Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολύ καιρό να δω καλικάντζαρους. Από την εποχή που μας έκαναν ακόμη προσωπικές επισκέψεις, την περίοδο του Δωδεκάμερου, που τελειώνει με τον αγιασμό των υδάτων, έχω κρατήσει μια πολύ φευγαλέα μνήμη από την εμφάνισή τους.
Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολύ καιρό να δω καλικάντζαρους.
Από την εποχή που μας έκαναν ακόμη προσωπικές επισκέψεις, την περίοδο του Δωδεκάμερου, που τελειώνει με τον αγιασμό των υδάτων, έχω κρατήσει μια πολύ φευγαλέα μνήμη από την εμφάνισή τους. Δεν μπορώ να πω ότι έμοιαζαν με τις εικόνες που τους έδειχναν σαν τα μάλλον αστεία κι άταχτα διαβολάκια που έβλεπα στις γελοιογραφίες των εφημερίδων, οι οποίες κυκλοφορούσαν στο σπίτι.
Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να έμοιαζαν μάλλον με σκιές, που έτρεχαν να κρυφτούν μόλις καταλάβαιναν ότι τις πλησίαζα όλο λαχτάρα για να δω επιτέλους ποια και πώς ήταν αυτά τα πλάσματα, με τα οποία κάναμε τις ίδιες αταξίες. Και αυτό διότι, πρέπει εδώ να υπογραμμίσω το γεγονός ότι την εποχή του Δωδεκάμερου οι ενήλικες γυναίκες του σπιτιού μάζευαν οτιδήποτε φαγώσιμο κυκλοφορούσε ελεύθερο και έκλειναν με μεγάλη προσοχή τα ντουλάπια, για να μη βρουν οι καλικάντζαροι τα τρόφιμα και τα γλυκά και τα καταβροχθίσουν ή τα μαγαρίσουν, μια και τα στοιχειά αυτά είχαν την κακή συνήθεια να μην αρκούνται σε όσα έκλεβαν, αλλά να καταστρέφουν και τα υπόλοιπα.
Αυτή η ιστορία του κλειδώματος με έκανε να έχω για λογαριασμό τους μια ανομολόγητη συμπάθεια ή τουλάχιστον συνενοχή. Διότι θα πρέπει εδώ να πω ότι η γιαγιά μου έκλεινε κάποια ντουλάπια, όχι μόνον τις μέρες των γιορτών αλλά και τις υπόλοιπες, και ιδίως αυτά που είχαν γλυκά. Και αυτό διότι είχε αντιληφθεί ότι τα μόνιμα καλικαντζαράκια του σπιτιού, δηλαδή εμείς τα παιδιά, σκαρφιζόμασταν χίλια κόλπα για να ανοίξουμε το ντουλάπι και να κλέψουμε το γλυκό κυδώνι που λατρεύαμε και που εκείνη φύλαγε ως κόρην οφθαλμού για τους ξένους που πολύ αραιά μας επισκέπτονταν. Εδώ, όμως, τελείωναν και οι αναλογίες μας με τους καλικάντζαρους, καθώς εμείς, ύστερα από κάθε νέα κλοπή, προσπαθούσαμε να σβήσουμε με θαυμαστή επιμέλεια τα ίχνη και το πετυχαίναμε σε τέτοιο βαθμό που μια φορά πήγε η καημένη να φιλέψει τον κύριο και την κυρία τάδε με ένα αδειανό κουτί, που το είχαμε έτσι μακιγιάρει που να μοιάζει γεμάτο γλυκό κουταλιού.
Η συγκατοίκησή μας και το κρυφτό που παίζαμε με τους καλικάντζαρους τέλειωνε πάντως πολύ γρήγορα. Την ημέρα των Φώτων μαζί με τα κάλαντα, που ακούγαμε αξημέρωτα, γνωρίζαμε ότι θα συνέβαινε το δραματικό γεγονός. Τα καημένα τα καλικαντζαράκια το έβαζαν στα πόδια, τραγουδώντας τα δικά τους λυπητερά κάλαντα που ήταν κάπως σαν «Φεύγετε να φεύγουμε κι έρχεται ο πάπαρδος με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του.» Δε θυμάμαι αν το τραγουδούσαν ακριβώς έτσι, γεγονός όμως είναι ότι στο τέλος πήδαγαν στη θάλασσα, όχι για να πιάσουν το σταυρό αλλά για να κατέβουν στον πάτο της.
Έκτοτε πληροφορούμαι ότι μάλλον δεν υπάρχουν καλικάντζαροι. Και διάφοροι σοβαροί μυθολόγοι, εθνολόγοι και λοιποί λόγιοι μας πληροφορούν ότι οι μέρες του Δωδεκάμερου, που συγγενεύουν βαθιά με το καρναβάλι, συμβολίζουν μια πρόσκαιρη ριζική ανατροπή της δεδομένης τάξης του κόσμου, που θα τον φέρει το επάνω κάτω, θα τον καθαρίσει από τις αμαρτίες και θα ξαναδώσει στους ανθρώπους την αναγκαία γαλήνη και ψυχική αρμονία που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν τους άλλους καλικάντζαρους, αυτούς που φορούν μάσκα ανθρώπου και που μας περιμένουν πίσω από γραφεία, ταμεία ή στην επόμενη γωνιά του δρόμου.
Όλα αυτά καλά, μονάχα αναρωτιέμαι: τι ριζική ανατροπή και τι κάθαρση μπορεί πια να έρθει σε έναν κόσμο που είναι μονίμως αναποδογυρισμένος και όπου, αν δεν πεις ότι το άσπρο είναι μαύρο, θα σε πάρουν για τρελό; Και τι λουκέτο να βρεις για να κρύψεις τα γλυκά σου ή το μισθό σου, όταν οι καλικάντζαροι τα έχουν σηκώσει και φορτώσει στο σακκούλι τους, γιατί την αγιαστούρα δεν τη φοβούνται και τη μαγκούρα την κρατούν στο χέρι οι ίδιοι; Ίσως στον κόσμο αυτό των νεο-καλικάντζαρων το να προσπαθείς να υπάρχεις κανονικά είναι επανάσταση.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 5/1/2010.)