Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν με αποτροπιασμό πλάνα από τον κινούμενο ανάμεσα σε καφάσια φρούτων Βρούτο, να παρασέρνει καρέκλες και παρ’ ολίγον παππούδες.
- Έλα, πού είσαι;
- Στο χωριό, έξω από τον ΟΤΕ έχω παρκάρει.
- Οι δικές σου οι σχέσεις με το χωριό μου ανέκαθεν ήταν μόνο τηλεφωνικές. Δεν ανεβαίνεις τρία στενά παραπάνω να βρεις το σπίτι; Άντε.
Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν με αποτροπιασμό πλάνα από τον κινούμενο ανάμεσα σε καφάσια φρούτων Βρούτο, να παρασέρνει καρέκλες και παρ’ ολίγον παππούδες. Οι εικόνες φρίκης απαθανατίζουν τη γειτονιά να σηκώνεται στο ποδάρι, καταμεσήμερο: Στρατούλα σε ρόλο παρκαδόρου, ξεραμένη στα γέλια, Ηλίας, μερακλωμένος από τα ουζάκια του, φωνάζει, χειρονομώντας με ευχέρεια που θα ζήλευε τροχονόμος: «έλα, έλα, έλα». Παρκάρω μπροστά από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
- Σοφά έπραττες και σταματούσες στον ΟΤΕ,
εισέπραξα. Κι αφού κολυμπήσαμε, ξαπλώσαμε στα βοτσαλάκια, αγοράσαμε αναμνηστικά από το «Μέλι», βάλαμε πλώρη για το γνωστό κι αγαπημένο μας χαμάμ, σε έναν παράδρομο στο έμπα του χωριού, ύστερα από ένα στρατόπεδο.
- Έλα να δεις το νερό που κοχλάζει. Εδώ θα σε πετάξω, άμα ξανακάνεις τα μεσημεριανά.
- Καλέ, αυτό είναι σαν την Κόλαση που λέει κι ο Σολωμός.
- Άσε κατά μέρος τις ανοησίες και προχώρα. Άντε κι η Μερόπη περιμένει τόση ώρα.
Μπήκαμε. Είχε κόσμο.
- Τώρα, καταλαβαίνετε, κάτι πρέπει να γίνει να αραιώσουμε,
είπα. Μπήκαμε στα ντους, αδειάσαμε το μισό σαπούνι κι ορμήσαμε σαν έτοιμες από καιρό στη χαβούζα. Εκείνη τη στιγμή είχε μέσα δυο γιαγιάδες και τρεις πιτσιρίκες. Κοιταχτήκαμε.
- Πόσο;
- Σε τρία το πολύ.
- Κάνω βουτιά!,
φώναξε η Στρατούλα και βούτηξε δίπλα σε μια γιαγιά.
- Εδώ ήρθε μια φίλη μου με τον καλό της και κάνανε ακατάσχετο σεξ!,
σχολίασα δήθεν εμπιστευτικά. Πρώτη γιαγιά off.
- Δηλαδή τώρα όντως;,
ρώτησε η Μερόπη.
- Γεγονός. Εμείς είμαστε θερμές σαν τα δικά σας τα λουτρά. Εσύ το Βασιλάκη δεν τον έφερες εδώ ποτέ;
- Ποτέ.
- Αίσχος! Πάρ’ τον τηλέφωνο. Σε δέκα λεπτά θα είναι εδώ, εμείς δεν παρεξηγούμε,
είπε η Στρατούλα. Δεύτερη γιαγιά off. Μείνανε οι μικρές.
- Στρατούλα, τις κρέμες!,
φώναξε η Μερόπη. Πασαλειμμένες άργιλο, πράσινες σαν γκρεμλινάκια, τσαλαβουτούσαμε δεξιά κι αριστερά, εγώ ζητούσα σωσίβιο, η Μερόπη τσίριζε ότι είναι hot, «καλέ, πώς πρασίνισα έτσι, καλέ, ένα δικηγόρο, άλλο χρώμα είχα άμα ήρθαμε, κορίτσια το θειάφι τα κάνει όλα, είμαι χημικός εγώ, ξέρω». Οι μικρές δεν το πιστέψανε, μας κάνανε τη χάρη όμως. Πήγανε παραδίπλα. «Κι εσύ έχεις μπει μαύρη λίστα που με είπες ούφο», με κοίταξε η Στρατούλα. «Όχι, ποτέ, εγώ είπα είναι σαν να παίζεις στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, αρχόντισσα σε είπα». Η συζήτηση προχωρά εποικοδομητικά: ο λόγος για παλιά αισθήματα.
- Θυμάσαι που στείλαμε σε έναν μια Πρωτοχρονιά γεύμα γκουρμέ;
- Ποσώς. Εσύ θυμάσαι τα ψίχουλα;
- Ποια ψίχουλα;
- Τα ψίχουλα αγάπης. Που σταλθήκανε μέσα σ’ ένα προφυλακτικό.
- Το διαψεύδω. Ποτέ δε συνέβη αυτό.
- Για βούτα το κεφάλι σου στο θειάφι. «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω»;
- Τι κάνατε να το κάνω κι εγώ;,
πετιέται μια πιτσιρίκα που έχει στήσει αυτί.
- Ένας παλιάνθρωπος, παιδί μου. Πήγε και παντρεύτηκε άλλη, πριν να τον ξεπεράσω. Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;
- Και τώρα και τώρα;,
ρωτά με ενδιαφέρον η μικρή.
- Ε, τώρα τον ξεπέρασα. Άμα ξαναπαντρευτεί, θα στείλω Kosta Boda. Άμα τον βλέπω να ξεμοναχιάζεται με κανένα κοριτσάκι, του κάνω αβάντες να φανεί και με κατακτήσεις. Τα πάντα είναι θέμα timing. Οι μεγάλοι έρωτες της εφηβείας καταλήγουν big brother της ωριμότητας!
Βγαίνουμε από τη χαβούζα. Ακούγεται μουσική ανατολίτικη. Αρχίζουμε να χορεύουμε τσιφτετέλι. «Κορίτσια, είστε ο πιο γλυκός κακός μπελάς», μας λέει ο ιδιοκτήτης. Φεύγοντας σταματώ στο πωλητήριο, ανάμεσα σε κρέμες και κεριά. «Κομποσκοίνια έχετε;» Δεν παίρνω απάντηση.