«Βουνό, ελιές και θάλασσα» είναι ο ζωγραφικός πίνακας που φιλοτέχνησε ο Μανώλης Καλλιγιάννης και στολίζει την Πινακοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, ανάμεσα σε περισσότερα από 100 εικαστικά έργα. Το έργο ζωγραφίστηκε το 1955 και είναι λάδι σε λινάτσα, 64,7 X 92 εκατοστά.
Για το Μανώλη Καλλιγιάννη, με αφορμή πίνακά του στην Πινακοθήκη της Βουλής
«Βουνό, ελιές και θάλασσα» είναι ο ζωγραφικός πίνακας που φιλοτέχνησε ο Μανώλης Καλλιγιάννης και στολίζει την Πινακοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, ανάμεσα σε περισσότερα από 100 εικαστικά έργα. Το έργο ζωγραφίστηκε το 1955 και είναι λάδι σε λινάτσα, 64,7 X 92 εκατοστά.
Είναι έργο εικονιστικό, εμπνευσμένο από το λεσβιακό τοπίο, ανήκει στη ζωγραφική του υπαίθρου, όπου η ροή του χρόνου, κι έτσι οι χρωματικές διαφοροποιήσεις που προκαλούνται, δεν παίρνονται υπόψη, αλλά αντίθετα δίνεται έμφαση στη χρωματική κύρια απόδοση με τάσεις εξπρεσιονιστικές. Όταν ξεχωριστά τονίζονται τα υπαιθριστικά στοιχεία, βγαίνει ο υπαιθριστικός εξπρεσιονισμός, τεχνοτροπία που αποκρούοντας τη ρεαλιστική, αντικειμενική εικόνα, αποβλέπει στην έκφραση του καθαρά υποκειμενικού, στην προβολή έντονων συγκινησιακών καταστάσεων.
Ο αξέχαστος φίλος Μανώλης Καλλιγιάννης από τις αρχές του 1970 ήτανε φτασμένος κι αναγνωρισμένος, σε διεθνή κλίμακα, καλλιτέχνης. Είχε γεννηθεί το 1923 στη Μυτιλήνη κι έμεινε ως το 1940. Στον πόλεμο υπηρέτησε ως εθελοντής στη βρετανική αεροπορία. Στη Λέσβο μαθήτεψε κοντά στον Αντώνη Πρωτοπάτση. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, πήγε στο Παρίσι και τελικά αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Πρωτοπαρουσίασε ατομική του έκθεση το 1943 στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο Παρίσι έμεινε ως το 1960. Κατοίκησε στη νότιο Γαλλία, περιπλανήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο και γύρισε στη Λέσβο, όπου έγινε διευθυντής στο Μουσείο Τεριάντ, διαλεγμένος από τον ίδιο το δημιουργό του, από το 1979 ως το 1999. Κάθε φορά που ανταμώναμε, μου έλεγε για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε στο Μουσείο. Δεν πληρωνόταν το προσωπικό, με αποτέλεσμα να μένει αφύλαχτο το Μουσείο και να γίνονται ληστείες στα έργα τέχνης. Οπότε τους τα βρόντηξε, σαλπάρισε με το σκάφος του «Σαρακίνα» και πήγε στην Κρήτη, στο Βάμο Ηρακλείου, πατρίδα του πατέρα του. Εκεί ξεψύχησε και τον ταφιάσανε στις 14 Ιούλη. Τα έργα του κατακτήσανε τον παγκόσμιο σχεδόν χώρο κι αγοράστηκαν από ιδρύματα, όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στην Αμερική, στη Μελβούρνη, όπου και παρουσίασε εκθέσεις του, καθώς στη Μυτιλήνη και στην Αθήνα. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και στο Μουσείο Τεριάντ τα έργα του: «Το μεγάλο άσπρο κυπαρίσσι», «Μελέτη ελιάς», «Το βουνό του Προφήτη Ηλία» (λάδια σε λινάτσα). Τα θέματά του είναι κύρια τοπία λεσβιακά, λαδογραφίες και νερογραφίες με εξπρεσιονιστικά και φωβιστικά στοιχεία. Τότε που έμενε μόνιμα στ’ Ακλειδιού κι είχε εκεί το εργαστήρι του, μου έδειξε μια σειρά από έργα του, σπουδή σε κολυμβήτρια.
