Ο Νίκος Τσιριγώτης, ήταν ο πρώτος καθηγητής του Μουσικού Σχολείου, τελευταίος καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας πριν αυτή κλείσει και καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας» μέχρι και σήμερα.
Ο Νίκος Τσιριγώτης, ήταν ο πρώτος καθηγητής του Μουσικού Σχολείου, τελευταίος καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας πριν αυτή κλείσει και καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας» μέχρι και σήμερα. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι από το 1983 αποτελεί τον πρώτο και μοναδικό διευθυντή τόσο της ορχήστρας, όσο και της χορωδίας του δήμου που ακολούθησε.
Σήμερα, με τις πολύχρονες υπηρεσίες του να ολοκληρώνονται σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, μας μιλάει για το πώς στήθηκαν τα σχήματα αυτά, αλλά και για τα σχέδια που υπάρχουν από εδώ και πέρα τόσο με τα μουσικά σύνολα, όσο και τα προσωπικά, μετά τη λήξη της θητείας του.
Κύριε Τσιριγώτη, είστε ο διευθυντής τόσο της ορχήστρας όσο και των χορωδιών του δήμου Μυτιλήνης, από την πρώτη στιγμή που τα σχήματα αυτά δημιουργήθηκαν. Πριν μας μιλήσετε για την… κοινή σας ιστορία, θέλετε να μας πείτε πώς ο ίδιος ασχοληθήκατε με τη μουσική;
«Τις πρώτες νότες τις έμαθα στην μπάντα των προσκόπων, από το δάσκαλο Παναγιώτη Ψαριανό. Τότε δεν υπήρχαν σπουδασμένοι μουσικοί στο νησί. Έφυγα τελειώνοντας το λύκειο και σπούδασα για 10 χρόνια ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας, αποφοιτώντας με άριστα παμψηφεί. Ήδη όμως εργαζόμουν και ως επαγγελματίας μουσικός, με ό,τι γνώσεις είχα. Έπαιζα πολλά όργανα, ανάλογα με τις ανάγκες: τρομπέτα, κιθάρα, μπουζούκι κ.λπ., τα είχα μάθει μόνος μου και είχα την τύχη να παίξω με σπουδαίους μουσικούς, τόσο στην Αθήνα, όσο και στο εξωτερικό. Μόλις τέλειωσα τις σπουδές μου, επέστρεψα στη Μυτιλήνη.»
Τότε προέκυψε και η συνεργασία με το δήμο;
«Ναι. Σχεδόν μόλις επέστρεψα, ο τότε δήμαρχος Απόστολος Αποστόλου με προσέλαβε αρχικά ως υδρομετρητή, αφού δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να με προσλάβει για το μουσικό τομέα. Με την πρώτη ευκαιρία που δόθηκε στον επόμενο δήμαρχο, το Στρατή Πάλλη, όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ που άρχισε να δημιουργεί σε όλη την Ελλάδα κέντρα νεότητας για να προάγει τον πολιτισμό, μου ανέθεσαν το 1983 την πρώτη ορχήστρα του δήμου Μυτιλήνης. Ήταν και το πρώτο μουσικό σχήμα που απέκτησε ο δήμος. Από εκεί και πέρα, το σύνολο των μελών της κατάφερε να μεγαλώσει σε αριθμό, έχοντας φτάσει να αποτελείται από 30 περίπου άτομα.»
25 ολόκληρα χρόνια…
Πέρυσι η ορχήστρα έκλεισε 25 χρόνια ζωής, κάτι για το οποίο τιμήθηκε μάλιστα σε ειδική εκδήλωση από το δήμο Μυτιλήνης. Πρόκειται, εξάλλου, για μια ορχήστρα που το έργο της δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο…
«Με αυτό το σχήμα καταφέραμε να ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο. Από την Κύπρο, την Τουρκία, τη Βοσνία, τη Γαλλία και τη Σουηδία, μέχρι την Αυστραλία, όπου παίξαμε στο Σίδνεϋ και στη Μελβούρνη, το Γιοχάνεσμπουργκ και το Κέιπ Τάουν, αλλά και την Αμερική, με συναυλίες στη Βοστώνη, το Κονέκτικατ και το Πόρτλαντ. Η εκδήλωση που έγινε για τα 25 χρόνια της ορχήστρας από το δήμο πριν από ενάμιση χρόνο, ήταν πολύ όμορφη. Ο νυν δήμαρχος είναι από τους ανθρώπους που έχουν καλή διάθεση και το χρυσό μετάλλιο της πόλης που απονεμήθηκε σε όλα τα παιδιά και σε μένα τον ίδιο, αποτέλεσε μεγάλη τιμή για εμάς, τόσο γιατί πρόκειται για παιδιά που προσφέρουν αφιλοκερδώς στην πόλη μας τις υπηρεσίες τους, καθώς και λόγω του ότι υπάρχουν ακόμη στελέχη του σχήματος που μπήκαν σε αυτό από την πρώτη μέρα που δημιουργήθηκε. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού, παρ’ όλο που κάθε χρόνο έρχονται νέα μέλη και φεύγουν άλλα, ο βασικός πυρήνας των παλιών μελών, που τώρα έχουν πλέον… πενηνταρίσει, παραμένει ο ίδιος. Οι πόρτες όμως μένουν πάντα ανοιχτές, όποιος θέλει μπορεί να προσφέρει στο σχήμα.»
Και οι τρεις χορωδίες πότε ιδρύθηκαν;
«Γύρω στο 1992 έγινε η παιδική χορωδία, με παιδιά τόσο από χωριά του δήμου, όσο και από πιο μακρινές περιοχές, όπως η Αγιάσος ή ο Μεσότοπος. Ύστερα από μερικά χρόνια ήρθε η συνέχεια της παιδικής χορωδίας, ως νεανική χορωδία πλέον, αφού τα παιδιά είχαν περάσει πια στη μεταφώνηση και θα ήταν πολύ κρίμα να χάσουμε τα μέλη που είχαν πάρει τις πρώτες βάσεις. Έτσι σήμερα, κάθε χρόνο από την παιδική χορωδία φεύγουν τα παιδιά της τρίτης λυκείου και έρχονται τα παιδιά της πρώτης γυμνασίου. Όταν τα πρώτα παιδιά μεγάλωσαν κι άλλο, δημιούργησα την τρίτη χορωδία, την “Ψάπφα”, για μέλη από 19 έως 30 ετών. Μετά από εμφανίσεις στο Μέγαρο Μουσικής και σε άλλους χώρους, αλλά και συνεργασία με τη χορωδία της ΕΡΤ, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και δυστυχώς το σχήμα διαλύθηκε. Υπήρχε ωστόσο, και εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά χρειάζεται και κάποιο δέλεαρ, για παράδειγμα το να στέλνει ο δήμος το σχήμα μια φορά το χρόνο σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ, αφού η χορωδία είχε αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί.»
Οι δυσκολίες
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στη μακρόχρονη αυτή πορεία;
«Οι δυσκολίες ήταν πάρα πολλές. Είχαμε έλλειψη μουσικών οργάνων, αλλά και στέγης, αφού είμαστε “υπό διωγμό” ακόμη και τώρα, αλλάζοντας συνεχώς χώρο και μη έχοντας ένα σίγουρο κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας. Δυστυχώς, είναι πολύ λίγοι οι υπεύθυνοι άνθρωποι που μνημονεύω. Μπορώ να πω ότι υπήρχαν προβλήματα που λύσαμε μόνο με μεγάλη υπομονή και επιμονή και την πολύ μεγάλη αγάπη που είχαμε τα παιδιά κι εγώ για την πόλη μας. Η αλήθεια είναι αυτή: ότι οι υπεύθυνοι του δήμου δε βοήθησαν τη χορωδία και το αποτέλεσμα ήταν, ό,τι καλύτερο είχα φτιάξει μέχρι τότε, να διαλυθεί.»
