του ιερέα του Μεγαλοχωρίου.
Ξημέρωσε πάλι η 29η Αυγούστου και πήραμε τον γνωστό δρόμο για τα Φλίππια, να μετάσχουμε στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Φήμες έλεγαν πως είχε ανοίξει γερός καβγάς, ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του ελαιοκτήματος όπου βρίσκεται το εξωκκλήσι, Παναγιώτη Μαλαμά, και του ιερέα του Μεγαλοχωρίου, παπά-Δημήτρη. Ενός νεαρού που διαβάζοντας το Ευαγγέλιο της ημέρας, ήθελε την κεφαλή του Ιωάννου «επί πινάκι» και την κόρη της Ηρωδιάδας «κορασίον», όχι από στιγμιαίο λάθος, αλλά από άγνοια της γλώσσας του Ευαγγελίου.
Αιτία η επιμονή του παπά να διενεργήσει δημοπρασία για την εκμετάλλευση του καφενείου της μιας ημέρας, σε αντίθεση με την παγίως κρατούσα συνήθεια, να επιλέγει τον καφετζή ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Με τα έσοδα πάντα υπέρ του ταμείου του εξωκκλησιού κι όχι με την γενική ρήτρα «υπέρ της εκκλησίας», που σημαίνει ότι τα πάσης φύσεως χρηματικά ποσά, διαχειρίζεται ο παπάς της ενορίας, στην οποία ανήκει το εξωκκλήσι, με τους επιτρόπους της.
Τα πράγματα φαίνονταν ήσυχα το πρωί, μετά από ολονύχτιο γλέντι που υποχρέωσε τους μουσικούς και τους καφετζήδες να κοιμούνται και μια συνάντηση με τον παπά-Μανώλη, Μεγαλοχωριανό, ιερέα στην Ιερισσό, έδειχνε πως τα πράγματα θα κυλήσουν ήρεμα. Αυτή η συνάντηση δεν μου επέτρεψε να δω από την πρώτη στιγμή και το ανοσιούργημα που είχε συντελεσθεί στην πόρτα της εκκλησίας, που αντικαταστάθηκε με αλουμινοκατασκευή άθλιας αισθητικής, εντελώς ασύμβατης με τον χώρο.
Προχώρησε η λειτουργία, της οποίας τον γλυκύτατο τόνο έδωσε η παρουσία του παπά-Μανώλη, έγινε και το καθιερωμένο κήρυγμα από τον Μανώλη Μελινό, ψάλθηκαν τα μνημόσυνα, μοιράστηκαν ο άρτος και τα κόλλυβα.
Οπότε ο παπάς έβαλε τη φωτιά. Απευθυνόμενος στους πανηγυριστές, κατά συντριπτική πλειοψηφία Παλαιοχωριανούς, που θεωρούν και τιμούν το πανηγύρι ως δικό τους, επανέλαβε την άποψή του, ότι η λειτουργία του καφενείου πρέπει να γίνεται με δημοπρασία, την οποία να διενεργεί ο ίδιος. Κι εκεί έγινε η έκρηξη. Όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, του είπαν ένα βροντερό «όχι», με διάφορες αιχμές και υπονοούμενα. «Γιατί ο Άγιος, μέχρι χθες ήταν ακαθάριστος», «γιατί δεν είχε λάδι για τα καντήλια του, όταν στο περσινό πανηγύρι, μαζεύτηκαν τρεις τενεκέδες, από τις προσφορές των πανηγυριστών», «γιατί δεν έφτασαν τα 700 ευρώ του εράνου για μια πόρτα αλουμινένια», «πού πάνε τα λεφτά του δίσκου». Και πολλά άλλα, που δεν γράφονται. 200 άνθρωποι απ’ τη μια, ένας παπάς από την άλλη, που διεκδικούσε «επί πινάκι», την διαχείριση των εσόδων του εξωκκλησιού, που περισσότερο από έναν αιώνα, αποτελεί μέρος της καρδιάς τους.
