O Γιάννης Καβάσιλας είναι φανατικός αναγνώστης και μελετητής, «παιδί φανατικό για γράμματα», κατά τη ρήση του Καβάφη, και αφού έγραψε και δημοσίευσε πολλά, σκορπίζοντας τους καρπούς του σε διάφορα περιοδικά, τώρα αποφάσισε να τους διασώσει στις σελίδες ενός βιβλίου.
Γιάννης Καβάσιλας
Διηγήματα
Εκδόσεις Έψιλον
Αθήνα 2009
O Γιάννης Καβάσιλας είναι φανατικός αναγνώστης και μελετητής, «παιδί φανατικό για γράμματα», κατά τη ρήση του Καβάφη, και αφού έγραψε και δημοσίευσε πολλά, σκορπίζοντας τους καρπούς του σε διάφορα περιοδικά, τώρα αποφάσισε να τους διασώσει στις σελίδες ενός βιβλίου. Μια παλιά ελληνική παροιμία λέει «κάλιο αργά παρά ποτέ» και μια άλλη «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Και οι δύο αυτές επαληθεύονται με το πρόσφατο συγγραφικό του έργο. Παράλληλα με τις ποικίλες σπουδές και ασχολίες του, ο Καβάσιλας σπούδασε ζωγραφική και φιλοτέχνησε πολλά έργα τα οποία κοσμούν πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Ο αναγνώστης των διηγημάτων του διαβάζει και παράλληλα βλέπει το εικαστικό δράμα που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του. Κατ’ αρχάς ο τόμος των 12 διηγημάτων φέρει τον ενδιαφέροντα, λίαν σκανδαλώδη και λίαν υπαινικτικό τίτλο «Συνωστισμός και άλλα τινά…». Και είναι σκανδαλώδης και υπαινικτικός ο τίτλος επειδή με τη λέξη «συνωστίζονταν» η επιστημονική συγγραφική ομάδα ενός σχολικού βιβλίου νόμιζε πως εξομαλύνει γλωσσικά την αγριότητα του μαρτυρίου που στις ψυχές των θυμάτων δεν είχε και δεν επρόκειτο να καταλαγιάσει. Δεν είναι της στιγμής να κριθεί και εδώ το θέμα, αλλά το βίαιο γεγονός του ξεριζώματος του Ελληνισμού από τα παράλια της Μικράς Ασίας δεν ήταν «συνωστισμός», όπως παραστατικότατα περιγράφει η παρακάτω εικόνα, από την πρώτη σελίδα του βιβλίου:
«Τα πτώματα, στην ακέφαλη μοναξιά τους στο χαντάκι του δρόμου, φαίνονταν και δεν φαίνονταν, όμως εμείς ξέραμε, ο παππούς, η γιαγιά Αδελαΐς, η πριγκίπισσα κι οι γείτονες κι ένας στρατιώτης Έλληνας, εκείνος και τι τράβηξε… του σπάνε κάθε χέρι τέσσερις πέντε φορές, και να ουρλιάζει ο έρημος, του παίρνουν το ζωστήρα, πέφτουν τα βρακιά του κι αυτοί να φωνάζουν “σήκωσε γκιαούρ τα βρακιά σου”, και με τι χέρια να τα σηκώσει το παλικάρι, τότε ένας τσέτης βγάζει ένα ζωνάρι φαρδύ, του δένουν και τα δυο πόδια και τον σέρνουν στο χαντάκι σαν ψοφίμι, “δε σε σκοτώνω” του λέει ο τσέτης και τον άφησε να πεθαίνει από μόνος του, σακατεμένος που ήταν, κι από πάνω του πέταξαν τον παππού, τη γιαγιά Αδελαΐδα, τη γειτόνισσα και τους άλλους.»
Η ανηλεής αφήγηση έρχεται να επαληθεύσει για άλλη μια φορά πόσο ευμετάβολη είναι η τύχη και να υπερβεί, με τον ανατριχιαστικό ρεαλισμό της, ακόμα και το θρήνο της τραγικής Εκάβης, όταν, εκεί στους ίδιους, σχεδόν, τόπους, με ρημαγμένα τα παλάτια, διαπίστωνε πως είμαστε ένα τίποτα και «πλούτη και αξιώματα όλα έγνοιες είναι και κορδώματα», επαληθεύοντας το σοφό «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Και ξανά, πάλι, στα ίδια, περίπου, χώματα, στη Χίο το 1822, έμελλε να διαδραματιστεί η νέα φρίκη που απεικόνισε στους πίνακές του ο Ντελακρουά, από τους ίδιους θύτες, στους ίδιους σχεδόν χώρους· ακριβώς 100 χρόνια πριν από τη νέα σφαγή του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, το 1922. Ο ανθρώπινος πόνος, τα βασανιστήρια, η φρίκη, τα παντός είδους πάθη των θυμάτων και η απόγνωση, η έκπτωση, όχι μόνο του πολιτισμού, αλλά και του ανθρώπου, κι από την άλλη η βαρβαρότητα, η σκληρότητα, η ωμότητα, η αποκτήνωση του αφιονισμένου από τη νίκη αντίπαλου, η αφηνιασμένη εκδίκηση που καμμιά τραγωδία δεν απέδωσε ποτέ έτσι ωμά και τόσο σκληρά, κι ακόμα η εγκληματική αδιαφορία των ξένων δυνάμεων, ο παραλογισμός, η απορία με ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ;. Για τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων; Γιατί «έτσι το θέλαν οι θεοί», κατά το Σεφέρη; Κι από την τελευταία σελίδα:
«Κι άξαφνα πέσανε οι πυροβολισμοί… Τα πουλιά άλλαζαν συνεχώς χρώματα… Τα φτερά τους σκέπασαν το πρόσωπο του ανθυπολοχαγού να μην βλέπει να μην ακούει. Όμως ο πόνος ανέβαινε κατακόρυφα και γινόταν μια σκληρή στήλη. Ήταν η σούβλα… Όταν τα όρνεα εξόρυξαν έναν των οφθαλμών του, η ψυχή του ελικνίζετο ήδη μέσα στα λευκά φτερά πελαργών, ίσως αγγέλων… Δυο Τούρκοι βοσκοί τον βρήκαν μέρες μετά και με προφύλαξη τον αποκαθήλωσαν και τον πήγαν κάτω στην όχθη του ποταμού. Τον απίθωσαν δίπλα στα ομιλούντα νερά του. Ένας προσεκτικός ακροατής θα τα άκουγε να λένε: “Είπατε τω βασιλεί χαμαί πέσε…”»
Ο παρηγορητικός επίλογος των νερών μοιρολογεί τον ανθυπολοχαγό, όπως η «φώκια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη την Ακριβούλα, και ο παραλλαγμένος χρησμός των Δελφών στον Ιουλιανό, με το τελεσίδικο μήνυμα, δείχνει από πόσο μακριά έρχεται, και πόσο μακριά πάει, το νήμα της ιστορικής μνήμης, της απώλειας, της συμφοράς.
Ο Γιάννης Καβάσιλας με τα διηγήματά του άγγιξε ευαίσθητες χορδές και σκάλισε αιμάσσουσες πληγές. Αποδείχτηκε τραγικός αφηγητής, καλός αγωγός της συγκίνησης, έμπειρος διαχειριστής της μαρτυρικής μνήμης, πλατύ κανάλι διοχέτευσης ανθρώπινης εμπειρίας, ποταμός ιστορικού πάθους σ’ ένα χώρο όπου το «Πάρθεν η Ρωμανία» επιβεβαιώθηκε τραγικά και επίσης τραγικά ναυάγησε οριστικά και για πάντα το «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι».