Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ευπρεπεία δε λόγου οις ξυμβαίη επιφθόνως τι διαπράξασθαι
(τύχαινε να συγκαλύπτουν με ωραία λόγια μισητές πράξεις)
Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Γ΄, 82, 8)
Την προπροηγούμενη εβδομάδα, ο Βασίλης Ψαριανός παίρνοντας αφορμή από το τρίτο βιβλίο της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη αναφέρθηκε στην παραχάραξη των εννοιών, στην αλλοίωση και στη διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες κομματικές, πολιτικές, πολεμικές, οικονομικές κ.α.. Ο μεγάλος ιστορικός στο αξεπέραστο αυτό έργο του διεισδύει στην παθολογία του πολέμου και απαριθμεί τις άμεσες και τις έμμεσες συμφορές που προκαλεί ο εμφύλιος σπαραγμός. «Φατρίες και αντίπαλοι άλλαζαν ακόμη και την συνήθη σημασία των λέξεων όπως τους συνέφερε. […] Γιατί τα κόμματα αυτά δεν σχηματίστηκαν χάριν ωφελείας του συνόλου σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, αλλά κατά παράβαση αυτών για ιδιοτελείς σκοπούς», σημειώνει μεταξύ άλλων ο Θουκυδίδης (Μετάφραση: Αθ. Γιαγκόπουλος - Θ.Π. Τσιόγκας).
Ο Βασίλης Ψαριανός κατέθεσε μια σειρά από παραδείγματα που καθιστούν διαχρονικές και επίκαιρες τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη.
Πραγματικά, η δεκαετία τού 1980, τα χρόνια του θρασύτατου λαϊκισμού, απέδειξαν ότι ακόμη και σε περιόδους ειρήνης και ευημερίας, όταν οι κοινωνίες και οι πολιτικές ηγεσίες νοσούν, νοσούν και οι λέξεις, αλλάζει το νόημά τους, αδειάζουν, γίνονται πουκάμισα αδειανά, φενάκες.
Στις μέρες μας, η χώρα μας δέχεται έναν πρωτοφανή οικονομικό στραγγαλισμό, έναν ανηλεή πόλεμο. Οι κυβερνήσεις, εκλεγμένες και μη, ιμάντες μεταβίβασης αυτής της πίεσης προς τα κάτω, στην προσπάθειά τους να διεκπεραιώσουν μνημόνια, ρήτρες, συμφωνίες φανερές και κρυφές, έχουν επιδοθεί σε μια χωρίς προηγούμενο κακοποίηση τόσο των λέξεων όσο και της κοινής λογικής. Καθώς αγωνίζονται, λοιπόν, να εμφανίσουν ως αναγκαία και απαραίτητα τα πιο απεχθή, τα πιο άδικα, τα πιο αντικοινωνικά, τα πιο παράλογα, τα πιο άθλια μέτρα, όλο και πιο συχνά διαπράττουν και λένε τα πιο φοβερά πράγματα.
Θα αρκεστώ σε ένα παράδειγμα: πριν δύο χρόνια η τότε υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου με τους υφυπουργούς της συνέπραξαν στο μισθολογικό ακρωτηριασμό και εξευτελισμό των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Χωρίς ντροπή, χωρίς τσίπα, οδήγησαν ανθρώπους με πολλά χρόνια σπουδών, με πτυχία, με εργασιακή προϋπηρεσία, με οικογένειες στο μισθό των 700 και των 800 ευρώ και τους ανέθεσαν τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς. Να αμείβεται μηνιαίως, δηλαδή, ένας δάσκαλος στις εσχατιές της χώρας με λιγότερα χρήματα από όσο κοστίζει το μαντήλι της υπουργού ή η γραβάτα του υφυπουργού. Και αυτό το ονόμασαν δημοσιονομική πολιτική, ενιαίο μισθολόγιο, κατάσταση ανάγκης και άλλα ηχηρά, υποκριτικά και ψεύτικα.
Ένα χρόνο μετά, και αφού απλώθηκε αυτός ο εξευτελισμός πάνω στο σώμα της εκπαίδευσης, σα λεκές σε γυαλιστερό ύφασμα, ήρθε ο νυν υπουργός Παιδείας να ανακοινώσει το συσσίτιο των εκπαιδευτικών στις στρατιωτικές λέσχες ως ένδειξη της ευαισθησίας του Υπουργείου, βαφτίζοντάς το «κοινωνικό ισοδύναμο» και προτρέποντας και τους άλλους υπουργούς να σκαρφιστούν τέτοια μέτρα.
«Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος», έγραφε πριν χρόνια ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτές οι λέξεις-πρόκες θα καρφώσουν αύριο όσους σήμερα σταυρώνουν την κοινωνία συγκαλύπτοντας με ωραία λόγια τις μισητές πράξεις τους.