Βγαίνω πρωί-πρωί στη βεραντούλα να τεντωθώ, να ακούσω τα προβατάκια και τα πουλάκια, να κάτσω ελληνοπρεπώς στις πέντε καρέγλες μου και ν’ απολαύσω το καφεδάκι μου, όταν βλέπω ένα σύννεφο σκόνη δίπλα, κι ομοβροντίες από μπουλντόζες, τσάπες κομπρεσέρ κι άλλα τέτοια συμπαθή μηχανήματα.
Βγαίνω πρωί-πρωί στη βεραντούλα να τεντωθώ, να ακούσω τα προβατάκια και τα πουλάκια, να κάτσω ελληνοπρεπώς στις πέντε καρέγλες μου (τέσσερις, ήταν προ Αλβανών) και ν’ απολαύσω το καφεδάκι μου, όταν βλέπω ένα σύννεφο σκόνη δίπλα, κι ομοβροντίες από μπουλντόζες, τσάπες κομπρεσέρ κι άλλα τέτοια συμπαθή μηχανήματα. Πάν’ οι καρέγλες, πάν’ οι καφέδες, κλείστηκα περίλυπος μέσα. Ρωτώ τη γειτόνισσα που τίποτα δεν της ξεφεύγει.
- Δεν τα μάθατε, κύριε Γιώργο; Πού ζείτε καλέ; Ο Ρίνγκο ο Μεξικάνος· με το αντίσκηνο· αγόρασε δίπλα τού Θοδωρή, και θα χτίσει...
Κι έτσι, έπεσα στο κομπιούτερ να ενημερώσω εσάς τους ενεργούς πολίτες, και σκεφτόμουνα πού να πάω για καμμιά βδομαδούλα, μέχρι να τελειώσουν τουλάχιστον οι εκσκαφές.
Όπως διακρίνομαι για την ευφυΐα μου, σκέφτηκα αυτούς τους αγαπημένους «φίλους» που κατά καιρούς έχω φιλοξενήσει από βδομάδα και πάνω. Φαΐ, ύπνο, κρασί, ούζα, ταβέρνες με δική μου φιλική διάθεση πληρωμένες, και κάτι εκδρομούλες να μην παραπονεθούνε και δεν ξανάρθουν και με πούνε και γάιδαρο, καταλαβαίνεις τώρα εσύ.
Με την ευκαιρία θα τους δίναμε τη μεγάλη χαρά να ανταποδώσουνε τη φιλοξενία, όπως μας διαβεβαιώνανε όλοι, φεύγοντας απ’ το σπίτι μας φορτωμένοι κότες, κουνέλια, φρούτα και λαχανικά.
Μ’ αυτά τα θάρρετα που λες, σχημάτισα τον πρώτο αριθμό.
- Εμπρόοος, άκουσα τη γνώριμη φωνή του, πήρα φόρα, γιόμισα χαρές και γέλια το σύρμα.
- Σου ‘ρχομαι, Βαγγέλη. Το αποφάσισα! Άντε μην το ‘χεις παράπονο. Ναι. Ναι. Με τη γυναίκα μου. … Πόσο; Δυο - τρεις μερούλες. … Ναι. … Τι;; … Συμβούλιο; ... Θα λείπεις; ... Δεν πειράζει, φίλε μου, μια άλλη φορά.
Σχημάτισα δεύτερο αριθμό.
- Ξέρεις Δημητρό; Σου έχω μια έκπληξη. Ήρθε η ώρα να κάνουμε παρέα! … Πού; ... Μα στο σπίτι σου, αν φυσικά γίνεται. Έλεγες πως είναι μεγάλο. ... Ναι, ξέρω. ... Ναι ... Τι;; Σύσκεψη;… Ααα, κατάλαβα. … Δεν πειράζει άλλη φορά.
Κι αυτός ο καημένος στο καυσαέριο!
Μπήκανε ψήλοι στ’ αυτιά μου. Με μάλωσε όμως η κατά τ’ άλλα έξυπνη γυναίκα μου για την παραξενιά μου· λέω, ας πάμε στου Γρηγόρη που μ’ εκτιμά ξεχωριστά. Μέχρι που μου ‘φερε και δυο ξένες οικογένειες, για να μου δείξει, ρε παιδί μου, την αγάπη του αυτός ο άνθρωπος. Συγκινηθήκαμε τότε, τους παραχωρήσαμε όλο το σπίτι, κοιμηθήκαμε εμείς στην ταράτσα.
Γι’ αυτό, χαρούμενος, άντε πάλι, ντρίιιν το τηλέφωνο.
- Έλα· θα σε περιμένω. Πολλές μέρες να μείνεις; Μου είπε.
Χάρηκα αφάνταστα, έριξα κάτι πεταχτά φιλιά στη γυναίκα μου, και βάλθηκα να σάζω τη βαλίτσα. Δεν πέρασε πολύ, χτυπάει το τηλέφωνο.
- Ξέρεις φίλε μου, η πεθερά μου, τη γνώρισες όταν ήρθαμε, δεν είναι καλά. Θα την πάμε στο νοσοκομείο. Ξέρεις, γριά γυναίκα … αλλάα, μετάαα, σε περιμένω...
Φτου σου, γκίνια! Πάει κι ο Γρηγόρης. Τώρα;;
Κάνω να πάρω άλλο αριθμό, σταμάτησα.
Λέω, άσε, γιατί θα γεμίσει η Αθήνα συνέδρια και τα νοσοκομεία πεθερές. Πήγε να με πει η δικιά μου κακοπροαίρετο, της θύμισα το Τζίμη, το βούλωσε.
Τι ήταν αυτός; Ένας Ελληνοαμερικάνος που μου τον κουβαλήσανε εδώ, και να σαργούς του κιλού, να χταποδάκι στα κάρβουνα, κουνελάκι στον ξυλόφουρνο, μέχρι αστακό διέλυσε.
Κι όταν τον τράκαρα στην Καλιφόρνια, εμείς, κι όχι αυτός, τον κεράσαμε. Κι έκανε πως δε μας θυμόταν!!!
Κατάλαβες τώρα, φίλε μου, γιατί θέλει σπάσιμο η κούτρα μου; Τι το ‘θελα το εξοχικό, που όμως τώρα είναι πρώτη και κύρια και μοναδική κατοικία; Οι άλλοι, όμως, συνεχίζουν να το αποκαλούν εξοχικό προς ιδίαν αυτών τέρψιν.
Για να μην τους παίρνω όλους σβάρνα, υπάρχουν και οι καλοί φίλοι που ανταποδίδουν, μα μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού.