Το ρολόι έδειχνε πως είχανε περάσει τα μεσάνυχτα, κι είχα πολλή δουλειά ακόμη. Έπρεπε να τελειώσω τις αλλαγές στο κεφάλαιο με τις παραστάσεις των «Κόκκινων Φαναριών» στο Λονδίνο.
Το ρολόι έδειχνε πως είχανε περάσει τα μεσάνυχτα, κι είχα πολλή δουλειά ακόμη. Έπρεπε να τελειώσω τις αλλαγές στο κεφάλαιο με τις παραστάσεις των «Κόκκινων Φαναριών» στο Λονδίνο.
Όταν αποφάσισα να πάω στο κρεβάτι, θαρρώ πως πλησίαζε τέσσερις το πρωί.
Το βάρβαρο ξύπνημα γύρω στις οχτώ, με βρήκε κακόκεφο. Ακούστηκε μια «καλημέρα» ανάμεσα σε σύννεφα, δόθηκε ένα φιλί από συζυγική υποχρέωση, το αδυσώπητο σφυροκόπημα της κρατικής τηλεόρασης συνεχιζόταν και κάτι μούτρα, ναα!
Άκεφοι, πίναμε τον πρωινό καφέ μας.
Με την τελευταία γουλιά στον οισοφάγο, γυρίζω με δυστοκία, λέω στη γυναίκα μου.
«Σκέφτομαι να πάω μια βόλτα στο βουνό.»
Στραβομουτσούνιασε αυτή, κατάπιε, και πρόσχαρα, με κατανόηση για την κακή μου ψυχολογική κατάσταση, μου λέει.
«Θα ερχόμουν κι εγώ, αλλά πρέπει να καθαρίσω τα τζάμια… έχω δουλειές… Πήγαινε· θα σου κάνει καλό.»
Καθώς έβαζα τα άρβυλα, τη βλέπω με μάτια πιο γαληνεμένα, να με κοιτάει αόριστα.
«Θα έρθω μαζί σου για λίγο· να, μέχρι τη στροφή. Σε πειράζει;»
«Φυσικά όχι. Με ευχαριστεί.»
«Μέχρι εκεί που αρχίζει η ανηφόρα, γιατί έχω δουλειές, πονάει κι η μέση μου σήμερα, δεν μπορώ να ακολουθήσω», ξανάπε.
Στη στροφή, εκεί που αγγίζεις το βουνό στο μεγαλείο του, αντί να γυρίσει πίσω, την είδα ροδοκόκκινη, αεράτη, σχεδόν χαρούμενη, να αρπά ένα ξερόκλαδο από την άκρη, να το χρίζει μπαστούνι, και να συνεχίζει μαζί μου.
Με κοίταξε ένοχα.
«Δε βαριέσαι! Άσε τις δουλειές. Μετά.»
Κακοτράχαλος ο δρόμος, απότομη η ανηφοριά, μα τούτη τη μέρα, ένα εξάμηνο που δεν είχαμε έρθει κι απόκρυφα τη λαχταρούσαμε, μας φάνηκε πιο ήρεμη, πιο ελκυστική. Σκαρφαλώναμε και παράξενο, λες κι ήταν ισιάδα. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ούτε κούραση, ζέστη ή κρύο, μηδέ λαχάνιασμα. Έτσι, ανεβαίναμε σαν τους πρωτόγονους, και νιώθαμε πλήμμυρα τη ζωή, τον αγέρα, το αίμα, στις φλέβες μας. Να κυκλοφορούν αβίαστα· τονωτικά.
Στο χειμαδιό με το στρωμένο πράσινο χαλί, καρτερικά, ένα με τη γης, μας περίμεναν μια αγκαλιά που όλο και πλάτυνε, όμορφα κοριτσίστικα παρθένα προσωπάκια βιολετί, ροζ, κόκκινα σ’ όλες τις αποχρώσεις. Ήτανε γελαστά κι όσο κοντεύαμε, θαρρείς και γυρνούσανε να μας δούνε. Ανοίγανε τις χουφτίτσες τους απαλά κι αφήνανε να φανούν τα κρυμμένα μαύρα κατάμαυρα στο βάθος ματάκια τους περιτριγυρισμένα από τις πιο όμορφες βλεφαρίδες του κόσμου.
Μα δεν ήτανε βλεφαρίδες· τρυφερά, αδύναμα σαν την άχνη ραβδάκια ήτανε με μαύρες μυτούλες. Κι ολοστρόγγυλος, χαδιάρικος μα σοβαρός στη μέση ο ύπερος να κοιτά μια τα χρωματιστά πέταλα που τον προστατεύανε, μια εμάς κι όλο να χαριεντίζεται στην έλξη του αρσενικού που ‘στεκαν ολόγυρα οι στήμονες με τους ελπιδοφόρους γυρεόκοκκους στην άκρη.
Σταμάτησε η ανάσα μας, κοντέψαμε, κι απορημένοι είδαμε να ανοίγουν πιο πολύ τα βιολετιά πέταλά τους, να γυρνάνε προς την μεριά μας κι ολάκεροι οι ανθοί από τις ανεμώνες ετούτες να μας χαμογελάνε. Μια μικρή θλίψη όμως μας κατέλαβε σαν ξεκαθαρίσαμε, πως δεν χαμογελούσανε σε μας, μα στο μεγαλόπρεπο τεράστιο ήλιο που ξεπρόβαιρνε πίσω από τα βράχια κι έριχνε ζεστό το φως απάνω τους.
Βρήκαμε τη δύναμη, ξεκολλήσαμε από τούτη τη λάμψη, συνεχίσαμε την ανηφόρα που όλο κι ημέρευε.
Γυρίζω, βλέπω τη γυναίκα μου, είχε ταχύνει το ρυθμό της.
«Πώς τα πάει η μέση;»
«Δεν πονάει πια. Εσύ;», ρώτησε με συμπόνεση.
«Καλύτερα από ποτέ.»
Συνεχίζαμε, χειμαρρίσαμε στην κατηφόρα, βγήκαμε καμμιά φορά σε πατούμενο μέρος δίπλα στη θάλασσα.
«Δεν θέλω να μπω στο σπίτι», την άκουσα ξαφνιασμένος.
Κι ακούστηκε πιο καθαρά τώρα.
«Θα ‘θελα να με άφηνες στο βουνό όλη τη μέρα να βόσκω πρόβατα!»
Καθαρό το μυαλό τώρα, τέλειωσα σε χρόνο μηδέν το χθεσινοβράδινο κείμενο που το είχα ξεκοιλιάσει, κι είδα ξανά τη ζωή με μια απίθανη αισιοδοξία.
Ο καθένας, συλλογιέμαι, μπορεί να βρει τη δικιά του κορφή με τις ανεμώνες και να δει τη ζωή από μια αλλιώτικη σκοπιά με αμβλυμμένα τα πάθη και τα «θέλω».