Η Κουντουρουδιά βρίσκεται κοντά στη Σκάλα Λουτρών και υπάγεται στον ομώνυμο δήμο. Πρόκειται για ένα μικρό, ήσυχο λιμανάκι, στο οποίο, σήμερα, λειτουργούν μόνο δύο ταβέρνες και ένα καφενείο.
Η Κουντουρουδιά βρίσκεται κοντά στη Σκάλα Λουτρών και υπάγεται στον ομώνυμο δήμο. Πρόκειται για ένα μικρό, ήσυχο λιμανάκι, στο οποίο, σήμερα, λειτουργούν μόνο δύο ταβέρνες και ένα καφενείο. Η μία από αυτές τις ταβέρνες, η ψαροταβέρνα «Τα αστέρια», ανήκει στην οικογένεια του Στέλιου Χιώτη. Την ίδια οικογένεια που από το 19ο αιώνα έχει αναλάβει τη μεταφορά κατοίκων της Λέσβου από την Κουντουρουδιά απέναντι, στο Πέραμα του κόλπου της Γέρας, μέσω του μόνου - αρχικά - τρόπου, της θάλασσας. Ο Στέλιος Χιώτης και ο ανιψιός του, Ευστράτιος Καραντώνης, συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας, λειτουργώντας τα τρία - πλέον - καραβάκια, που εξυπηρετούν ως μέσο μεταφοράς του κόσμου κάθε μέρα, αλλά και το καρνάγιο μικρών σκαφών που βρίσκεται εκεί, κληρονομιά που κρατάει επίσης από την ίδια εποχή.
Από τον προ-προηγούμενο αιώνα, η Κουντουρουδιά επικοινωνεί με το Πέραμα με θαλάσσια «συγκοινωνία». Άλλωστε, πριν την κατασκευή του δρόμου που ενώνει οδικώς τη Μυτιλήνη με τον κόλπο της Γέρας, αυτή ήταν και ο μόνος τρόπος μετάβασης των κατοίκων από τη μία πλευρά του κόλπου στην άλλη.
Οικογενειακή παράδοση…
Ο Στέλιος Χιώτης είναι ο ιδιοκτήτης των δύο από τα τρία καραβάκια, που μεταφέρουν τον κόσμο από την Κουντουρουδιά στο Πέραμα και αντίστροφα - το τρίτο καραβάκι ανήκει στον ανιψιό του, Ευστράτιο Καραντώνη. Έχει «κληρονομήσει» το πόστο αυτό τα τελευταία 45 χρόνια από τον πατέρα του, Βασίλη, ο οποίος είχε, με τη σειρά του, παραλάβει τα ηνία από το δικό του πατέρα, Αντώνη. Πρόκειται, δηλαδή, για μία παράδοση οικογενειακή, η οποία δίνει ζωή στην περιοχή και εξυπηρετεί κόσμο που θέλει να μετακινηθεί, εδώ και ενάμιση αιώνα τουλάχιστον. «Ο πατέρας μου ήταν στη δουλειά 70 χρόνια», λέει ο κ. Στέλιος. «Πριν από αυτόν, τη δουλειά είχε ξεκινήσει ο παππούς μου, όταν ακόμη οι μετακινήσεις γίνονταν με βάρκες με κουπιά.»
«Τις σκάλες αυτές, παλιά, τις είχαν οι Γερμανοί», λέει ο κ. Στέλιος. «Τις είχαν κάνει καταφύγιο, ειδικά μία σκάλα που βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο από εδώ. Ωστόσο, τα δρομολόγια ποτέ δε σταμάτησαν.»
Παλιότερα, οι «επιβάτες» κατέφθαναν στην Κουντουρουδιά ή στο Πέραμα, αντίστοιχα, με τα πόδια ή με γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα. Οι βάρκες τότε έκαναν περίπου μισή ώρα να περάσουν απέναντι. Στη συνέχεια, η κατασκευή του δρόμου έδωσε τη δυνατότητα οδικής μετάβασης και τα δρομολόγια από τότε έχουν μειωθεί.