Πάθος η θάλασσα
Το μεγάλο πάθος του ήταν η θάλασσα. «Αν δεν έκανα ζωγραφική», έλεγε, «θα μπορούσα να ζω μόνιμα μέσα στο καΐκι μου». Μια ελιά, ένα βράχο, μια λεπτομέρεια που θα παρατηρούσε στη θάλασσα, τα σημείωνε γρήγορα στο χαρτί, σχεδόν αυτόματα, χωρίς σκέψη. Οι «στενογραφικές» αυτές σημειώσεις-ακουαρέλες αποτελούσανε για τον Καλλιγιάννη την πρώτη ύλη, απ’ όπου στο εργαστήρι του δημιουργούσε τη ζωγραφική του. Άρχιζε μια περιπέτεια, κι όπως έλεγε, από δω και πέρα έπρεπε να συμβιβαστούνε το κατά τύχη και το αναγκαίο. Κάθε μέρα έκανε τον περίπατό του, για να έχει άμεση επαφή με τη φύση. Είχε ακατάπαυστη καλλιτεχνική δράση και παραγωγή.
Στα έργα του, σταθμοί στην καλλιτεχνική πορεία του, ο Καλλιγιάννης είχε πει: Για το «Θαλασσινό, κόκκινο» (1955), «Το πρόβλημά μου είναι πώς να συμπιέσω σε δυο διαστάσεις έννοιες και βιώματα που με γεμίζουν. Αγαπώ από παιδί τη θάλασσα και τα καράβια». Για το «Ηλιόλουστη Λέσβος» (1956), «Για πρώτη φορά, ξαναβλέποντας το τοπίο της Μυτιλήνης, αποκτώ άμεσες οπτικές συγκινήσεις που με συνεπαίρνουν». Για το «Τα κυπαρίσσια του κήπου μου» (1960), «Οι οπτικές μου συγκινήσεις γίνονται όλο και πιο έντονες και με κυριαρχούν. Γι’ αυτό και η τεχνική μου πρέπει να προσαρμοσθεί, για να τις υπηρετήσει πιστά». Για το «Το απέναντι βουνό» (1961), «Οι τελευταίοι μου ενδοιασμοί απέναντι στο ρεύμα της αφηρημένης τέχνης, που κυριαρχεί, υποχωρούν. Το λεσβιακό τοπίο αρθρώνεται μέσα μου και εκφράζεται στον πίνακα». Για το «Η θάλασσα και τ’ αγκάθια» (1968), «Περνώ μια περίοδο, κατά την οποία προσπαθώ, όσο μπορώ, να ακονίσω την τεχνική μου». Για το «Φθάνοντας στη Λέσβο» (1969) «Ξαναγυρίζοντας στο νησί και ξαναβλέποντάς το, βρίσκω την ευκαιρία να εφαρμόσω ό,τι επίτευγμα τεχνικό κατέκτησα». Για το «Ο πίνακας και το τραπέζι» (1970), «Μέσα στην ψυχρότητα του Παρισιού ζωγραφίζω ό,τι βρίσκω ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του ατελιέ μου. Είναι μια περίοδος μεταβατική, κατά την οποία αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη επιστροφής στις πηγές. Μη μπορώντας να κάνω τίποτε άλλο, ασκούμαι στη ζωγραφική του κλειστού χώρου και προετοιμάζω μέσα μου την αλλαγή». Για το «Κριστιάν» (1971), «Με αφορμή τις βυζαντινές εικόνες από την Κύπρο που είδα στο Παρίσι, ξαναφέρνω στη μνήμη μου τα κυκλαδικά ειδώλια, που τόσο με είχαν παλαιότερα προβληματίσει, καθώς και τις αιγυπτιακές μούμιες και τα πορτραίτα του Φαγιούμ και προσπαθώ με μιαν αναγωγή που φτάνει στο απόλυτο, να ζωγραφίσω με τον δικό μου τρόπο τον άνθρωπο».