Κι όταν τα πράγματα έφτασαν σε αδιέξοδο, όταν δεν λύγιζε κανένας και δεν προσχωρούσε στην πλευρά του παπά, είπε ο άνθρωπος την μεγάλη κουβέντα. «Του χρόνου δεν θα έρθω να λειτουργήσω». Κι ήρθε μυριόστομη η απάντηση «του περιεστώτος λαού», «θα βρούμε άλλον, μη στεναχωριέσαι».
Δεν φάνηκε να στεναχωριέται ο παπάς, ίσως με την σιγουριά ότι ο θεός είναι με το μέρος του και θα βρεθεί η λύση που θα τον βολεύει κι έφυγε με φουσκωμένο τον τορβά και τις εισπράξεις του δίσκου, που μετρημένες, αμέτρητες, ποιος ξέρει, του παρέδωσε ο επί του παγκαρίου εντεταλμένος.
Κι αφού κάπως ηρέμησαν τα πράγματα, ένας νεαρός φώναξε στον ιδιοκτήτη. «Σωθήρι δεν είναι το κτήμα; Βάλε ένα λουκέτο, να μην μπορέσει να περάσει κανένας και θα κάνουμε το πανηγύρι μόνοι μας».
Ήταν μια υγιής αντίδραση του κόσμου. Που οι κάθε λογής εξουσίες, θέλουν να του πάρουν το έχει του. Να το διαχειριστούν για το καλό του. Να το φτιάξουν και να το φορμάρουν όπως θέλουν αυτές. Γιατί δυστυχώς στον τόπο μας, οι παπάδες αποτελούν εξουσία και μάλιστα σκληρή, γιατί είναι ανέλεγκτη. Και πάλι δυστυχώς, όχι οι παπάδες που διαθέτουν κοινωνική ευαισθησία, ουσιαστική μόρφωση και αισθητική, αλλά αυτοί που δεν έχουν κανένα εφόδιο παρά μόνο τις απειλές για αιώνια τιμωρία, στην, όπως την φαντάζονται και την επαγγέλλονται, μεταθανάτια ζωή.
Και επειδή η κατηγορία αυτή των παπάδων, των αποκομμένων από την καθημερινή ζωή, τις εξελίξεις της, την κουλτούρα της, την αισθητική της, θεωρεί ωραίο και θεάρεστο κάθε τι μεγάλο, πομπώδες, γυαλιστερό και απαστράπτον, έχει βάλει στο μυαλό της να ανακατασκευάσει όλους τις εκκλησιές σε βυζαντινού ρυθμού κτίσματα, να τις στολίζει με αμφιβόλου αισθητικής εικονογραφήσεις και πολυελαίους, να μετατρέψει τα εξωκκλήσια σε καθεδρικούς ναούς και κυρίως να τα κλειδώσει, για να διατρανώσει παντί τρόπω την επ’ αυτών επικυριαρχία της.
Τα εξωκκλήσια της ελληνικής παράδοσης και της λαογραφίας, για τα οποία έχουν γραφτεί εκατοντάδες λογοτεχνικές σελίδες, και αποτελούν ένα από τα πιο συνεκτικά στοιχεία της ορθόδοξης συνέχειας, επιδιώκουν να τα περιχαρακώσουν, να τα μαντρώσουν, να τα διαχειρίζονται αποκλειστικά αυτοί. Όπως έγινε πρόσφατα με το γραφικότατο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που αφού ανακατασκευάσθηκε, όπως ανακατασκευάσθηκε, σιωπουσών όλων των αρχών, εξοπλίσθηκε με πολυελαίους και προβολείς και κλειδώθηκε, για να ανοίγει όποτε οι βουλές της εξουσίας που προαναφέραμε, ευδοκήσουν.
Και τα κάνουν αυτά επειδή, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς, ουδέποτε κατανόησαν την ευχή που αναπέμπουν, στο τέλος της λειτουργίας «Αγίασον τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου», αφού ως ευπρέπεια αντιλαμβάνονται την μεγαλαυχία, την κομπορρημοσύνη, την καυχησιολογία, εκτροπές που όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι της εκκλησίας, επέκριναν σκληρά, γι’ αυτό και διώχθηκαν από τις τότε εξουσίες, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey