Κακό πράμα να μένεις σε παλιό σπίτι. Όλο και κάποιο τρίξιμο σε ξυπνάει, το καζανάκι τρέχει μέρα - νύχτα, κάποια πρίζα βραχυκυκλώνει, κι ένα σωρό τέτοια ωραία που σου φτιάχνουν την διάθεση. Κοντά σαράντα χρόνια δουλεύει ο κακομοίρης ο νεροχύτης μας. Κι αν έχει πλύνει πιάτα και πιατάκια! Οπότε, τι να σου κάνει;
Κακό πράμα να μένεις σε παλιό σπίτι.
Όλο και κάποιο τρίξιμο σε ξυπνάει, το καζανάκι τρέχει μέρα - νύχτα, κάποια πρίζα βραχυκυκλώνει, κι ένα σωρό τέτοια ωραία που σου φτιάχνουν την διάθεση.
Κοντά σαράντα χρόνια δουλεύει ο κακομοίρης ο νεροχύτης μας. Κι αν έχει πλύνει πιάτα και πιατάκια! Οπότε, τι να σου κάνει;
«Μπούχτισα», μου λέει ένα μεσημέρι. «Θέλω ξέφραμα.»
Βρε αμάν, τίποτα. Τι «ματζούνια» του ρίξαμε, τι αγιασμό κάναμε, τι άσματα ειδικά, αποφρακτικά, απαγγείλαμε, χαμπάρι αυτός.
Οπότε η μόνη λύση, τηλέφωνο.
- Μπάμπη, τρέξε.
Συγκινητική η προθυμία του, δεν μπορώ να πω, την άλλη μέρα πρωί-πρωί, να τος. Αυτοπροσώπως.
Έβγαλε κάτι παράξενα εργαλεία σπείρες και σπειράλια, θαρρώ κι ένα κομπρεσέρ να φουσκώσει το μπροστινό λάστιχο του αυτοκινήτου του, και μέσα από την κλούβα ξετρύπωσε ένα κοπέλι ίσα που φυτρώναν τα μουστάκια του. Τον ξάνοιξα, κάτι μεταξύ Καζαξτάν και Μογγολίας μου θύμισε, συνεννοηθήκαμε με «εσπεράντο», του έδειξα τον νεροχύτη.
Έβαλε αυτός κατσαβίδια, πένσες, σφυριά και δεν ξέρω τι άλλο και μόλις περιμέναμε οικογενειακώς το θαύμα, ένας παράξενος θόρυβος και μια μπόχα μάς τρομάξανε. Συγχρόνως άρχισαν να τρέχουν βρόμικα νερά στο ντουλαπάκι και στα πέριξ, που τα βλέπαμε έντρομοι, αλλά χαμογελώντας, γιατί έχουμε ακουστά πως άμα πεις έστω και την παραμικρή λάθος κουβέντα αυτοί οι υπερευαίσθητοι τεχνίτες εξαφανίζονται.
«Αφού δε σ’ αρέσω, πάρε άλλον», λένε.
Τίποτα απ’ όλα αυτά τα τερπνά δεν συνέβηκε, μόνο… χαμογελούσαμε. Η γυναίκα μου δε, που φημίζεται για την πραότητά της, μουρμούριζε κάτι μεταξύ τροπάρια κι ευχολόγια, ενώ στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα βαρύ σταχτοδοχείο, από μουράνο, έτοιμη να το προσγειώσει στο κεφάλι του.
Όταν βγήκαν τα νερά και έξω από το σπίτι, γιατί, α, δεν σας το είπα, εκεί που σκάλιζε ο ουρανόσταλτος παράνομο-ανίδεο-τεχνιτάκος, έσπασε μια βάνα κι έτρεχε με πίεση μεν, αλλά όχι όπως της πυροσβεστικής, μην υπερβάλλουμε, και το καθαρό νερό. Αχ τι ωραία! Εμφανίστηκε τότε κι ο μέγας καρδιοχειρουργός, μετονομαζόμενος υδραυλικός, βλέπει τα χάλια μας, και ήρεμα, σταθερά, με ύφος εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα αεροσκαφών ή ιατροδικαστή, κάτι τέλος πάντων, μας καθησύχασε.
- Παμπάλαια! Πώς ζείτε δω μέσα; Όλα απ’ την αρχή.
- Που σημαίνει; τραύλισα.
- Καινούργιες εγκαταστάσεις, κύριε Γιώργο.
- Αμάν. Πόσα;
- Μια φορά τα κάνει ο άθρωπος. Φιλικά, επειδή σας εκτιμώ, διαβάζω και τα άρθρα σας, μόνο τριάντα πενηντάρια.
- Δηλαδή; ξαναρώτησα.
- Χίλια πεντακόσια. Τόσα δεν κάνουν;
Απομείναμε άφωνοι εμείς.
- Είπαμε· φιλικά, επανέλαβε.
Τρέμοντας και υπολογίζοντας την κλονιζόμενη σύνταξη, κοίταξα τη γυναίκα μου που λες κι άρπαξε οξύ πάρκινσον, συμφωνήσαμε.
Σχεδόν αυθημερόν ο καημένος τέλειωσε τη δουλειά, έκανε το σπίτι άχρηστο, κι εκεί που του έδινα το συμφωνηθέν ποσό, ευγενέστατος, νομιμότατος, μου λέει.
- Θέλετε τιμολόγιο;
Ειλικρινά μείναμε σύξυλοι που επί τέλους εφαρμόζονται τα μέτρα που εδώ και μήνες πολλούς μάς λένε οι κυβερνώντες.
- Μπράβο. Και βέβαια θέλουμε· να το βάλουμε στη φορολογική δήλωση, είπαμε εν χορώ.
Κι ενώ γελούσαμε, στ’ αλήθεια, και φαντάζομαι κι ο κ. Παπακωνσταντίνου θα χαίρεται αν με διαβάσει το φουκαρά, άλλαξε το σκηνικό.
- Άλλα τρακόσια είκοσι ευρώ, θέλω.
- Γιατί;
- Το Φ.Π.Α..
Και σας ερωτώ, κύριε Πρωθυπουργέ.
- Θα μου δώσετε εσείς αυτό το ποσόν, που θα βάλω τη χρυσοπληρωμένη αυτή απόδειξη στη δήλωση μου;
Για ποια πάταξη λοιπόν της φοροδιαφυγής τσαμπουνάτε;
Τόσοι εγκέφαλοι, ντόπιοι και ξένοι, δεν μπορείτε να βρείτε μια δίκαιη λύση;
Ο Αμερικάνος σύμβουλός σας ξέρει πολύ καλύτερα από μένα πως στην Αμερική ο οικοδόμος δεν διανοείται να μην δώσει απόδειξη.
Τουλάχιστον μην υποτιμάτε για μια ακόμα φορά τη νοημοσύνη μας!