Όλα στο φως
Όταν το φθινόπωρο 1973 ο Μανώλης Καλλιγιάννης θα παρουσίαζε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα, θα ‘δινε το παρών στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας η ελληνική ψυχή και η ελληνική όραση. Για να επικοινωνούσαμε μ’ ένα καλλιτέχνη που είχε κάνει βίωμα την τέχνη κι είχε συμπυκνώσει σ’ αυτό την ουσία της ελληνικότητας με τη λυρική τοπιογραφία του, αναζητούσε τον άνθρωπο και στηριζότανε στη φωτεινή ελληνική έκφραση, το αξεπέραστο κι ανεπανάληπτο, μοναδικό τότε εικαστικό περιοδικό «Ζυγός», το ‘βγαζε ο φίλος και καλός συνάδελφος Φραντζής Φραντζισκάκης, και συνεργαζόμουνα, έκανε αφιέρωμα στον Καλλιγιάννη, όπου ανάμεσα σ’ άλλα έγραφε:
«Μορφολογικά, ο Καλλιγιάννης ανήκει στη Σχολή του Παρισιού, στη γενιά, που, μετά το 1945, “καταπιάστηκε με τα προβλήματα της ζωγραφικής, όταν βρισκόταν στο αποκορύφωμά της η μη εικονική τέχνη και πρόβλεπαν γι’ αυτήν μια αφηρημένη περίοδο” (Χρ. Ζερβός). Με την ανεικονική κι αφηρημένη τεχνοτροπία κέρδισε την πρώτη φήμη του, δείχνοντας τη βαθειά του αίσθηση για το χρώμα, αποκαλύπτοντας την κίνηση και τη βιάση της ψυχής του, προσπαθώντας να μετουσιώσει το συναίσθημα και το αίσθημα σε συμβολική οπτική εντύπωση. Έπειτα γύρισε στη φύση κι έγινε εικονιστικός· με τον δικό του τρόπο. Ακολουθώντας τον δρόμο του Νίκολας ντε Σταέλ, προχώρησε στην ανάλυση των μορφών και τη μελέτη της εσωτερικής δομής τους και συνόψισε την πραγματικότητα σε μερικές δυναμικές πινελιές, αποτυπώνοντας όχι τόσο την υλική υπόσταση των φθαρτών πραγμάτων, όσο την ενέργεια που κινεί τις αισθήσεις μας και εισδύει μέσα μας, για ν’ αφυπνίσει τα αρχέτυπα του κόσμου. Στη μορφολογία του Καλλιγιάννη βρίσκουμε κιόλας παρούσα την ελληνική θεώρηση του είναι και του γίγνεσθαι. Οι πίνακές του λούζονται από ένα φως δυνατό, που καταλύει τα σύνορα του συγκεκριμένου, όπως την ώρα της θερινής φωτοπλημμύρας στο ελληνικό ύπαιθρο· παραμένουν όμως λογικά συγκροτημένοι, σαφείς κι εκλεπτυσμένοι, διαποτισμένοι από τον δυναμισμό του ελληνικού χώρου, από την θερμότητα του ελληνικού χώρου, όπως ακριβώς όλα τα γεννήματα της πατρογονικής παραδόσεως.