Τα τρία… καραβάκια
Τα τρία καραβάκια έχουν, φυσικά, σύμφωνα με τον εργαζόμενο σε αυτά από το 1996, Παναγιώτη Μουτζούρη, και τα ονόματά τους: «Ποσειδώνας», «Βαγγελίτσα - Αβέρωφ» και «Άγιος Παντελεήμονας». Για το δεύτερο ειδικά, η ιστορία που μας αφηγείται για τον παππού του ο κ. Στέλιος, μας επιτρέπει να φανταστούμε ότι πήρε το όνομά του από τον ίδιο: «Όταν είχε έρθει, κάποια στιγμή, στον κόλπο της Γέρας το οχηματαγωγό πλοίο “Αβέρωφ”, ο παππούς μου το έδειχνε στον κόσμο και φώναζε το όνομά του. Έτσι, του έμεινε το παρατσούκλι “Αβέρωφ” και του ίδιου…»
Κάθε μέρα, τα τρία καραβάκια μεταφέρουν περίπου 30 - 50 άτομα, κατοίκους των περιοχών γύρω από τα λιμανάκια της Κουντουρουδιάς και του Περάματος, αλλά και από περιοχές που βρίσκονται πιο μακριά, όπως το Πλωμάρι, οι οποίοι εξυπηρετούνται για να πάνε στις δουλειές τους ή να κάνουν τα ψώνια τους στην πόλη της Μυτιλήνης. Τους καλοκαιρινούς μήνες, φυσικά, πολλοί είναι οι τουρίστες που δοκιμάζουν μια «βόλτα» στον κόλπο της Γέρας με τον παραδοσιακό τρόπο.
Από τις επτά το πρωί, τα καραβάκια περιμένουν τον κόσμο που φθάνει στην Κουντουρουδιά με το λεωφορείο, για να τον περάσουν απέναντι. «Το λεωφορείο φέρνει τους επιβάτες, τους περνάμε απέναντι, παραλαμβάνουμε όσους περιμένουν εκεί και τους φέρνουμε εδώ», λέει ο κ. Στέλιος. Κάθε μία ώρα, μέχρι τις οκτώμισι το βράδυ και με αντίτιμο ένα ευρώ, τα καραβάκια διασχίζουν τον κόλπο, σε μία διαδρομή που διαρκεί περίπου 10 λεπτά. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα, για όποιον το επιθυμεί, να «αγκαζάρει» μία από τις βάρκες, για να κάνει μόνος του βόλτα στον κόλπο ή απλά για να περάσει απέναντι. Στην περίπτωση αυτή, το αντίτιμο ανεβαίνει στα τέσσερα ευρώ.
Κινδυνεύει να χαθεί…
Από τότε που η περιοχή συνδέθηκε οδικώς με την απέναντι πλευρά του κόλπου της Γέρας, η δουλειά στα καραβάκια, σύμφωνα με τον κ. Στέλιο, μειώθηκε. «Ο δρόμος μάς έχει κόψει τη δουλειά. Τον καιρό του πατέρα μου υπήρχαν 21 βάρκες που έκαναν τα δρομολόγια, σήμερα έχουμε μόνο αυτές τις τρεις. Το συνεχίζουμε, όμως, γιατί από τη στιγμή που επισκευάζουμε μόνοι μας τις βάρκες στο καρνάγιο, μειώνουμε τα έξοδα και μας συμφέρει. Αν έπρεπε να πληρώνουμε για τις επισκευές και τη συντήρηση, δε θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας.»
Το καρνάγιο…
Η οικογένεια του Στέλιου Χιώτη λειτουργεί από πατέρα σε γιο και το καρνάγιο που βρίσκεται στη Σκάλα Κουντουρουδιάς, στο οποίο αναλαμβάνουν απλά τη συντήρηση και μικροεπισκευές σε μικρά, ξύλινα σκάφη. «Βγάζουμε τα σκαφάκια έξω, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή, αλλά και άλλα, που έρχονται από τη Μυτιλήνη και το Πλωμάρι, και τα συντηρούμε», λέει ο κ. Στέλιος. «Αυτό το κάνουμε για μικρές βάρκες και σκάφη, το πολύ-πολύ για μικρά τουριστικά γιοτ», συμπληρώνει, σημειώνοντας ότι υπάρχει άλλο ένα καρνάγιο που λειτουργεί στη Σκάλα Λουτρών.
Ωστόσο, και το καρνάγιο κινδυνεύει, σύμφωνα με τον ίδιο, να πάψει να υπάρχει κάποια στιγμή, αφού ο χώρος είναι του Λιμενικού και κινδυνεύουν με έξωση, αφού τους ζητούνται άδειες που θέτουν μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτές στις οποίες μπορούν να ανταποκριθούν. «Έχουμε άδεια ναυπηγείου, αλλά στις απαιτήσεις για καινούργια πράγματα, που αφορούν μεγαλύτερα καρνάγια, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, ίσα που βγαίνει το μεροκάματο», λέει ο κ. Στέλιος.
Από τη στιγμή που η οικογένεια δεν απασχολεί άλλο προσωπικό, η τέχνη αυτή πάει από χέρι σε χέρι και δε θα υπάρχει κανείς να τη συνεχίσει, στην περίπτωση που κλείσει το καρνάγιο… «Είναι κρίμα», συμπληρώνει ο κ. Στέλιος, «αυτά είναι παραδοσιακά πράγματα, εμείς εξυπηρετούμε το νησί, έχουμε γίνει ιστορία, ασκητές. Κουραζόμαστε πολύ με αυτό που κάνουμε, αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί να το κάνει κανείς…»