«Βασικό σημείο πλεύσης μου, το να είμαι πιστός στον εαυτό μου…»

01/07/2012 - 05:56
Ο δημιουργός της Ψυχιατρικής Κλινικής του Βοστάνειου, Γιώργος Κωμαΐτης, μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων.
Το «Ε» με το δημιουργό της Ψυχιατρικής Κλινικής του Βοστάνειου, ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη

Πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν την ιστορία των ανθρώπων του Νοσοκομείου Μυτιλήνης. Την ιστορία των γιατρών του ιδρύματος. Μια συνάντηση με τον ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για αυτή την ιστορία, τουλάχιστον στο πρόσφατο κομμάτι της. Ο Γιώργος Κωμαΐτης, στα 67 του χρόνια και έχοντας πλέον αποσυρθεί από το Βοστάνειο, συνεχίζει να μιλάει με πάθος για την επιστήμη που σπούδασε και οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει πως το επάγγελμα που άσκησε τόσα χρόνια, ήταν για αυτόν πολλά παραπάνω από μια απλή «δουλειά». Χάρη στο σημερινό ρεπορτάζ, ο Γιώργος Κωμαΐτης μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης, πολιτικά προσανατολισμένης στην Αριστερά και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων και να τους καθοδηγεί θεραπευτικά, μέσα από τους δαιδαλώδεις δρόμους του υποσυνειδήτου που καλούνταν να διανύσουν.

«Θέλω να τονίσω την ιδιαίτερη επίδραση που έχουν η εποχή που διανύουμε και οι σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στον άνθρωπο και το πώς διαμορφώνονται οι χαρακτήρες ανάλογα με τα βιώματα που έχουν από τη ζωή τους…»
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ανέφερε ο Γιώργος Κωμαΐτης στη συνάντησή μας, αποκαλύπτοντας αμέσως τη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου που συνεχίζει ακούραστα να εξετάζει και να αναλύει την πραγματικότητα, μέσα από τα όσα τού έχει διδάξει η χρόνια πείρα του στον τομέα της Ψυχιατρικής.
Τη δική του ζωή στιγμάτισαν αναπόφευκτα τα παιδικά του χρόνια, καθώς και η φύση της δουλειάς του, που τον έκανε να αναπτύξει τη διάθεση, τη θέληση και τη δυνατότητα να «βλέπει» την εσωτερική πραγματικότητα των ασθενών του - που οι ίδιοι πολλές φορές δε γνώριζαν - και να τους βοηθά συνειδησιακά να γνωρίσουν ποια είναι τα στοιχεία που ορίζουν την ψυχή τους, δρώντας γι’ αυτούς θεραπευτικά. Την ικανότητά του να μπαίνει στις ψυχές «όχι από τα παράθυρα, αλλά από την πόρτα την κανονική», όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.


Με τον πατέρα του, Προκόπη (αριστερά), και τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, Σταύρο (αριστερά). Με τη μητέρα του, Παναγιωτούδα (αριστερά), και μια ξαδέλφη του, στην Αγιάσο (δεξιά)

Στα βήματα της Ψυχιατρικής

Γεννημένος το 1945 στην Αγιάσο, ο Γιώργος Κωμαΐτης έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του, η Παναγιωτούδα, ήταν μια από τις πιο δραστήριες γυναίκες του χωριού και πέρασε τη ζωή της βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη. Ο πατέρας του, ο Προκόπης, ήταν εργάτης Αριστερός και λόγω αυτού και στο στόχαστρο του καθεστώτος, που απέρριπτε τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική ιδεολογία. Πέρα από τις δυσκολίες της φτώχειας, λοιπόν (αφού ως παιδί δεν είχε παπούτσια και γυρνώντας από το σχολείο «χόρταινε με τζάνερα»), η οικογένειά του ζούσε και υπό καθεστώς ιδεολογικού διωγμού, όπως και όσοι ήταν αναμεμιγμένοι ευθέως ή ήταν ακροθιγώς περαστικοί από το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον ίδιο και τους γονείς του σε εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, όπου ζούσε ήδη ο αδελφός του, ο Σταύρος. Όλοι μαζί έζησαν σε ένα υπόγειο, κάτω από δύσκολες συνθήκες, που δεν εμπόδισαν ωστόσο το Γιώργο Κωμαΐτη να ακολουθήσει το όνειρό του και να σπουδάσει Ιατρική, κάτι «πολύ τολμηρό» για τα χρόνια εκείνα.
Σε όλες τις χρονιές ήταν αριστούχος και τελειώνοντας τις σπουδές του εν μέσω Χούντας, το 1969, βρέθηκε στη θέση να πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει πάνω στη Νευρολογία με σπουδές του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών που θα του επέτρεπαν να φύγει στη Γερμανία, ή εάν θα ακολουθούσε την κατεύθυνση της Κλινικής Ψυχιατρικής. Τελικά, λόγω και των περικοπών που έκανε το καθεστώς στις υποτροφίες, έμεινε στην Ελλάδα, αποφασίζοντας να τραβήξει το δρόμο που από μικρότερη ήδη ηλικία είχε αρχίσει να χαράζεται μέσα του, χάρη και στα ερεθίσματα που είχε από τα βιώματά του.
«Μεγάλωσα σε μια εποχή με κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες και έντονης κοινωνικής αναταραχής, όπου συνέβαιναν διάφορες κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες», αναφέρει ο ίδιος. «Ήδη από τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα πολύ από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου. Πήγαινα κάθε μέρα, δανειζόμουν ένα βιβλίο, το διάβαζα και το επέστρεφα. Το να μπαίνω στους κόσμους και στο χώρο του βιβλίου ήταν η διασκέδασή μου και με έκαναν να έχω μια ιδεολογία προσανατολισμένη προς ψυχοκοινωνικά πράγματα.»


Ντυμένος τσολιαδάκι, σε ηλικία δημοτικού, στο χωριό του (αριστερά). Ο Γιώργος Κωμαΐτης σε μικρή ηλικία (δεξιά)

Ακολούθησε τη Φροϋδική, Κοινωνική και Υπαρξιακή Ψυχιατρική, προσπαθώντας να καταλάβει τους μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν από τα παιδικά χρόνια κάθε ανθρώπου, το τι καθηλώθηκε και το τι «πήγε στραβά», ώστε να εμποδίσει έκτοτε την ψυχολογική του ανάπτυξη. Παράλληλα, διδάχτηκε και την Κοινωνική Ψυχιατρική, στην οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται ως αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει και εξελίσσεται.
«Αν δεν αλλάξεις την ομάδα, τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, τη νοοτροπία τους, το πολύ βαθύ εσωτερικό πράγμα που λέγεται “πηγή ζωής”, είναι δύσκολο να μπει σε τάξη και η ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχική αρρώστια είναι ψυχική ακαταστασία, μια κατάσταση διάλυσης, όπου δεν μπορείς να προχωρήσεις ένα θέμα με τον εαυτό σου αν δεν έχεις τακτοποιήσει όλες τις παραμέτρους», εξηγεί.
«Υπάρχουν πολλές ειδών ψυχοθεραπείες, το θέμα όμως είναι να μπορέσουν ο θεραπευτής με το θεραπευόμενο να αποκαταστήσουν αυτό που λέγεται θεραπευτική σχέση. Κι αυτό γιατί, μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία, βγαίνουν ορισμένα εσωτερικά στοιχεία, που ούτε να τα φανταστείς δεν μπορείς. Βλέπεις έναν άνθρωπο που φορά μια “λεοντή” φοβερή και τρομερή και στο βάθος βλέπεις ένα φοβισμένο άνθρωπο και πρέπει να τον κάνεις να καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο και τη δυσπιστία του απέναντι στους άλλους, για να μπορέσεις να τον ακουμπήσεις στα βαθύτερα πλαίσια του ψυχισμού του. Εκεί μέσα είναι ένας κόσμος, που όταν μπεις εξελίσσεται σε ένα γρίφο, ένα λαβύρινθο και μέσα από την εμπειρία σου, μαθαίνεις πώς με την κατάλληλη δουλειά μπορείς να βάλεις τον άλλο σε κάποια σειρά. Ο ίδιος ο θεραπευόμενος κάνει φυσικά την περισσότερη δουλειά, αφού πρέπει να ξεπεράσει τις λεγόμενες “αντιστάσεις” του. Εκεί είναι και που πολλοί τα παρατάνε και δεν προχωρούν περισσότερο, γιατί φοβούνται τον ίδιο τους τον εαυτό.»


Συμμετέχοντας σε αντιαμερικανική πορεία, το Μάιο του 1966. «Τότε που κυνηγούσα τον άνεμο», λέει (αριστερά). Φοιτητής στην Ιατρική Αθηνών (δεξιά)