Φύση και οντότητα
Έχουν πει για τον Καλλιγιάννη πως φέρνει μέσα του «τις φωνές της Μεσογείου (Α. Φορτζέ)· του Αιγαίου, θα λέγαμε, και του νησιώτικου κύκλου της “Άσπρης Θάλασσας”. Μας παρουσιάζεται, με το περιεχόμενο της ζωγραφικής του, σαν αισιόδοξος ανθρωπιστής, που αγαπά τη ζωή και συγκινείται από ό,τι την περιβάλλει - τα βουνά, τη θάλασσα, τα λουλούδια, τα δέντρα και προπάντων τα κυπαρίσσια. Τέτοιο το θεματολόγιό του. Αντλεί από το λεσβιακό τοπίο υλικό, διοχετεύει στις γραμμές και στους όγκους του τη λυρική ουσία μιας ποιητικής ερμηνείας και μετρά μ’ αυτό τον άνθρωπο. Βρίσκει μέσα στην ελληνική φύση τα σύμβολα για τον άνθρωπο: “Θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί πως το κυπαρίσσι είναι (για τον Καλλιγιάννη) το δέντρο της ζωής: τολμηρό και δυνατό” (Ν. Σούλτον). “Μεταμορφώνει σχεδόν το κυπαρίσσι σε ανθρώπινη φιγούρα” (Ζ. Μπράντοχ). Αδιάκοπα παλεύει μ’ ένα πρόβλημα ο καλλιτέχνης. Πρέπει να εκφράσει πάνω στο δισδιάστατο το χώρο του μουσαμά την οργανικότητα ενός πανοραμικού κόσμου που κτίζεται μέσα του· πρέπει με την τεχνική του να μεταδώσει τα επιτεύγματα των εξερευνήσεών του, καθώς εισχωρεί στη μυστική σφαίρα των σχέσεων και των συναρτήσεων ανθρώπου και τοπίου. Στο σημείο αυτό εκδηλώνεται πιο έντονα το ανθρωπιστικό του ενδιαφέρον. Το τοπίο, ο κόσμος, η φύση δεν έχουν αυθύπαρκτη υπόσταση· αποκτούν την οντότητα και την ταυτότητα που θα τους δώσει ο άνθρωπος. Δίνοντας λοιπόν την εικόνα του περιβάλλοντος μέσα απ’ αυτόν, αποκαλύπτουμε ουσιαστικά τον ίδιο τον εαυτό του. Κι αυτό φαίνεται πως είναι το βασικό μέλημα του Καλλιγιάννη».
Καλό ταξίδι τους...
Η Βουλή των Ελλήνων, με διευθύντρια στη Βιβλιοθήκη, όπου υπάρχουν πολλά έργα, τη συμπατριώτισσά μας Ευρυδίκη Αμπατζή (φιλόλογο), άρχισε τα τελευταία χρόνια προσπάθεια συγκρότησης πλατιάς συλλογής με έργα τέχνης, ξεχωριστά Ελλήνων καλλιτεχνών ή και ξένων με ελληνικά θέματα. Έτσι τα έργα της συλλογής φανερώνουνε την πορεία της νεοελληνικής τέχνης κι αναδείχνουν χαρακτηριστικές εικονίσεις από το ελληνικό τοπίο, όπως είναι αυτό το «Βουνό, ελιές και θάλασσα» του Μ. Καλλιγιάννη. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής παρουσιάζεται στο Περιστύλιο του Κοινοβουλίου.
Ο προοδευτικός και δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Μυτιληναίων Πετρούπολης Αττικής «Ο Θεόφιλος», στο φετινό του ημερολόγιο περιλαμβάνει το έργο «Μυτιλήνη, το βόρειο λιμάνι», λαδογραφία του Μ. Καλλιγιάννη.
Κάθε φορά που ανταμώναμε με τον καλλιτέχνη, μαζί με την Παρισινή φίλη Αλίς Τεριάντ, όταν βρισκότανε στη Λέσβο, μας πήγαινε στην παραλιακή ταβέρνα της Βαρειάς και κουβεντιάζαμε, παρέα με κρασάκι φυσικά. Καλό ταξίδι τους.