Βρυσά, Βρυσσά, Βρησά, Βρησσά, Βρίσα (Τσέλεκας,1982) είναι παραλλαγές της ονομασίας του οικισμού της αρχαίας Βρίσας (ή Βρήσας, όπως προκύπτει από την επιγραφή σε αρχαία πλάκα για το «Βρησαγενή Διόνυσο»).
ΑΡΘΡΟ
Βρυσά, Βρυσσά, Βρησά, Βρησσά, Βρίσα (Τσέλεκας,1982) είναι παραλλαγές της ονομασίας του οικισμού της αρχαίας Βρίσας (ή Βρήσας, όπως προκύπτει από την επιγραφή σε αρχαία πλάκα για το «Βρησαγενή Διόνυσο»). Του οικισμού, που πήρε το όνομά του, κατά μια εκδοχή, από την αρχαιοελληνική νύμφη Βρίσα, η οποία ανέθρεψε το Διόνυσο. Ο διαχρονικός και με αρχαίες ρίζες αυτός τόπος, είτε στην παλαιότερη παραθαλάσσια θέση του είτε στη σημερινή του 2,5 χλμ. προς το εσωτερικό της νήσου, προικίστηκε από τις διεργασίες της φύσεως με την εκπληκτικής ποιότητας παραλία των Βατερών, με όνομα το οποίο προέκυψε, κατά πάσα πιθανότητα, από τα πολλά αυτοφυή βάτα στην περιοχή.
Η παραλία των Βατερών είναι η μακρύτερη της Λέσβου και μία από τις μεγαλυτέρου μήκους παραλίες λουομένων στην Ελλάδα χωρίς διακοπή στη συνέχειά της (όπως βραχώδης έξαρση, κόλπωση, κτίσματα ή άλλο). Διαμορφώθηκε από συσσωρεύσεις ιζήματος θαλάσσιας και επίγειας προελεύσεως, αποτεθέν μεταξύ του βράχου της Τρυπητής στα ανατολικά, όπου εκβάλλει ο ποταμός Βούρκος, και του βραχώδους ακρωτηρίου Αγ. Φωκάς στα δυτικά, προ του οποίου βρίσκεται η κοινή εκβολή του Αλμυροποτάμου και του Ψαμμοδύτη. Η απόσταση μεταξύ των δύο εκβολών είναι περίπου 7,5 χλμ.. Το εύρος αποθέσεως ιζήματος στην επάκτια ζώνη είναι εξαιρετικώς μεγάλο, 10 έως 25 μέτρα. Στο ανατολικό άκρο της, όμως, σήμερα σημειώνεται καταστροφική απομάκρυνση ιζήματος, με αποτέλεσμα να έχει εμφανισθεί ο υποκείμενος ακτόλιθος.
Η παραλία ή τμήμα της κατοικείτο από την αρχαιότητα έως και τους βυζαντινούς χρόνους. Στο ακρωτήριο Αγ. Φωκάς υπήρχε οικισμός, μάλλον η αρχαία Βρίσα, λιμενίσκος και λατρευτικός χώρος του Διονύσου, ιδρυθείς, κατά τον Ανδροτίονα, από το Μάκαρα. Είναι αξιοσημείωτη η διαχρονική λατρεία του Διονύσου με τον οίνο στο δυτικό αυτό άκρο της παραλίας, όπως τεκμηριώνεται από την καλλιέργεια εκεί μέχρι σχετικώς προσφάτως της αμπέλου. Αργότερα η Βρίσα μάλλον μετατοπίστηκε ανατολικότερα, προς τον Αλμυροπόταμο (Ψαριανός, 2009). Η παραλία εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους κατά τον 9ο ή 10ο αιώνα, πιθανόν λόγω πειρατικών επιδρομών. Επί πολλούς αιώνες παρέμεινε έρημη και ακαλλιέργητη, οπότε και καλύφθηκε από άγρια βλάστηση, στην ανάπτυξη της οποίας συνέβαλαν και οι μεγάλες παροχές όμβριων υδάτων, απορρεόντων ελευθέρως προς την παραλία. Σήμερα, οι πυρκαγιές και η δόμηση έχουν μειώσει σημαντικώς τη χλωρίδα με πευκοδάσος στο ανατολικό άκρο, αλμυρίκια κατά μήκος της και ελαιόδενδρα στο δυτικό άκρο.
Το πρώτο σύγχρονο κτίσμα ανεγέρθηκε στη δεκαετία 1860 από την Κοινότητα Βρίσας ως αποθήκη και φούρνος. Από τις αρχές του 20ού αιώνα σταδιακώς κατασκευάστηκαν ορισμένα κτίσματα, μεταξύ των οποίων σημαντικό ήταν το Τελωνοσταθμαρχείο Βατερών. Λειτούργησε από τα τέλη της δεκαετίας 1920 έως το 1957, ανήκε διοικητικώς στο Τελωνείο Πλωμαρίου και είχε ως αποστολή να βεβαιώνει «…πάσα φόρτωση και εκφόρτωση…» (Σταυρινός, 2009), το οποίο υποδηλώνει ότι διεκινούντο προϊόντα από την παραλία. Μέχρι τη δεκαετία 1970 πολύ ολίγα ήταν τα κτίσματα σε όλο το μήκος της, κυρίως στο δυτικό της τμήμα.
