Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας δε θα μπορούσαν να αποφύγουν την κρίση που μαστίζει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Πόσο μάλλον όταν το ελληνικό επικοινωνιακό πεδίο έχει δομηθεί πάνω σε μια σαθρή βάση.
Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας δε θα μπορούσαν να αποφύγουν την κρίση που μαστίζει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Πόσο μάλλον όταν το ελληνικό επικοινωνιακό πεδίο έχει δομηθεί πάνω σε μια σαθρή βάση και παράλληλα φιλοξενεί ένα πλήθος Μ.Μ.Ε., είτε έντυπων είτε ηλεκτρονικών, σε μια αποδεδειγμένα μικρή σε μέγεθος αγορά, με περιορισμένες δυνατότητες και περιορισμένες προοπτικές.
Στη χώρα μας, τα τελευταία είκοσι χρόνια, τρεις παράγοντες σε συνδυασμό μεταξύ τους έχουν συνεισφέρει σε αυτό που χαρακτηρίζεται ως η πιο «ανταγωνιστική περίοδος» στην ιστορία των ελληνικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Πρώτον, η θεαματική πτώση των πωλήσεων των εφημερίδων σε όλες τις κατηγορίες, αλλά κυρίως των ημερήσιων πολιτικών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλευση των ηλεκτρονικών ιδιωτικών Μέσων και εν μέρει στην αδυναμία του Τύπου να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα στο πεδίο.
Δεύτερον, η παντελής έλλειψη εποπτείας του ραδιοτηλεοπτικού συστήματος, αφού και το πιο βασικό του στοιχείο, δηλαδή οι άδειες, παραμένουν σε ένα καθεστώς διαρκούς εκκρεμότητας.
Τρίτον, οι σημαντικοί περιορισμοί στους προϋπολογισμούς των Μ.Μ.Ε., που σε σημαντικό βαθμό οφείλονται στην οικονομική ύφεση και στην ατονία της διαφημιστικής δαπάνης και κυρίως στο γεγονός ότι η κύρια χρηματοδότησή τους, είτε πρόκειται για έντυπα είτε για ηλεκτρονικά μέσα ή ακόμη και συνδρομητικά, είναι η διαφήμιση. Αποτέλεσμα αυτών είναι, τόσο στον Τύπο όσο και στη ραδιοφωνία και τηλεόραση, οι φορείς τους να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον στο οποίο η εποχή των «παχιών αγελάδων» έχει παρέλθει οριστικά και ο ανταγωνισμός έχει γίνει ανελέητος σε όλα τα επίπεδα του προσφερόμενου επικοινωνιακού προϊόντος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτή η κατάσταση επίσης οφείλεται αφενός στην έλλειψη στρατηγικής στο επικοινωνιακό πεδίο της χώρας και αφετέρου στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών που δρουν στο τηλεοπτικό πεδίο και κατ’ επέκταση στο επικοινωνιακό πεδίο συνήθιζε (ακόμη το κάνει) να χρησιμοποιεί τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και ενημέρωσης κυρίως ως εργαλεία για τις άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητές της, μετατρέποντας το παραδοσιακό «ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα γράφω» στο μετανεωτερικό «ή δημόσιο έργο μού δίνεις ή κανάλι στήνω». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει μακροπρόθεσμη ούτε καν μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την πορεία του πεδίου. Αντίθετα, όπως καταδεικνύει η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών, τα περισσότερα κανάλια λειτουργούν μέσα από την προοπτική των μικροσυμφερόντων και οι εργαζόμενοι στο χώρο αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης σε καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας.
Στην πράξη, η εμπειρία των δύο τελευταίων δεκαετιών συνιστά ότι δε χρειαζόμαστε νέους νόμους, χρειαζόμαστε λίγους νόμους, ένα χαλαρό δηλαδή θεσμικό πλαίσιο, που να επιτρέπει επενδύσεις, αλλά και να εφαρμόζεται. Δε χρειάζεται η εκάστοτε πολιτική εξουσία να αναμασά και να παίζει με το «εύρημα» του 1998 περί «των νομίμων λειτουργούντων σταθμών» επειδή έχουν υποβάλει αίτηση αδειοδότησης, κι όταν τείνει να απονείμει τις άδειες να προκηρύσσονται εκλογές. Δε χρειάζεται οι εκδότες να επενδύουν μόνο στα δώρα, αλλά και να στρέφουν την προσοχή τους στο περιεχόμενο και στην προσέλκυση του νεανικού κοινού.
Βέβαια, η πάλαι ποτέ «τρελή αυξητική πορεία» της διαφημιστικής δαπάνης αποτελεί πια ένα «νοσταλγικό παρελθόν», προκαλώντας πονοκέφαλο (και βεβαίως γκρίνιες και απολύσεις) στους ιθύνοντες των σταθμών. Καθώς δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, οι προϋπολογισμοί θα είναι απελπιστικά «σφικτοί», με προφανώς αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά την ποιότητα του προσφερόμενου περιεχομένου.
Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι τόσο επισφαλής όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο. Είναι όμως γεγονός ότι έχουμε εισέλθει στη φάση της «μεγάλης συρρίκνωσης» των παραδοσιακών Μ.Μ.Ε., εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφώνων. Σε σύγκριση με τα άλλα Μέσα, η τηλεόραση θα βρεθεί σε καλύτερη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα κλείσουν ή δε θα συγχωνευτούν τηλεοπτικά κανάλια ή κάποια ενδεχομένως να μετατραπούν σε συνδρομητικά. Θα επιβιώσουν τρεις - τέσσερις εφημερίδες μόνο και καμμιά δεκαριά ραδιόφωνα, που θα προσανατολιστούν σε ένα μείγμα ενημερωτικού το πρωί και μουσικού περιεχομένου το απόγευμα, με «πολλή κουβέντα» με τους ακροατές.
Οι σύγχρονες συνθήκες επιβάλλουν τη χάραξη μιας οραματικής και ταυτόχρονα συνεκτικής δημόσιας πολιτικής στο επικοινωνιακό πεδίο. Ας αφήσουμε πίσω το «αμαρτωλό» και στην πράξη τραγικό αναλογικό μας παρελθόν και ας εστιάσουμε επιτέλους στο ψηφιακό μας μέλλον.
Όμως, χρόνο με το χρόνο καθίσταται εμφανές ότι χρειαζόμαστε και στο χώρο της μαζικής επικοινωνίας ηγέτες με όραμα για το μέλλον του πεδίου, ανθρώπους που να αγαπούν τα μέσα επικοινωνίας, δημοσιογράφους που να σέβονται τον εαυτό τους και το επάγγελμά τους, διαφημιστές που να τους ενδιαφέρει και η αισθητική των διαφημίσεών τους και του περιβάλλοντος που τις τοποθετούν κι αναλυτές και μελετητές των Μέσων που ερευνούν τα Μ.Μ.Ε. για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν ένα πολύ σύνθετο φαινόμενο κι όχι τους γνωστούς αετονύχηδες των τηλεοπτικών κι άλλων παραθύρων.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Καθημερινή», 14/12/2010.)
* Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών.