Από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη υπάρχουν δεκάδες ερασιτέχνες παραγωγοί κρασιού που συνεχίζουν την παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας. Το «Ε» σήμερα μιλάει με ορισμένους από αυτούς και μαθαίνει τα μυστικά της ιδιαίτερης αυτής αγάπης.
Στη Μυτιλήνη, στο Σκαλοχώρι, τη Φίλια, την Ανεμότια. Από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη υπάρχουν δεκάδες ερασιτέχνες παραγωγοί κρασιού, που συνεχίζουν, χρόνια μετά, τη μεγάλη παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας της Λέσβου του παρελθόντος, είτε κρατώντας τις παλιές ντόπιες ποικιλίες είτε αντικαθιστώντας τες με άλλες. Κάτι που θέλει να έχεις μεράκι, αλλά και πολύ χρόνο ελεύθερο, αφού τα αμπέλια και η οινοποίηση απαιτούν ενασχόληση σχεδόν όλη τη χρονιά. Το «Ε» σήμερα μιλάει με ορισμένους από όσους παράγουν κρασί αποκλειστικά για τις οικογένειες και τους φίλους τους και μαθαίνει τα μυστικά της ιδιαίτερης αυτής αγάπης, από πρώτο χέρι.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, δημιουργήθηκε η Λέσχη Φίλων Αμπέλου και Οίνου Λέσβου, που απαριθμεί πάνω από 50 μέλη και έχει στόχο την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών και τη διοργάνωση κοινών δράσεων των μελών της. Τους έχουμε γνωρίσει μέσα από τις πρώτες συνελεύσεις και δράσεις τους και σήμερα γνωρίζουμε ακόμη καλύτερα κάποιους από αυτούς που παράγουν κρασί μόνο για δική τους κατανάλωση.
Χόμπυ και κοινωνική συναλλαγή
Ο κ. Χαράλαμπος Νικολάου είναι συνταξιούχος χειρουργός και ο πιο παλιός ερασιτέχνης καλλιεργητής, μέλος του Συλλόγου. Το 1986 αποφάσισε να φυτέψει 70 κλήματα στην περιοχή του αεροδρομίου, τα μισά από τα οποία είναι επιτραπέζιες ποικιλίες. Οι υπόλοιπες, ωστόσο - Cabernet, Μοσχάτο και Αμβούργου -, αναμειγνύονται για να δώσουν το κόκκινο σπιτικό κρασί του, ενώ από γαλλικά ή σαββατιανά σταφύλια παίρνει λευκό κρασί.
«Το ξεκίνησα από χόμπυ, μόνος μου, χωρίς να έχω κάποια πατρογονική εμπειρία», λέει ο ίδιος στο «Ε». «Είχα ξεκινήσει, μάλιστα, να φτιάχνω κρασί πριν ακόμη βάλω τα κλήματα, με σταφύλια που έπαιρνα από την Ανεμότια.»
Σήμερα, ο κ. Νικολάου έχει δικά του χειροκίνητα θλιπτήρια και ένα μικρό πιεστηράκι. Κάθε χρόνο παράγει περίπου 150 κιλά κρασί, το οποίο απολαμβάνει είτε μόνος του είτε με τους φίλους του. Τονίζει, όμως, πως απολαμβάνει και την όλη διαδικασία της παραγωγής. «Η όλη διαδικασία μού αρέσει», λέει. «Το “περίμενε να γίνει”, η καθαριότητα του δοχείου… Μου αρέσει το καλό κρασί, το γνήσιο, ανόθευτο, χωρίς συντηρητικά. Η ποσότητα είναι αρκετή και έτσι βρισκόμαστε με φίλους και με τα άλλα μέλη της Λέσχης και το δοκιμάζουμε. Φέρνει ο καθένας το δικό του κρασί, ανταλλάσσουμε γνώσεις, προσκαλούμε γεωπόνους ή οινολόγους για να μας καθοδηγήσουν. Είναι και ένας τρόπος κοινωνικής συναλλαγής και συμπεριφοράς.»
Στην περιοχή του αεροδρομίου, στην Κράτηγο, έχει τα κλήματά του και ο κ. Ηλίας Παπαγεωργίου, συνταξιούχος φιλόλογος σχολείων του νησιού. Με περίπου 100 ρίζες από ντόπιες ποικιλίες, όπως το Καλλονιάτικο, αλλά και άλλες, όπως το Μοσχάτο, το Ιτάλια, το Κάρντιναλ, το Ζαμπέλα κ.ά., που έχει βάλει εδώ και 15 χρόνια και κάθε τόσο ανανεώνει, βγάζει από 150 έως 200 λίτρα κρασιού το χρόνο.
«Το ξεκίνησα τυχαία, μαθαίνοντας μέσω γνωστών, επειδή μου άρεσε το κρασί και ήθελα να πίνω δικό μου και γνήσιο», λέει ο ίδιος. «Συχνά μαζευόμαστε σε διάφορες συγκεντρώσεις, ο καθένας φέρνει το δικό του και γίνεται και ένας… φιλικός συναγωνισμός. Όλη η διαδικασία μού αρέσει, αλλά φυσικά το τελικό αποτέλεσμα είναι και το καλύτερο, αφού το κρασί με την παρέα είναι και ο τελικός σκοπός.»
«Κρασί και παρέα» για τον κ. Ηλία Παπαγεωργίου και τον κ. Χαράλαμπο Παπανικολάου, που έχουν τα αμπέλια τους στην περιοχή του αεροδρομίου
Ο τρύγος, η πιο ωραία μέρα
Ο καφετζής Χρήστος Τσουλέλλης έχει στη Λάρσο, σε μια έκταση 1,5 στρέμματος, 200 ρίζες Syrah και Cabernet. «Είχα το μέρος ελεύθερο, σκέφτηκα να το κάνω αμπέλι», λέει. «Έχω βάλει γραμμικό σύστημα, με τρία σύρματα για να δένουν όλοι οι βλαστοί. Έμαθα πρακτικά. Μετά την πρώτη χρονιά που μάζεψα 100 - 200 κιλά, ρώτησα μερικούς παλιούς και σιγά-σιγά μπήκα στο πνεύμα. Με βοήθησαν πολύ και οι ποικιλίες μου, που είναι ιδανικές για κρασί.»
Αυτήν τη στιγμή, ο κ. Τσουλέλλης είναι στη φάση της μετάγγισης, για να καθαρίσει το κρασί του. «Φέτος είχαμε μειωμένη παραγωγή. Κάθε χρόνο βγάζω κατά μέσο όρο 500 κιλά, φέτος όμως έβγαλα μόνο 300, επειδή έπεσε περονόσπορος», εξηγεί. Παρά τις δυσκολίες, όμως, συνεχίζει να αγαπάει αυτό που κάνει. «Είναι κάτι που έχει κούραση πολλή και έξοδα. Μόνο τα βαρέλια που αλλάζουμε κάθε τρία χρόνια, κοστίζουν αρκετά. Ασχολούμαι, όμως, γιατί είναι κάτι που μου αρέσει. Βγάζουμε το κρασί μας, δίνουμε και σε φίλους μας. Ο τρύγος γίνεται με τα παιδιά μας, είναι η πιο ωραία μέρα του χρόνου. Περιμένουμε μέχρι τον Απρίλη, αφού το κρασί είναι ζωντανός οργανισμός και ωριμάζει συνέχεια μέσα στο βαρέλι, και την ποσότητα που βγάζουμε, την καταναλώνουμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο.»
Η πιο ωραία μέρα της χρονιάς είναι ο τρύγος για τον κ. Χρήστο Τσουλέλλη, που μαζεύει τα σταφύλια του με όλη την οικογένειά του
Πρόκληση το καλό κρασί
Η ερασιτεχνική παραγωγή κρασιού ήταν κάτι το οποίο αποφάσισε να ξεκινήσει στη Μυτιλήνη και ο κ. Νίκος Στεργιανός, πριν ακόμη έρθει να μείνει μόνιμα στη Λέσβο, από την Αυστραλία όπου ήταν μετανάστης. Πριν από 22 χρόνια αποφάσισε να φυτέψει 115 κλήματα στο οικόπεδο όπου βρίσκεται το σπίτι του, στο λόφο του «Ξενία», έχοντας και την εμπειρία του αμπελιού που όσο ήταν ακόμη μικρός είχε η οικογένειά του στην Αγκαθερή, στο Πλωμάρι. Ασχολιόταν με τα αμπέλια που είχε φυτέψει, κάθε φορά που ερχόταν στο νησί. Μέχρι πριν από έξι χρόνια, όμως, οπότε μετοίκησε πλέον μόνιμα ως συνταξιούχος μαγαζάτορας και εργολάβος και μπορούσε πια να έχει καθημερινή επαφή με την αγαπημένη του ασχολία.
«Το ότι είναι δίπλα στο σπίτι μου μού δίνει την ευκαιρία να κατέβω μία με δύο φορές την ημέρα να δω τα αμπέλια μου», λέει ο ίδιος. «Κατά τα άλλα, το να έχεις κλήματα είναι κάτι που είτε θα το κάνεις ως επάγγελμα είτε ως συνταξιούχος. Και αυτό γιατί είναι ασχολία που θέλει πάντα επίβλεψη, προσοχή και δουλειά, απαιτεί πολύ χρόνο.»
