Χρόνια τώρα συνεχίζεται αυτή η σαχλαμάρα που ακούει στο όνομα Eurovision. Το γράφω με λατινικά γράμματα γιατί δε μου πάει να την πω Γιουροβίζιον. Όλα αυτά που μας έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια και έχουν πρώτο συνθετικό το Euro - που το προφέρουν Γιούρο - μου φέρνουν αλλεργία.
Χρόνια τώρα συνεχίζεται αυτή η σαχλαμάρα που ακούει στο όνομα Eurovision. Το γράφω με λατινικά γράμματα γιατί δε μου πάει να την πω Γιουροβίζιον. Όλα αυτά που μας έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια και έχουν πρώτο συνθετικό το Euro - που το προφέρουν Γιούρο - μου φέρνουν αλλεργία. Στο κάτω-κάτω προέρχεται από την ελληνική λέξη Ευρώπη, που ευτυχώς δεν τη λέμε ακόμα Γιουρώπη, σαν εκείνον τον Έλληνα τουρίστα (και βλάκα), που βγαίνοντας στην Αίγινα και βλέποντας την ταμπέλα του ξενοδοχείου ΑΡΕΤΗ, διερωτήθη τι σημαίνει «Αίηπεθ».
Την ονομάζω δε σαχλαμάρα, γιατί όντως τέτοια είναι. Υποτίθεται πως είναι διαγωνισμός για την ανάδειξη του καλύτερου ευρωπαϊκού τραγουδιού και του ερμηνευτή του. Κανείς δεν αναρωτήθηκε όμως γιατί συμμετέχουν χώρες σαν το Ισραήλ ή την Αρμενία, που σε καμμιά γεωγραφία δε θεωρούνται ευρωπαϊκές. Τα λόγια σε απαξάπαντα τα τραγούδια είναι αμερικάνικα και όσο για τη μουσική τους, άσ’ τα να πάνε. Τέλος, οι ερμηνευτές των τραγουδιών της Eurovision είναι περισσότερο ακροβάτες και χορευτές παρά τραγουδιστές. Η φωνή τους δε διαθέτει ούτε μέταλλο, ούτε αίσθημα και δεν έχει καμμιά αρμονία.
Τόσο τα λόγια όσο και η μουσική είναι απολύτως εφήμερα και σε ένα χρόνο έχουν ξεχαστεί. Στο θεό σας, ποιος θυμάται το τραγούδι που ήρθε πρώτο στη Eurovision του 2001; Βάζω στοίχημα, ούτε ένας. Ανήκουν στην πολυπληθή κατηγορία των μουσικών υποπροϊόντων, που μόνο ακούγονται, που δεν τα έχει τραγουδήσει ποτέ κανείς πέρα από τους ερμηνευτές τους και που ξεχνιούνται ταχύτατα. Δεν είναι, να πούμε, σαν τα τραγούδια της Πιαφ ή του Μουστακί, των «Μπητλς» ή του Λένον ή τα δικά μας από του Αττίκ και του Χαιρόπουλου ως του Μικρούτσικου ή του Δεληβοριά και του Μαχαιρίτσα, που τα τραγουδάμε συνεχώς και μεις και τα παιδιά μας και θα τα τραγουδάνε και τα εγγόνια μας...
Και όμως, όλην αυτή την ανοησία και τη σαχλαμάρα μάς τη σερβίρουν κάθε χρόνο, με τη συνοδεία εκτυφλωτικών, πολύχρωμων φώτων και εντυπωσιακών εφφέ, της δίνουν χροιά ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, ντοπάροντας έτσι τα πλήθη των βολεμένων και ανυποψίαστων τηλεθεατών και το χειρότερο προσέρχονται στον ημιτελικό και τελικό διαγωνισμό πλήθος «επωνύμων» προσωπικοτήτων, από υπουργούς και βουλευτές, πολιτικάντηδες και βάλε, που λειτουργούν με βάση το γνωστό «μαζί με το βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα». Πουλάνε μούρη δίπλα στην απαστράπτουσα μούρη των διάφορων Ρουβάδων, μπας και εισπράξουν ψήφους.
Πότε άραγες θα απαλλαγούμε από αυτήν τη σκουπιδικουλτούρα;
Και να σκεφτεί κανείς πως την ίδιαν ώρα γίνονται στην Ελλάδα εξαιρετικές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, πολλές παγκοσμίου εμβελείας, υψηλοτάτου επιπέδου, με ερμηνευτές μεγάλους καλλιτέχνες και όμως τις τρώει το σκοτάδι, γιατί αυτοί που κρύβονται πίσω από το χαζοκούτι θέλουν να αποβλακώνουν και όχι να φιλοκαλούν.
*O Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (ενδέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» - Αθήνα 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γνώση».