Μια ο εθισμός, μια η ανάγκη έκφρασης, τα μηνύματα που, φχαριστώ σας όλους, έρχονται, ήταν κι ο εφιάλτης που με βασάνιζε εψές βράδυ σαν είδα να βρίσκομαι λέει στο πηγάδι μέσα και να πασκίζω όξω να βγω.
Μια ο εθισμός, μια η ανάγκη έκφρασης, τα μηνύματα που, φχαριστώ σας όλους, έρχονται, ήταν κι ο εφιάλτης που με βασάνιζε εψές βράδυ σαν είδα να βρίσκομαι λέει στο πηγάδι μέσα και να πασκίζω όξω να βγω, κι ως τα κατάφερνα να γατζωθώ στα χείλια του πηγαδιού, αψηλά, δυο φιγούρες με κοιτούσανε, γελούσανε σαρκαστικά και μόλις μάζωνα τις δυνάμεις μου να αναρριχηθώ, τσαακ πατούσαν με τα βαριά παπούτσια τους τα ακροδάχτυλά μου, ματώνανε, παραλύανε, κι έπεφτα πάλι στον πάτο, δεν άντεξα άλλο.
Αστραπή, πέταξα ευθύνες και πρεπούμενα, έδωκα ένα πήδο, και βρέθηκα λεύτερος και μερωμένος καταμεσής τα εργαλεία μου.
Κι αρχίνηξα με μανία, με μια δίψα λες κι είχα στερηθεί χρόνια το νερό, να μουτζουρώνω τα χαρτιά και να ξεπετιούνται ολοζώντανες οι φιγούρες, γλυκές και πονετικές τούτη τη φορά, ανάμικτες με λέξεις νοήματα και προ παντός ψυχής μου τα συναιστήματα. Χαρούμενα κι εξιλεωτικά.
Και να η γνωστή μας κουβεντούλα! Η αφεντιά μου με τον κοντυλοφόρο να πασκίζω να σου μιλήσω, κι εσύ ο κυρίαρχος, ο παντοδύναμος αναγνώστης από την άλλη όχθη να κρίνεις, να παινείς, ή να κατακρίνεις.
Για δες! Ούτε βδομάδα δεν πέρασε, και σαν τον εξαρτημένο ψάχνω να βρω το ηρεμιστικό μου. Τη λύτρωσή μου. Τον άνθρωπό μου.
Βγαίνω όξω, σκαρφαλώνω στο βουνό, αφήνομαι ανέμελος στων κυμάτω το χαστούκισμα, για, στου ήλιου το πυράχτωμα, κι όλο τρυπώνουν στο μυαλό μου ιδέες, σκηνές, ή της αγανάκτησης τερμίτες να με κατατρώνε. Και μπλαντώ. Κι επαναστατώ. Θέλω να φωνάξω· να ακουστεί φωνή αγάπης, διαμαρτυρίας, μπορεί κι απελπισίας· πως η ζωή είναι όμορφη, ο κόσμος αστραφτερός· κι αν δεν είναι, να πασκίσουμε χειροπιασμένοι όλοι να τον εσάξουμε.
Είναι στιγμές πάλι που σκέφτομαι πως το πέρασμά μας από την ψεύτικη ετούτη ζωή καλό είναι να μην απομείνει μια μουτζούρα στα κετάπια, ή ένα σημάδι ντροπής κι αδιαφορίας. Μηδέ της ανυπαρξίας κενό.
Ο
Καζαντζάκης έλεγε:
«Έχεις τα χρώματα, έχεις τα πινέλα, σάξε το παράδεισο κι έμπα μέσα.»
Εμείς τι κάνουμε; Απαντέχουμε να ανοίξει την πόρτα ο Άγιος Πέτρος και να μπούμε; Τα περιμένουμε όλα από τους άλλους; Αρκούμαστε να βλέπουμε, να δεχόμαστε χτυπήματα, και καρτερικά να γυρίζουμε ωσάν το Χριστό την άλλη παρειά;
Έχουμε υποχρέωση, ο καθένας με τις δυνάμεις του να αγωνιστεί και να προσφέρει. Έστω ένα λιθαράκι. Πολλά λιθαράκια μαζί γίνονται βουνό θεόρατο! Παντοδύναμο!
Αυτός είναι κι ο δικός μου αγώνας κι η αγωνία. Να ρίξω μια σταγόνα μέσα στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Άλλες φορές πάλι, σα χαλαρώσω και με πιάσει της λογοτεχνίας έρωτας, χώνομαι σε μια τρύπα μη βλέπω αθρώπους μην ακούω Σειρήνες, κι αραδιάζω την πίκρα ή τη γλυκάδα της ζωής, όμορφη όσο μου είναι μπορετό, αμακιγιάριστη, και σου τη δίνω, να τη διαβάσεις και να ‘ρθεις σε ένα άλλο κόσμο· και να ψευδαιστανθούμε πως ζούμε σ’ ένα καλύτερο σήμερο. Και ν’ απαντέχουμε ένα ελπιδοφόρο αύριο.
Μπορεί.
Ποιος ξέρει, καρτερικέ μου συνοδοιπόρε.
Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.