Από τότε έως σήμερα αυξήθηκε ο αριθμός τους στον κεντρικό της τομέα, ένθεν κακείθεν της απολήξεως της οδού από Πολιχνίτο, και στο δυτικό της τμήμα. Το ανατολικό τμήμα παραμένει μέχρι σήμερα παρθένο. Οι κάτοικοι της περιοχής πιστώνονται με δυο επιτεύγματα, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, στη δόμηση επί της παραλιακής οδού: πρώτον το σχεδόν πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως με χαμηλά κτήρια και δεύτερον την ανέγερση κτισμάτων στη μία μόνο πλευρά της οδού. Επέτυχαν να παραμένει απρόσκοπτη η θέα και η προσπέλαση στη θάλασσα. Κατέστησαν την παραλιακή οδό ζωτικό τμήμα της επάκτιας ζώνης, όπως θα πρέπει να είναι.
Ο γεωλογικός σχηματισμός των Βατερών αποτελείται από μια ακολουθία μεγάλου πάχους και αποθέσεις ηλικίας από το ανώτερο Μειόκαινο έως το Κατώτερο Πλειστόκαινο, με δυο διαφορετικά περιβάλλοντα, το κατώτερο λιμναίο και το ανώτερο αλλουβιακό ριπίδιο. Οι αλλουβιακές αποθέσεις περιέχουν μία πλουσιοτάτη πανίδα, η σύνθεση της οποίας αποδεικνύει ότι η Λέσβος αποτελούσε ένα τμήμα της ηπειρωτικής χώρας και περιελάμβανε στοιχεία τόσο της ασιατικής, όσο και της ευρωπαϊκής ηπείρου (Ταξείδης, 2011).
Όσον αφορά την απασχόληση των κατοίκων της, η έλλειψη ασφαλούς περιοχής ελλιμενισμού σε όλο το μήκος της ακτής μάλλον τους απέτρεψε από το να ασχοληθούν με ναυτιλιακές δραστηριότητες, πέραν της παράκτιας αλιείας (Ψαριανός, 2009). Επί πολλά έτη λειτούργησαν επί της παραλίας έως και επτά κεραμοποιεία για κεραμίδια και τούβλα όλων των ειδών, με αργιλόχωμα προερχόμενο από την παρακείμενη τοποθεσία Μπλο, τα οποία εξήγοντο με αραμπάδες σε όλη τη νήσο. Ασβεστοκάμινα, τα οποία αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή έως τον Άγ. Φωκά λόγω της υπάρξεως ασβεστολιθικών πετρωμάτων, δε λειτούργησαν στην παραλία.
Ο αριθμός των κατοίκων στα Βατερά ποικίλλει, από ολίγους μονίμους διαβιούντες εκεί κατά τη χειμερινή περίοδο έως τους περίπου 1.500 ή 2.000 κατά την έξαρση της θερινής περιόδου. Διαμένουν στις υπάρχουσες περίπου 700 κλίνες ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων δωματίων και στις ανεγερθείσες κατοικίες. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, και κυρίως τα θερινά Σαββατοκύριακα, ο αριθμός αυξάνεται πολύ με λουομένους, τουρίστες και Μυτιληνιούς, πολλοί των οποίων καταφθάνουν για ολονύκτια διασκέδαση στα παραθαλάσσια μπαρ, ορισμένα των οποίων οχλούν με υψηλή ένταση μουσικής. Ένα δεύτερο θέμα προβληματισμού πρέπει να είναι ο μικρός αριθμός προσελκυόμενων παραθεριστών στα Βατερά σε σχέση με το δυναμικό της παραλίας. Ο αριθμός τους δεν αυξάνει, αν δε μειώθηκε, κατά τα τελευταία έτη. Εξηγήσεις, όπως το κόστος εισιτηρίων για τη Λέσβο ή η έλλειψη «ζωής» στα Βατερά, που προβάλλεται από Μυτιληνιούς, είναι λογικές, αλλά όχι επαρκείς.
Εν κατακλείδι: Η παραλία των Βατερών διαθέτει ένα μοναδικό συνδυασμό μήκους και εύρους με εκπληκτικής ποιότητας ίζημα. Υπερχειλίζει από πανάρχαια ιστορία ανθρώπων, χλωρίδας, πανίδας, γεωλογίας, παλαιοντολογικών ευρημάτων. Το σημερινό δομημένο περιβάλλον της έχει στοιχεία μοναδικότητας για ελληνική παράκτια ζώνη. Όμως τα φυσικά και ανθρωπογενή της χαρακτηριστικά δεν αποδείχτηκαν έως σήμερα επαρκή για να την καταστήσουν πόλο έλξεως επισκεπτών και παραθεριστών σε μεγέθη που θα ανεμένοντο. Είναι προφανές ότι έχει στερηθεί κάποιων βελτιωτικών παρεμβάσεων, απαραίτητων για ένα βιώσιμο boom.
Στο επόμενο σημείωμά μας θα εκτεθούν αναπτυξιακές σκέψεις για τα Βατερά.
* Ο καθηγητής Κ. Ι. Μουτζούρης είναι πρώην πρύτανης ΕΜΠ.
Σημείωση: Πολύτιμα στοιχεία για το παρόν άρθρο αντλήσαμε από την εξαιρετική έκδοση για τη Βρίσα του Πολιτιστικού Συλλόγου Βρισαγωτών Λέσβου Αθήνας (2009), το συναισθηματικώς φορτισμένο τόμο του δασκάλου Κώστα Τσέλεκα (1982) και κείμενο του ρέκτη Κώστα Ταξείδη. Συνέβαλαν τα μάλα και οι προσωπικές εμπειρίες μας από τα 22 συναπτά έτη (πλην του έτους 2010!) οικογενειακής θερινής ραστώνης σε φιλόξενη στέγη στο ανατολικό άκρο της παραλίας.