Ιδρύοντας την Ψυχιατρική Πτέρυγα…
Μέσα από τη δουλειά του στο Αντικαρκινικό, στο Κρατικό, στο Δρομοκαΐτειο και αλλού, ο Γιώργος Κωμαΐτης συσσώρευε εμπειρία και κατάφερνε παράλληλα να ξεπερνά τις δικές του δυσκολίες και τα πένθη του.
Μια υπόσχεση, όμως, που είχε δώσει στον εαυτό του πριν φύγει από το χωριό του, το τάμα που έκανε σε μια ελιά έξω από την Αγιάσο πως κάποτε θα επέστρεφε για να βοηθήσει τον τόπο του, τον έφερε και πάλι πίσω στη Λέσβο, όπου και λίγο πριν το 2000 άρχισε τις προσπάθειες για τη δημιουργία Ψυχιατρικής Πτέρυγας στο Βοστάνειο Νοσοκομείο Μυτιλήνης. Επί 12 χρόνια κόπιασε όσο δεν πήγαινε για αυτό, φτάνοντας στο σημείο να ξεπεράσει ακόμη και τα προσωπικά του όρια και να έρθει σε επαφή με βουλευτές, ζητώντας τους να στηρίξουν την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει.
«Ήταν ένα όνειρο ζωής, μια από τις δεσμεύσεις που είχα κάνει από μικρός. Το βασικό σημείο πλεύσης μου ήταν να τηρήσω τις υποσχέσεις που είχα δώσει, κατ’ αρχήν στον εαυτό μου», εξηγεί. «Για το Ψυχιατρικό Τμήμα έδωσα χίλιους αγώνες, γιατί δεν υπάρχει προοδευτικό πνεύμα στη Μυτιλήνη, δεν ανοίγεται ο κόσμος στο μέλλον. Κανείς δε βοήθησε, αντίθετα πολλοί πήγαν κόντρα στην προσπάθειά μας να φτιάξουμε αυτό το κομμάτι των 15 κρεβατιών, που σήμερα είναι μια Ψυχιατρική Κλινική που φιλοξενεί όλα τα έκτατα περιστατικά του νησιού. Φτιάξαμε ένα καλό αρχείο, που όταν έφυγα αριθμούσε 2.800 φακέλους, είχαμε όλοι όσοι συνεργαστήκαμε μεγάλη δραστηριότητα, ήμασταν μια ομάδα που μέσα σε καιρούς που τα πράγματα ήταν στάσιμα ή καθιζάνανε, εμείς δημιουργούσαμε. Και ήταν μεγάλη η αγωνία που είχα να αφήσω στον αυτόματο τηλεφωνητή μήνυμα για το πού βρισκόμουν ανά πάσα στιγμή, αφού ήξερα πως μπορεί να πρέπει να τρέξω για ένα περιστατικό. Αλλά άξιζε, γιατί αυτό που χρειάζεται δεν είναι “αποθήκες ψυχών”, όπως τα μεγάλα ψυχιατρεία της χώρας, αλλά μικρές περιφερειακές μονάδες, που θα μπορούν να αποδώσουν με τους ανθρώπους τούς καθημερινούς.»


Με φίλους του, σε διακοπές (αριστερά). Με τον πρόεδρο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου και φίλο του, Κλεάνθη Κορομηλά (δεξιά)

Παρά το φόρτο εργασίας που προέκυπτε από τη δουλειά του στο Βοστάνειο, ωστόσο, ο Γιώργος Κωμαΐτης δε στάθηκε μόνο εκεί.
Αντιθέτως, σε όλο αυτό το διάστημα ανέπτυξε και έντονη κοινωνική και συνδικαλιστική δράση. Εξελέγη δύο φορές πρόεδρος των Γιατρών, παραιτήθηκε ωστόσο, γιατί… δεν άντεξε το κλίμα. Μέλος του Συλλόγου Εθελοντών Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων, του Συλλόγου Αγιασωτών, αντιπρόεδρος σε εταιρεία προστασίας ανηλίκων, μέλος της «Πνοής», αλλά και αναπληρωτής στη Διεύθυνση Ιατρικής Υπηρεσίας, δε σταμάτησε στιγμή να αναπτύσσει πολύπλευρο κοινωνικό έργο, παράλληλα με τις ιατρικές του υπηρεσίες, χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα υλικά αγαθά, αλλά η προσφορά στους συνανθρώπους του.
«Είμαι παρεμβατικός από τη φύση μου», εξηγεί. «Δεν μπορώ να καταλάβω την αδράνεια των ανθρώπων, που φτάνει μέχρι του “να είμαστε εμείς καλά και να ζούμε καλά κι ό,τι θέλει ας γίνει”. Κυνηγούσα τις εξωιατρικές δραστηριότητες, αφενός γιατί αυτό βοηθούσε και στο να αποκτηθεί κύρος ώστε να δημιουργήσουμε το Ψυχιατρικό Τμήμα, αλλά γιατί και από μικρός είχα καταλάβει τη ματαιοδοξία της ζωής. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως το να κάνεις περιουσία έχει κάποια σημασία. Ζεις περιχαρακωμένος στον εαυτό σου, βράζεις στο ζουμί σου και τελικά περνάς τη ζωή σου συσσωρεύοντας υλικά στοιχεία, χωρίς να μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις. Προσωπικά είχα πάντα την ανάγκη να συμμετέχω σε κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες, ήμουν ανακατεμένος σε μαθητικά κινήματα, με Λαμπράκηδες κ.λπ. και πάντα πίστευα πως πρέπει να υπάρχει ομαδικότητα και σύμπνοια στις ιδέες και στον τρόπο ζωής. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι αριστερά και να ζεις σαν πλούσιος…»


Σε ιατρική διάλεξη (αριστερά). Σε εκδρομή στη Σκάλα Συκαμνιάς (δεξιά)

Η «μελαγχολία» της εποχής
Μετά από τόσα χρόνια δράσης, ο ίδιος χαρακτηρίζει τη σημερινή του κατάσταση «περίεργη». Πάσχοντας από χρόνιο νόσημα που τον ταλαιπωρεί, συνεχίζει να αναλύει και να κριτικάρει την πραγματικότητα, να προσθέτει και να συνδιαλέγεται με τον κόσμο, βιώνοντας ωστόσο και ο ίδιος τη μελαγχολία που εμφανίζεται σε όσους πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, ως κάτι που ξεκινάει από ένα αίτιο έξω από τους ίδιους και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα.
«Αποκτάει ένα χαρακτήρα η μελαγχολία, γιατί έχει τις διαφυγές της. Μπορείς να ξεφύγεις με ένα κοινωνικό ή καλλιτεχνικό έργο, μέσα από διασυνδέσεις και κοινωνικές σχέσεις», λέει. «Φαίνεται πως έτσι είναι και τα γεράματα που φτάνουν σιγά - σιγά, αφού παρατηρείς περισσότερο, κριτικάρεις και κάνεις παρεμβάσεις που δε θέλουν μνήμη, αλλά κριτική ικανότητα και εμπειρία από το παρελθόν.»
Στη σύνταξη δεν ήθελε να βγει και θα καθόταν κι άλλο στη δουλειά του εάν δεν υπήρχε ο νόμος που όριζε υποχρεωτική συνταξιοδότηση στα 60. Δε σταματά ωστόσο. Γράφει εδώ και χρόνια στο «E», πηγαίνει και κάθεται στο καφέ «Βυζαντινό» και παρατηρεί τους ανθρώπους, τη συμπεριφορά τους, το τι θέλουν να πουν, το τι εκφράζουν.
«Είμαι ευχαριστημένος, γιατί νιώθω ότι η ζωή μου δεν πήγε στράφι», αναφέρει.

«Εμείς θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ο κόσμος δεν άλλαξε, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής έχουν αλλάξει, έτσι ώστε να είναι πιο ώριμος ο κόσμος, και αυτή την εποχή, που περνάει μια μεταβατική περίοδος, να είναι πιο κοντά στο να αλλάξει. Επειδή οι άνθρωποι έχουν βαπτιστεί μέσα στην κακοπέραση και μέσα στην καλοπέραση, φθονούν την πρώτη. Είμαστε πολιτικά όντα και η ζωή μας είναι πολιτική. Βλέπω ανθρώπους που τα έχουν εν δυνάμει όλα μέσα στο μυαλό τους και στην ψυχή τους. Το πού θα οδηγηθούν για να μπορέσουν να αλλάξουν τον κόσμο δεν το ξέρω. Εκείνο που χρειάζεται, ωστόσο, είναι το να μειωθεί η δυνατότητά τους να κάνουν περιουσίες και να ασχολούνται μόνο με το δικό τους, να φοράνε ένα καβούκι και να νομίζουν πως είναι άτρωτοι, πως δεν μπορεί να τους αγγίξει κανείς. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι αυτοκτονίες συναντιούνται περισσότερο σε άτομα πετυχημένα κοινωνικά, παρά σε εκείνους που έχουν συνηθίσει στο κουρμπέτι.»
«Εγώ πορεύτηκα μέσα σε χώρους που εκτός από την ανθρωπιά, είχαν την κομπίνα και το συμφέρον και θα το έχουν πάντα, γιατί οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, δεν μπορούν να γίνουν όλοι μάρτυρες, ούτε να βάλουν τον εαυτό τους κάτω από το κοινωνικό συμφέρον», λέει κλείνοντας ο Γιώργος Κωμαΐτης. «Εμένα με ενδιέφερε πάντα να προοδεύει κάτι κοινωνικά, αυτό που λέγεται “κοινωνία”. Και είναι πολύ σημαντικό το να μάθουμε να ακούμε και να επικοινωνούμε, κάτι που είναι δύσκολο πράγμα. Έχουμε πάντα το “αρχηγιλίκι” μέσα μας, αλλά πάντα υπάρχει και άλλος δρόμος. Και θα πρέπει κανείς να μάθει να κάνει ανατροπές στη ζωή του, να μάθει το τι θα αφήσει και τι θα κρατήσει, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει…»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey