«Επιπλέον ξέρω τι είναι να χρωστάς στην Εφορία. Το 1990 είχα μεγάλη οικονομική δυσκολία. Το “Κούρεμα” (σ.σ. που περιλάμβανε και το τραγούδι “Μητσοτάκ” για όσους δεν θυμούνται) δεν είχε αρέσει στον κόσμο... έπαιζα σε άδειες καρέκλες και τα μαγαζιά πια δεν με θέλανε.
«Επιπλέον ξέρω τι είναι να χρωστάς στην Εφορία. Το 1990 είχα μεγάλη οικονομική δυσκολία. Το “Κούρεμα” (σ.σ. που περιλάμβανε και το τραγούδι “Μητσοτάκ” για όσους δεν θυμούνται) δεν είχε αρέσει στον κόσμο... έπαιζα σε άδειες καρέκλες και τα μαγαζιά πια δεν με θέλανε. Βρέθηκα να χρωστάω στην Εφορία 200.000 δρχ. και ένα πρωί βγαίνω από το σπίτι μου και απέναντι την είχε στήσει αστυνόμος. Με συλλαμβάνει και με πάει στον έφορα, ο οποίος μου φέρεται σκαιότατα και δεν μ’ αφήνει αν δεν καταβάλω αμέσως τουλάχιστον 30.000 δρχ.», αφηγείται με δραματικό τρόπο ο Διονύσης Σαββόπουλος, σε συνέντευξή του στο έγκυρο «Βήμα της Κυριακής» 23 Μαΐου 2010 και στο δημοσιογράφο Αργ. Παπαστάθη.
Μέσα στη μαύρη κρίση που μας απειλεί με όλα τα οπτικοακουστικά μέσα που διαθέτει η δύσμοιρος χώρα, που ακούει στο όνομα Ελλάς, και με τη σταθερή υπόκρουση των έντυπων πηγών πληροφόρησης, μαθαίνουμε από το έγκυρο, επαναλαμβάνω, «Βήμα», ότι ο μέγας Διονύσης Σαββόπουλος είχε οικονομικές δυσκολίες το 1990, ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των εκπομπών στην κρατική ΕΡΤ με το γενικό τίτλο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Ότι χωρίς καμμιά προδικασία ή κύρια διαδικασία, τα φορολογικά του χρέη των 200.000 δρχ., 600 ευρώ σημερινά, που ισοδυναμούσαν με έναν καλό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου, κινητοποίησαν την αείποτε νωχελική δημόσια διοίκηση, η οποία ενεργοποίησε την Αστυνομία, που έσπευσε να συλλάβει το συνθέτη και τραγουδιστή, αφού τον περίμενε υπομονετικά και ευγενικά, θα προσέθετα, έξω από το σπίτι του.
Ότι ο αστυνομικός τον οδήγησε στην Εφορία, προσέξτε όχι στο αστυνομικό τμήμα ή τη φυλακή, όπου ο σκαιός έφορος του επέβαλε να πληρώσει άμεσα 30.000 δρχ..
Και όλα αυτά τα παράλογα, τα εξωπραγματικά, τα ουδεμία σχέση έχοντα με τις διαδικασίες που τηρούνται και οφείλουν να τηρούνται στις ανάλογες περιστάσεις καταλαμβάνουν μια ολόκληρη σελίδα του εγκύρου (τρις) «Βήματος», προσπαθώντας να μας πείσουν για τι ακριβώς;
Για το ότι ο νόμος, μια βδομάδα μετά την αποκάλυψη της περίπτωσης (δε θα το πω σκάνδαλο) Βοσκόπουλου, λειτουργεί έναντι πάντων;
Για το ότι κινούνται οι διαδικασίες εναντίον οφειλετών των 600 σημερινών ευρώ, τόσο ακαριαία, ώστε λίγους μήνες μετά τη δημιουργία ενός φορολογικού χρέους, αυτό έχει βεβαιωθεί και έχει εκδοθεί και απόφαση προσωπικής κράτησης (σήμερα δεν ισχύει) κατά του οφειλέτη και μάλιστα διάσημου, ώστε να διαταχθεί η σύλληψή του;
Για το ότι υπάρχουν έφοροι και γενικώς δημόσιοι υπάλληλοι που κήδονται του δημοσίου χρήματος, ώστε να γίνονται απηνείς και σκαιοί διώκτες, όχι των φοροφυγάδων, αλλά των απλών φοροοφειλετών, χωρίς να τηρούν κανένα από τους τεθειμένους κανόνες;
Ή για το ότι ο συντάκτης που πήρε τη συνέντευξη παραμυθιάστηκε και δεν τόλμησε να υποβάλει μια διευκρινιστική ερώτηση στον ομιλούντα;
«Μα, έτσι, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς ένταλμα, χωρίς απόφαση δικαστική ή καταλογιστική πράξη, ήρθαν και σας συνέλαβαν και σας οδήγησαν στην Εφορία, όπου μόνο που δε σας βασάνισαν όπως επί χούντας;»
Εκτός κι αν ο δημοσιογράφος δεν ήξερε πώς γίνονται αυτές οι διαδικασίες. Ούτε οι προϊστάμενοί του.
Ε, λοιπόν, όχι. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στα πλαίσια του στημένου απ’ όλες τις μεριές παιχνιδιού. Γιατί είναι ανάγκη να πεισθούμε όλοι, κι αυτοί που καταβρόχθισαν και εξακολουθούν να καταβροχθίζουν τα εκατομμύρια υπό διάφορες μορφές και τρόπους, κι αυτοί που αξιώθηκαν ένα μεροκαματάκι λίγο αυξημένο, πως ανήκουμε στο ίδιο κοινωνικό σύνολο, που ευθύνεται στον ίδιο βαθμό για την οικονομική υπερχρέωση της χώρας, για τη σπατάλη, τον παράνομο πλουτισμό, τη διαφθορά, την κατάχρηση της εξουσίας, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Δεν είμαι από αυτούς που κραυγάζουν έτσι, χωρίς σχέδιο και πρόταση, πως πρέπει να μην πληρώσουμε τους δανειστές μας, έστω κι αν κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στην πτώχευση. Ανήκω σ’ εκείνους που πολλά χρόνια, κι από αυτήν εδώ τη γωνιά, φωνάζω ότι η ελληνική πατέντα τού «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» δεν μπορούσε να πάει μακριά.
Αλλά και δεν μπορώ να καταπιώ τους προκατασκευασμένους μύθους, ξεχνώντας πως εκτός απ’ τις off-shore, τις υπεράκτιες δηλαδή εταιρείες, στην Ελλάδα ευδοκίμησαν και ευδοκιμούν και οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, που στους ευρύτερους τομείς της τέχνης έκαναν και κάνουν θραύση, καθιστώντας εξαιρετικά πλούσιους πολλούς απ’ αυτούς που ασχολούνται με τα ευαίσθητα αυτά θέματα.
26.5.2010
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.