Ο κ. Στεργιανός παράγει 50 λίτρα άσπρο και 50 λίτρα ροζέ κρασί, από Γκντούρα, Κάρντιναλ και Μοσχάτο. Το μοιράζεται με την οικογένεια και τους φίλους του, αλλά το πιο πολύ το πίνει… ο ίδιος.
«Είναι, όμως, ωραίο χόμπυ, γιατί σου δίνει ικανοποίηση από όλες τις απόψεις. Όταν πηγαίνω στο αμπέλι ηρεμώ, αισθάνομαι καλά. Το προϊόν, άλλωστε, είναι ευγενικό. Πέρα από αυτό, όμως, το να βγάλεις ωραίο κρασί είναι μια πρόκληση.»
«Είναι ασχολία που θέλει πάντα επίβλεψη, προσοχή και δουλειά. Απαιτεί πολύ χρόνο», λέει ο κ. Νίκος Στεργιανός
Στο μακρινό Σκαλοχώρι
Οι … «Αμπελοφιλόσοφοι»
Στην ευρύτερη περιοχή του Σκαλοχωρίου του Δήμου Καλλονής υπάρχει εδώ και μια 15ετία περίπου μια ακόμη, άτυπη αυτήν τη φορά, ομάδα ανθρώπων, που τους ενώνει κάτι κοινό: η αγάπη τους για το κρασί. Οι «Αμπελοφιλόσοφοι», όπως τους αρέσει να αποκαλούν εαυτούς, ξεκίνησαν δειλά στην αρχή, για να φτάσουν σιγά-σιγά, παρακινώντας ο ένας τον άλλο, τους 20 περίπου σε αριθμό. Τι κάνουν; Παίρνουν τις παλιές καλλιέργειες αμπελιών από τους παππούδες και τους πατεράδες τους, τις διατηρούν ή τις ανανεώνουν και βγάζουν το δικό τους κρασί. Η προσπάθεια, φαίνεται να αποδίδει.
Φωκιανά, Τενεδιά - «Ντενεδιά» στην τοπική διάλεκτο - Κουντούρα ή αλλιώς «Κ’ντούρα». Άλλοι κρατούν μόνο τις παλιές ποικιλίες από τα σταφύλια που αποτελούσαν το λεσβιακό αμπελώνα μέχρι το ’60, άλλοι τις αντικαθιστούν με νέες. Όλοι, όμως, παράγουν κρασί για το σπίτι τους και φυσικά για τους φίλους τους.
«Κάθε οικογένεια είχε ένα μικρό αμπέλι 100 - 200 κλήματα. Από αυτό έβγαζε το κρασί, το τσίπουρο, το μούστο της, συστατικά της αυτάρκειας του λεσβιακού σπιτιού μαζί με το λάδι και τα ζώα. Εμείς παραλάβαμε τα κλήματα που βρήκαμε, άλλοι τα κόψαμε και ανανεώθηκαν, άλλοι έβαλαν καινούργια», εξηγεί ο φιλόλογος Χρήστος Χατζηλίας, ένας από τους «Αμπελοφιλόσοφους», αλλά και μέλος της Λέσχης Φίλων Αμπέλου και Οίνου. «Στα 100 - 200 κιλά που παράγει μέσο όρο ο καθένας μας, δε βάζουμε φάρμακα και συντηρητικά. Ό,τι πάρουμε και ό,τι μείνει.»
«Η παρέα κάνει το κρασί», συνεχίζει. «Είναι ολόκληρη τελετουργία, όλο το χρόνο κινούμαστε γύρω από αυτό: πότε κλάδεψε ο ένας και πότε ο άλλος, πότε θα τρυγήσουμε. Παλιώνουμε τις φιάλες, έχουμε κάβα και την άνοιξη εμφιαλώνουμε. Και στα ανοίγματα ανταμώνουμε όλη η παρέα από Σκαλοχώρι, Φίλια, Ανεμότια κ.λπ. και τα ανοίγουμε, και φυσικά το γλεντάμε με ένα γουρουνόπουλο. Το καλό είναι ότι μας δένει η κοινή αγάπη για το κρασί (και όχι για το μεθύσι!), η αίσθηση ότι παράγουμε κάτι δικό μας από την αρχή μέχρι το τέλος και το καταναλώνουμε μαζί. Μια πολύ όμορφη δράση, παραγωγική και καθαρή και παρ’ όλο που μας κουράζει, μας ευχαριστεί παράλληλα. Είναι ένα… χόμπυ που αυξάνεται στο Σκαλοχώρι.»