Η κεραμίστρια Ζέτα Γεροντιδάκη μιλά στο «Ε» για τις δημιουργίες της
Η Ζέτα Γεροντιδάκη είναι από το Κιάτο Κορινθίας, σπούδασε στην Αθήνα κι επέλεξε τη Μυτιλήνη για τόπο διαμονής της. Έχοντας σπουδάσει Κεραμική σε Αθήνα και Ιταλία, έψαχνε να βρει το κατάλληλο μέρος να ανοίξει το δικό της εργαστήριο και όταν ήρθε πριν χρόνια για διακοπές στη Λέσβο, το βρήκε.
Η κεραμίστρια Ζέτα Γεροντιδάκη μιλά στο «Ε» για τις δημιουργίες της
Η Ζέτα Γεροντιδάκη είναι από το Κιάτο Κορινθίας, σπούδασε στην Αθήνα κι επέλεξε τη Μυτιλήνη για τόπο διαμονής της. Έχοντας σπουδάσει Κεραμική σε Αθήνα και Ιταλία, έψαχνε να βρει το κατάλληλο μέρος να ανοίξει το δικό της εργαστήριο και όταν ήρθε πριν χρόνια για διακοπές στη Λέσβο, το βρήκε. Τη Μυτιλήνη την ερωτεύτηκε. Η φυσικές ομορφιές της, η σπουδαία αρχιτεκτονική της και η παράδοσή της στην κεραμική, έκαναν την κ. Γεροντιδάκη να ερωτευτεί τούτο τον τόπο και να τον κάνει πατρίδα της. Αφού άνοιξε το εργαστήριό της στην Επάνω Σκάλα, ήρθε και ο έρωτας με το σύζυγό της και στη συνέχεια η ολοκλήρωση της οικογένειας, με μία κόρη κι ένα γιο. Σήμερα, η κ. Γεροντιδάκη έχει το μαγαζί της στην κεντρική αγορά της Μυτιλήνης, όπου την επισκεφτήκαμε και μας μίλησε για την τέχνη της και την πορεία της μέχρι σήμερα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην
ΕΦΗ ΣΤΡΑΒΟΣΚΟΥΦΗ
Κυρία Γεροντιδάκη, φαντάζομαι πως η κλίση σας προς τις τέχνες έχει ρίζες στην παιδική σας ηλικία. Πείτε μας, πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την κεραμική;
«Αυτό είναι μάλλον έμφυτο. Έτσι τουλάχιστον συνέβη στην περίπτωσή μου. Πριν ακόμα τελειώσω το σχολείο είχα τέτοιες ανησυχίες. Μ’ άρεσε να μαζεύω διάφορα υλικά από τη φύση και να τα επεξεργάζομαι. Μάζευα ξύλα και μπουκάλια και τα ζωγράφιζα με τα ανάλογα χρώματα. Μ’ άρεσε πολύ αυτό και το αποτέλεσμα με “γέμιζε”. Όταν τελείωσα το σχολείο κι έψαχνα τι επάγγελμα θα ακολουθήσω, είχα πάλι ανάλογες ανησυχίες. Ανακάλυψα λοιπόν τη Σχολή Κεραμικής στην Αθήνα και πήγα να την παρακολουθήσω. Ήταν δική μου επιλογή, μου άρεσε οτιδήποτε είχε σχέση με τη δημιουργία. Με τον τρόπο αυτό, άλλωστε, μπορούσα να εκφραστώ. Έχει μεγάλη σημασία το πώς αρέσει σε κάποιον να εκφράζεται. Άλλος ικανοποιείται με το να βρίσκεται σε ένα γραφείο πάνω από τα χαρτιά του κι άλλος με το να δημιουργεί. Βέβαια πρέπει να πω ότι ήμουν και τυχερή, γιατί την εποχή που επέλεξα να ασχοληθώ με την τέχνη είχα την ευκαιρία. Παλιότερα δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα. Εγώ ωστόσο είχα τη στήριξη των γονιών μου, όχι μόνο την ηθική, αλλά και την οικονομική.»
Μου είπατε νωρίτερα ότι έχετε σπουδάσει και στην Ιταλία. Μιλήστε μου λίγο για τις σπουδές σας.
«Αρχικά σπούδασα στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε μία σχολή στο Μαρούσι. Εκεί έμαθα γενικά πράγματα γύρω από την κεραμική. Το πώς θα φτιάξεις ένα αντικείμενο, πώς θα το πλάσεις. Έμαθα να κατασκευάζω καλούπια και να διακοσμώ τα κεραμικά. Έμαθα και θεωρία, ιστορία τέχνης, με αποτέλεσμα οι σπουδές μου να είναι αρκετά ολοκληρωμένες. Παράλληλα, δούλευα σε κάποια εργαστήρια. Η Σχολή βλέπετε δεν είχε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Μπορεί να φτιάχναμε δυο - τρία αντικείμενα, αλλά έπρεπε να ασχοληθούμε πιο ενεργά στην πράξη για να αποκτήσουμε εμπειρία. Μόλις τελείωσα τη Σχολή, ξεκίνησε το κυνήγι τις εργασίας. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μπω σε μια δημόσια υπηρεσία, αλλά επέλεξα την κεραμική, με όλα τα ρίσκα, κυρίως οικονομικά, που αυτό συνεπαγόταν. Έτσι, επειδή ήθελα να μάθω κι άλλα πράγματα, αποφάσισα να πάω στην Ιταλία, μια και στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι άλλο, πέρα από αυτό που είχα κάνει, σχετικό.
Στη Φαέντσα…
»Πήγα λοιπόν στη Φαέντσα, μια πόλη 20 λεπτά από την Μπολόνια, που διαθέτει μόνο σχολές κεραμικής, σε πανεπιστημιακό μάλιστα επίπεδο. Οι σπουδές εκεί ήταν το κάτι άλλο. Άλλες υποδομές, πολλοί και καλοί καθηγητές, γενικά το επίπεδο ήταν πολύ καλό. Εκεί εγώ επέλεξα να ασχοληθώ με την πηλοπλαστική. Κατασκευάζαμε βέβαια πιο πολύ γλυπτά, καλλιτεχνικά κομμάτια. Δεν ασχοληθήκαμε τόσο με το εμπορικό κομμάτι. Αυτό το έμαθα στην πορεία ανοίγοντας πια το δικό μου εργαστήριο.»
Μετά απ’ όλη αυτήν τη διαδρομή, πώς προέκυψε η Μυτιλήνη;
«Επέστρεψα στην Ελλάδα και έψαχνα πού θα ανοίξω το εργαστήριο. Τότε ήταν καλές εποχές για την κεραμική, όσοι ασχολιόνταν με το επάγγελμα έβγαζαν χρήματα. Άρα αυτό που κυρίως με απασχολούσε ήταν να βρω τον ιδανικό χώρο. Και τον βρήκα όταν επισκέφτηκα τη Μυτιλήνη για διακοπές, είχα κάποιους φίλους εδώ. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που έστριψε το λεωφορείο και είδα το Μόλυβο να ξεπροβάλλει... Η ομορφιά αυτή με συνεπήρε, δεν είχε καμμία σχέση με τις εικόνες που είχα συνηθίσει στο Κιάτο και στην Αθήνα, που δεν είχαν τη γραφικότητα της Λέσβου. Οι απίστευτες φυσικές ομορφιές αυτού του τόπου, η σπουδαία αρχιτεκτονική του με έκαναν να πηγαινοέρχομαι συνέχεια στο νησί. Αποφάσισα λοιπόν κάποια στιγμή να ανοίξω εδώ το εργαστήριό μου, με όλα τα ρίσκα που αναγκάστηκα να πάρω. Ήταν ένα νησί μακριά από τους δικούς μου ανθρώπους και χωρίς ιδιαίτερο τουρισμό, ωστόσο ο έρωτάς μου για τη Μυτιλήνη υπερίσχυσε της λογικής.
Στη συνέχεια βέβαια γνώρισα το σύζυγό με τον οποίο κάναμε μία πολύ όμορφή οικογένεια, που με στηρίζει ιδιαίτερα σε αυτό που κάνω.
Όταν άνοιξα το πρώτο μου εργαστήριο όμως, στην Επάνω Σκάλα, σε έναν παλιό φούρνο, ήμουν ακόμα ελεύθερη. Εκεί άρχισα να δουλεύω.»
Μέσα από δυσκολίες…
Συναντήσατε δυσκολίες στο ξεκίνημά σας;
«Αρκετές. Ό,τι είχα μάθει τόσα χρόνια κατά τη διάρκεια των σπουδών μου καταρρίφθηκε. Είναι εντελώς διαφορετικό να δημιουργείς από το να διατηρείς ένα μαγαζί με τις δημιουργίες σου. Εκεί δεν είχα τους καθηγητές μου να με συμβουλεύσουν όταν αντιμετώπιζα προβλήματα. Έπρεπε μόνη μου να τα βγάλω πέρα. Αυτό βέβαια ήταν ένα πολύ καλό σχολείο. Πέρα όμως από αυτά τα προβλήματα, πρέπει να τονίσω ότι για την κεραμική ήταν πάρα πολύ καλές εποχές. Θυμάμαι τότε Γερμανούς τουρίστες που έμπαιναν στο μαγαζί και άδειαζαν τη βιτρινούλα μου. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να κλείσω το εργαστήριο μέχρι να έχω έτοιμα καινούργια κομμάτια.
Στην πορεία, αφού έμεινα έγκυος στην κόρη μου, θέλησα να ζήσω τι στιγμή κι έκλεισα το εργαστήριο. Παρέμεινα εκτός χώρου μέχρι να πάνε σχολείο και τα δυο μου παιδιά. Έπειτα άνοιξα το εργαστήριό μου στη Χρυσομαλλούσα, για να είμαι κοντά στο σπίτι μου, και φέτος, ύστερα από αρκετά χρόνια, άνοιξα μαγαζί στην αγορά της Μυτιλήνης.»
Βλέποντας τις δημιουργίες σας διαπιστώνω πως δεν αποτελούν τα κλασσικά κεραμικά. Υπάρχουν πολλά χρηστικά αντικείμενα και πολλές φρέσκες ιδέες.
«Στη δουλειά μας εκφραζόμαστε, και όπως θα μας το ζητήσουν, αλλά κι έτσι όπως νιώθουμε. Εγώ επηρεάζομαι πάρα πολύ από τη φύση. Μ’ αρέσουν πολύ τα χρώματα. Θέλω να φύγει από τα χέρια μου ένα αντικείμενο και να είμαι χαρούμενη με αυτό που βλέπω. Γι’ αυτό αρχίζω και διαφοροποιούμαι από τα παραδοσιακά κεραμικά αντικείμενα, όπως είναι της Αγιάσου για παράδειγμα. Βέβαια κι αυτά έχουν τη δική τους γλύκα, πρόκειται για λαϊκή τέχνη και παράδοση.
Στην κατεύθυνση αυτή λοιπόν ζωγραφίζω στα κεραμικά μου πράγματα από το περιβάλλον μου. Μπορεί να δω σε ένα μανάβικο, ας πούμε, ένα τελάρο με φρούτα κι αυτό να με εντυπωσιάσει.»
Βλέπω όμως ότι, εκτός από κεραμικά, δημιουργείτε και άλλα αντικείμενα.
«Φτιάχνω κάποια στεφάνια, δέντρα και άλλα από μπρούτζο ή ορείχαλκο. Δε φτιάχνω πολλά τέτοια πράγματα βέβαια, γιατί βρίσκω το υλικό αυτό ψυχρό. Μ’ αρέσει να έχω ποικιλία, αλλά προτιμώ τον πηλό. Βέβαια και το μέταλλο, όταν το μετατρέπεις σε κάτι όμορφο, αλλάζει όψη και σου δημιουργεί όμορφη αίσθηση. Το σημαντικό είναι πως ό,τι κι αν χρησιμοποιώ, αυτό που δημιουργώ θέλω να είναι καλαίσθητο, να εκπέμπει ζεστασιά.»
Τέλος, κυρία Γεροντιδάκη, πείτε μας, τι είναι ο πηλός για εσάς;
«Είναι ένα φοβερά ζεστό υλικό. Όταν το έχεις στα χέρια σου σού δημιουργεί αισθήματα ευφορίας, χαράς, καθώς και όταν το μυρίζεις. Είναι φοβερή η αίσθηση του πηλού όταν τον αγγίζεις και τον μυρίζεις την ώρα που είναι ακόμα φρέσκος και μπορείς να επεξεργαστείς.
Πιστεύω πως ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, αλλά και γιατί η κεραμική είναι μια πανάρχαια τέχνη, δε θα πεθάνει ποτέ. Ακόμα και σήμερα που η κεραμική περνάει κρίση, θεωρώ ότι δε θα “πεθάνει” κι αυτό εξ αιτίας του πηλού. Για να καταλήξω, ο πηλός είναι ένα ζεστό υλικό και η ζεστασιά αυτή βγαίνει και στο αντικείμενο. Ο πηλός, το χώμα δηλαδή και το νερό, σε συνδυασμό με τη φωτιά που ψήνει τα υλικά, δίνει ζωή στα αντικείμενα.»