Το παλτό ιταλικά, επανωφόριον, απανωφόρι, πανωφόρι ελληνικά, το ευτελές, ταπεινό, καθημερινό εξωτερικό χειμωνιάτικο φόρεμα, ρούχο, ντύσιμο, που προστατεύει, το ‘χουμε βοηθό στις κρύες χειμωνιάτικες μέρες, σε σιδερένιο-σιδερικό περίγραμμα είναι το κορυφαίο, «προεξάρχον» αντικείμενο στη νέα δημιουργία με έμπνευση από το διάσημο εικαστικό καλλιτέχνη Γιάννη Κουνέλλη, Αγιασώτη στην καταγωγή, και παρουσιάστηκε στην γκαλερί «Μπερνιέ - Ηλιάδη», στο Θησείο, στην Αθήνα.
Το πανωφόρι κεντά ο καλλιτέχνης πάνω σε καμβά, αραιά πλεγμένο χοντρό ύφασμα, σε διάφορα σχήματα και μεγάλες διαστάσεις, σε διπλό κρεβάτι σιδερένιο και κορνιζάρει το κάθε έργο. Κάθε σχεδίασμα κι ανάλογα με τις διαστάσεις το κορνιζάρισμα είναι διαφορετικό, γιατί το πανωφόρι ντύνει το ανθρώπινο σώμα σε διαφορετικούς όγκους κι ενέργειες, όταν ξαπλώνεται, όρθιο, διπλώνεται, τεντώνεται, πατσαβουριάζεται, ασχηματίζεται, που δεν έχει πάρει κανονικό σχήμα. Το διπλό κρεβάτι με το πανωφόρι στον καμβά δίνει κάποια εικόνα «ζωντανή γλυπτική», μεταφέρεται, εξελίσσεται στο χώρο και το «έργο» γίνεται φορέας, φέρνει, μεταφέρει ανθρώπινο κορμί, ύπαρξη, διάνοια, ικανότητα στο μυαλό, ψυχή, την υποθετική άυλη ουσία, που, ενωμένη με το σώμα, αποτελεί το κύριο στοιχείο και την αιτία της ζωής. Η ζωτική πνοή, η συναισθηματική και ηθική υπόσταση στον άνθρωπο, η ενεργητικότητα, ζωντάνια, πρωτοβουλία.
Συνολικά στην έκθεση παρουσιάζονταν δεκάξι δημιουργήματα που κρέμονται στον τοίχο, δέκα σε διαστάσεις διπλό κρεβάτι κι έξι μικρότερα.
Αλλά και…
Κάτι παρόμοιο ο Κουνέλλης δημιούργησε το 2004 στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής. Μέσα σ’ ένα άσπρο χώρο 600 τετραγωνικά μέτρα παρουσίασε εξήντα μεγάλους σιδερένιους σταυρούς, γερμένους. Στο κέντρο, σε κυκλική διάταξη, κυριαρχούσε ένας υψωμένος «βωμός», πάνω σε τραπέζια με σακκιά γεμάτα κάρβουνα. Ο καλλιτέχνης είπε γι’ αυτή τη δημιουργία του: «Είναι η ιδέα μιας πιετά (αποκαθήλωση). Δεν είναι έργο αμυντικό, αλλά επιθετικό.»
Ο Κουνέλλης είναι ένας από τους πρωτοπόρους στο κίνημα «Άρτε Πόβερα» (Τέχνη Φτωχή), τέχνη με τη φτωχική ύλη, στη δεκαετία 1960. Το αντικείμενο στην καλλιτεχνική διαδικασία, δεν έχει χαρακτήρα αυτοσκοπού, που αποτελεί, κλείνει από μόνο, μέσα του το σκοπό, αλλά αποβλέπει, με την απλοϊκή του παρουσία, να προβληματίσει το θεατή και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει πολύπλοκους συσχετισμούς μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Ο Κουνέλλης είναι δημιουργός σε συνεχή αγρύπνια. Όπως λέει ο ίδιος, είναι «ένας άνθρωπος που απελευθερώνει πράγματα και μαθαίνει και στους άλλους να κάνουν το ίδιο». Τι είναι για τον Κουνέλλη η Τέχνη; Είναι ένα ισχυρό μέσο επανένταξης του ανθρώπου στην κοινωνία, σ’ ένα κόσμο κατακομματιασμένο από τις διαμάχες κι αποκομμένο από τη φύση. Καθώς χρησιμοποιεί στις συνθέσεις του υλικά από την καθημερινή ζωή - μαλλί, βαμβάκι, κάρβουνο, τσουβάλια, πέτρες, κερί, σκελετούς από κρεβάτια, πόρτες, ράφια, λουλούδια, καθρέφτες, παπαγάλους, καναρίνια, άλογα - αλλά και φυσικά στοιχεία, όπως το νερό, τη φωτιά, τον αέρα προσπαθεί ν’ ακούσει με μεγάλη προσοχή την αρχέγονη, αρχική φωνή στα πράγματα και ν’ αποκαλύψει τις συμβολικές σχέσεις που υπάρχουν ακόμα στον κόσμο μας, παρά τη φαινομενική σύγχυση και την αταξία.
Πριν μερικά χρόνια, σε δημοσιογραφική αποστολή, βρέθηκα στο Μέτσοβο όπου η Πινακοθήκη Αβέρωφ οργάνωσε συμπόσιο με θέμα «Τέχνη και Ελληνισμός της Διασποράς». Εκεί πρωτογνώρισα τον Κουνέλλη, που τον είχανε καλέσει στο συμπόσιο, σαν έναν από τους καλλιτέχνες της διασποράς, και είπε «Δε μιλώ ελληνικά, μιλώ ιταλικά». Όταν ρωτήθηκε «τι ήταν αυτό που ξανάφερε τα ελληνικά στη ζωή σας», ο Κουνέλλης απάντησε:
«Το πρόβλημα είναι ότι εγώ είδα, όταν ήμουνα πολύ μικρός, τον πόλεμο, μετά είδα τον Εμφύλιο Πόλεμο, μετά έβγαλα το γυμνάσιο, μετά έφυγα στην Ιταλία για να μη γυρίσω. Μ’ αυτό το «να μη γυρίσω» ξέχασα τη γλώσσα. Όλοι μου οι φίλοι, η γενιά μου η ιταλική, ζήσαμε μαζί, μπήκα στην ιστορία τους. Γι’ αυτό πέρασε ο καιρός και δε μίλησα ελληνικά ούτε έγραψα. Μετά μου προτείνανε μια έκθεση και ξαναγύρισα για να κάνω έκθεση. Ούτε ήθελα να γυρίσω, στην πραγματικότητα δεν ήθελα. Με καταφέρανε να γυρίσω, και κάνανε καλά που με καταφέρανε. Όλα αυτά, οι δραματικές περιπτώσεις που η γενιά μου έζησε, αυτού του είδους τα τραύματα... ίσως υπήρχε και μια διάθεση να πάγω αλλού. Στην Ιταλία ήταν η πιο σωστή λύση η πιο κοντινή, εκείνο που μου έλειπε η Αναγέννηση. Μετά συνεχίστηκε αυτή η πορεία στη μεταπολεμική Ευρώπη, στη μεγάλη μεταπολεμική Ευρώπη, που δεν τελείωνε ποτέ - τέλειωσε τώρα, δυο χρόνια αυτή η περίοδος η μεγάλη. Σε μια χώρα μπροστά στην άλλη, στην άλλη, στην άλλη, είδα ότι τα σύνορα στο τέλος δεν υπάρχουν, έχουν πια άλλη σημασία. Οι άλλοι είναι έτοιμοι να σου δώσουνε και να σ’ αγαπήσουνε, γι’ αυτό γυρίζεις - ίσως σαν Εβραίος - γυρίζεις πηγαίνοντας από δω κι από κει, από μια κουλτούρα σε μια άλλη, φτιάχνοντας πράγματα. Βρήκαμε το χώρο, βρήκαμε τα μουσεία, ήταν ελεύθερα όλα, δεν υπήρχε αυτός ο εθνικισμός που κλείνει, υπήρξε μια μεγάλη ελευθερία. Ίσως σ’ αυτήν την ελευθερία και σ’ αυτό το δράμα ξαναγίνηκε η Ευρώπη - αυτό που θέλουμε να κάνουμε την Ευρώπη. Μια διαφορετική ιδέα ενός κράτους πιο μεγάλου, και πιο φιλελεύθερου ίσως, όπου οι μειονότητες έχουνε κάποιο βάρος, όπου η ζωή είναι πιο ελεύθερη.
»Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που μιλάμε για τους Έλληνες που φεύγουν. Εδώ πέρα στην Ελλάδα, όπως όλοι ξέρουμε, στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εβραϊκές κοινωνίες. Και πια δεν είναι. Έλληνες, Έλληνες Εβραίοι, που εξαφανιστήκανε. Μα πού είναι αυτοί οι Έλληνες; Της διασποράς, όπως εμείς - εμείς σαν τους Εβραίους, σαν κι εκείνους, το ίδιο πράγμα, με τις ίδιες σχέσεις, με τις ίδιες προοπτικές, χωρίς συναγωγή, εδώ κι εκεί. Εγώ νομίζω ότι αυτοί... η συντροφιά μας, που λέμε, των ανθρώπων που είναι έξω και γυρίζουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο, πρέπει να θυμηθούμε αυτό το δράμα, το ελληνικό δράμα των Εβραίων που λείπουν και κανένας δε μιλά, ούτε το κράτος, ούτε ο κόσμος. Αυτοί οι άνθρωποι χαθήκαν. Φταίνε ίσως οι Γερμανοί, δεν ξέρω, μα χαθήκαν. Εμείς θέλουμε σήμερα, μιλώντας για το Σεράγεβο, καινούργιες αλλαγές στην Ελλάδα, που να είναι πρωτεύουσα του κόσμου, με μια ελληνική συναίσθηση του κόσμου. Έκο. Ιο βορέι φάρε κουέστο ομάτζιο α... στους Έλληνες Εβραίους, που πολλοί απ’ αυτούς ήτανε και λογοτέχνες, και καλλιτέχνες, και λείπουνε απ’ αυτό το τραπέζι.
Η Ελλάδα του Κουνέλλη
Όταν ρωτήθηκε πώς φαντάζεται την Ελλάδα , ο Κουνέλλης απάντησε:
«Ο ελληνικός πολιτισμός είναι κοσμοπολίτικος πολιτισμός, δεν είναι εθνικιστικός πολιτισμός. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από εθνικισμούς. Η κουλτούρα της Ελλάδας δεν έχει ανάγκη. Εμείς πρέπει να είμαστε το κέντρο μιας καινούργιας Ευρώπης. Γιατί, στη Θεσσαλονίκη το 700 δε μιλάγανε εβραϊκά; Γιατί πρέπει να το ξεχάσουμε αυτό; Ήτανε Σεράγεβο. Το πραγματικό Σεράγεβο ήταν η Θεσσαλονίκη. Σήμερα, μ’ αυτές τις προϋποθέσεις μιας καινούργιας Ευρώπης, γιατί μιλάμε για τη Θεσσαλονίκη σαν να είναι ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της κουλτούρας; Αυτή είναι η ελληνική κουλτούρα, αυτό πρέπει να θυμόμαστε. Και ίσως όλοι εμείς που φύγαμε, αγαπάμε την Ελλάδα, την ελληνική κουλτούρα, που ήτανε και στην Κωνσταντινούπολη, και στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη... Όταν μιλάμε για ελληνισμό, ο ελληνισμός είναι αυτός. Και είναι μια κουλτούρα πολύ δυνατή. Εγώ νομίζω ότι και στην Αμαζονία, στο τελευταίο χωριό, όταν μιλάνε για ελευθερία, μιλάνε για την Ελλάδα, ίσως σε μια άλλη γλώσσα, δεν έχει σημασία, μιλάνε όμως πάντοτε για την Ελλάδα.»
«Η γλώσσα είναι η ταυτότητά σας;» Ο Κουνέλλης απάντησε:
«Η ταυτότητα είναι η γλώσσα, αλλά η δική μου δεν είναι φυσικά η γραμμένη γλώσσα, είναι η ζωγραφική γλώσσα. Η διαφορά είναι εκεί. Εμείς εδώ πέρα σαν ζωγραφική γλώσσα είχαμε στο Μεσαίωνα το Βυζάντιο, δηλαδή τη βυζαντινή εικόνα που έχει ένα δογματικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό, αυτή είναι η εικόνα που εγώ αγαπάω πάρα πολύ, φυσικά και μ’ αρέσει. Υπάρχει από την άλλη μεριά μια ιδέα ζωγραφικής που βγαίνει με την Αναγέννηση, με τον Ιλλουμινισμό (επιδέξιος χειρισμός της προοπτικής ή άλλης τεχνικής για τη δημιουργία οφθαλμαπάτης, ώστε να φαίνεται το ζωγραφισμένο αντικείμενο σαν πραγματικό), που είναι διαλεκτική προς τις κουλτούρες τις ζωγραφικές, που μπορεί να έχει περισσότερη διείσδυση. Αυτή είναι, εκτός από τη γλώσσα των εικόνων, είναι κι αυτή μια δική μου γλώσσα. Αυτή η δεύτερη δική μου γλώσσα έχει να κάνει πολύ με την αρχαία Ελλάδα, γιατί γεννιέται σαν ανασκόπηση της παλιάς Ελλάδας, του πλατωνισμού, και βγαίνει η Αναγέννηση. Η Αναγέννηση έχει αυτά τα στοιχεία, τα ανθρώπινα. Βλέπει τον άνθρωπο σαν κέντρο περισσότερο απ’ ό,τι βλέπει το Θεό. Αυτή η θέση του ανθρώπου που είναι στο κέντρο, είναι και μια αρχαία ελληνική ιδέα. Σε μια νύχτα δεν καλύπτονται τα πράγματα με τη γλώσσα. Πολύ σιγά. Επίσης και τραυματικά.
Το επεισόδιο του να μη μιλάς και το επεισόδιο του να ξαναμιλάς. Ξαναβρίσκεις έναν κόσμο, ξαναβρίσκεις τα αρώματα, τους ανθρώπους, τη μυρωδιά των ανθρώπων, και είναι σαν ένα μικρό ξεναγέννημα. Μετά φεύγεις αμέσως για να πας εκεί που είναι τα προβλήματα, η ιστορία, που στο τέλος της γραφής ενδιαφέρουν την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, όλη αυτή την Ευρώπη. Σήμερα υπάρχει μια εθνικότητα πολύ πιο πλατιά, και μέσα σ’ αυτή βρίσκονται οι μικρές εθνότητες. Η μυρωδιά είναι διαφορετική. Μα δε φτάνει για να είσαι Έλληνας. Όπως νομίζω εγώ, αυτή την Ελλάδα τη βρίσκεις, ίσως, αν είσαι ικανός, στο τέλος. Αν είσαι ικανός. Δε σημαίνει ότι, αν γεννηθείς εδώ, είσαι οπωσδήποτε Έλληνας. Πρέπει να το αποδείξεις. Πήγα στις Σπέτσες. Στο σπίτι της Μπουμπουλίνας και είδα εκείνα εκεί τα πράγματα, και κατάλαβα πόσο σωστή ήταν η ίδρυση του ελληνικού κράτους. Γιατί χωρίς αυτό το ελληνικό κράτος, κακό, καλό, με τα ελαττώματά του, σήμερα η ελληνική γλώσσα δε θα υπήρχε. Αυτό το κράτος, αν δεν έκανε τίποτα άλλο, άφησε αυτή τη γλώσσα να τη μιλάνε. Αλλιώς θα ήτανε ένα πράγμα στα Πανεπιστήμια της Αμερικής, όπως είναι οι γλώσσες οι πεθαμένες. Σωστά λοιπόν που έχουμε ένα κράτος, σωστοί οι αγώνες που κάνανε οι Έλληνες, σωστοί οι πόλεμοι γι’ αυτό το κράτος και γι’ αυτή τη γλώσσα.
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε το 1936 στον Πειραιά από Αγιασώτες γονιούς, τον Γρηγόρη κι Ευαγγελία. Το 1956 πήγε στη Ρώμη, όπου σπούδασε ζωγραφική. Το 1960 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί «Ταρταρούγκα» στη Ρώμη. Η έκθεση αυτή ήταν η αρχή στη μεγάλη εκθεσιακή, βιβλιογραφική, διδακτική και σκηνογραφική δραστηριότητα του καλλιτέχνη. Το 1967 δημιουργεί την ιστορική «Καρβουνιέρα» και το 1969 εκθέτει στη Ρώμη το έργο του «Χωρίς τίτλο», όπου παρουσίαζε ζωντανά άλογα, δεμένα στους τοίχους σε προκαθορισμένες αποστάσεις μεταξύ τους. Από την εποχή αυτή ξεκινά ουσιαστικά η σχέση του με τη «ζωντανή ζωγραφική», την εικόνα που μεταφέρεται κι εξελίσσεται στο χώρο. Θεωρείται διεθνώς ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στη σύγχρονη τέχνη. Θέλει να ‘ρθεί στη Λέσβο να γνωρίσει τους συγγενείς του.