Πώς κρίνετε τον πολιτιστικό τομέα της πόλης της Μυτιλήνης σήμερα;
«Είμαστε πολύ πίσω κι αυτό συμβαίνει γιατί η μουσική δεν έχει βοηθηθεί όσο πρέπει. Ίσως τώρα με το Μουσικό Σχολείο και το Ωδείο Σκαλκώτα να γίνεται μια προσπάθεια, αλλά πόλεις που στη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 υστερούσαν, τώρα μας έχουν περάσει. Έπρεπε να έχουμε περισσότερες χορωδίες και οργανωμένες ορχήστρες στα χωριά. Έπρεπε να ασχοληθούμε περισσότερο με την κλασσική μουσική, να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στο χορωδιακό τραγούδι, δεν έχουμε ως δήμος ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή σολίστες μουσικούς. Ελπίζω πως τα παιδιά που σπούδασαν και γυρνούν, να δώσουν ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση.»
Από εδώ και πέρα…
Σύντομα θα κλείσει ο πολυετής κύκλος προσφοράς σας στο πολιτιστικό τμήμα του δήμου Μυτιλήνης, αφού τελειώνει και η θητεία σας. Τι σας μένει μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας και προσφοράς;
«Αυτό που με απασχολεί συνεχώς είναι η διαδοχή, ένα θέμα που ελπίζω να το δουν με μεγάλη σοβαρότητα και αυτοί που διοικούν τώρα και αυτοί που θα αναλάβουν, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε μια συνέχεια καλύτερη από αυτήν που υπήρξε μέχρι τώρα. Για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι πολλά παιδιά που έχουν περάσει από τα χέρια μου, αποφάσισαν να σπουδάσουν στη συνέχεια μουσική εκτός νησιού και αφού ανέβηκε πολύ το επίπεδό τους, επιστρέφοντας το μετέφεραν πίσω στη Λέσβο. Αυτό έχει σημασία. Οι συναυλίες γίνονται, τελειώνουν και χάνονται... Όλοι, μέχρι τον τελευταίο, έχουμε δώσει την ψυχή μας για αυτό το αποτέλεσμα. Και, κατά τη γνώμη μου, κάποια από τα παιδιά αυτά θα πρέπει να διακριθούν και να διευθύνουν τα σύνολα, καθώς δεν πιστεύω ότι θα μπορέσει κάποιος να τα αναλάβει όλα μόνος του. Αυτό θα είναι και καλύτερο, γιατί ο καθένας θα έχει και υψηλότερους στόχους στον κάθε τομέα.»
Τι διοργανώνετε τώρα με την ορχήστρα και τις χορωδίες του δήμου;
«Φέτος ετοιμάζουμε κι ένα αφιέρωμα στο συνθέτη Απόστολο Καλδάρα, που θα γίνει στο πλαίσιο του Λεσβιακού Καλοκαιριού, αλλά και μέσα στο χειμώνα, με προσκεκλημένο το γιο του, επίσης συνθέτη Κώστα Καλδάρα. Με τη νεανική χορωδία ετοιμάζουμε, επίσης, ένα αφιέρωμα με τα τραγούδια της ταινίας “Les Choristes” στα γαλλικά και πιθανώς να το παρουσιάσουμε σε λίγους μήνες στο Γαλλικό Ινστιτούτο, παρουσία του πρέσβη της Γαλλίας. Τέλος, μέχρι το τέλος του μήνα περιμένουμε απάντηση από το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Χορωδιών που θα γίνει στη Γαλλία, όπου από κάθε χώρα συμμετέχει ένα σχήμα και ελπίζουμε να είμαστε εμείς αυτό. Το πρόγραμμά μας θα περιλαμβάνει αφιέρωμα στο ρεμπέτικο, από τον Πειραιά, τη Σμύρνη και τη Μυτιλήνη.»
Τα προσωπικά σας σχέδια, για όταν λήξει η θητεία σας, ποια είναι;
«Να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και τη σύνθεση. Έχω φτιάξει ένα στούντιο ηχογραφήσεων και ελπίζω να το αξιοποιήσω. Θα κινούμαι, έτσι, πάλι γύρω από τη μουσική και θα διατηρήσω σίγουρα συνεργασία με όλα τα παιδιά, αφού ίσως πολλά από αυτά, μετά από τόσα χρόνια, θα δυσκολευτούν να συνεχίσουν υπό άλλη διεύθυνση. Ίσως συνεχίσουμε να διοργανώνουμε, έτσι, συχνά συναυλίες για φιλανθρωπικό σκοπό.»