Είναι φορές που τα κύματα σε οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Κι εσύ απλά αφήνεσαι να σε συμπαρασύρουν...
Είναι φορές που τα κύματα σε οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Κι εσύ απλά αφήνεσαι να σε συμπαρασύρουν… Επιστρέφαμε από μια θαυμάσια εκδήλωση που έγινε στο Σχολείο της Σκαμιάς για τα 40 χρόνια από το θάνατο του Στράτη Μυριβήλη, όταν ο φίλος και παλιός συμμαθητής που με συνόδευε έριξε την ιδέα να σταματήσουμε στην Άργενο για ένα ρακί. Πώς να το αρνηθείς… Βοηθούσε φυσικά και η ψυχική γαλήνη, ύστερα απ’ αυτό που πριν λίγο απολαύσαμε. Γιατί όταν νιώθεις ότι αυτό που πήγες να δεις σου άφησε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι περίμενες, μια αίσθηση πληρότητας, ικανοποίησης και χαράς σε κυριεύει κι ανοίγει η ψυχή σου. Σιγοντάρει κι η νύχτα… γίνεται ν’ αντισταθείς στις αδυναμίες; Δε γίνεται…
Οπότε, ανηφορίσαμε για το μικρό χωριουδάκι που σαν αετοφωλιά βρίσκεται κουρνιασμένο στις βραχώδεις πλαγιές του Λεπέτυμνου. Στην ταράτσα του καφενείου, πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι. Ηλικιωμένοι, απ’ αυτούς τους καθημερινούς, που έχουν ξεμείνει στα έρημα χωριά τους, αφημένοι, θαρρείς, στη σκόνη της αχρηστίας. Μιας κι ο χρόνος φαντάζει περίσσιος για χάρη τους, μένουν εκεί και περιμένουν... Καθίσαμε στο διπλανό τραπεζάκι και παραγγείλαμε το πρώτο «πενηνταρέλ(ι)» με τα γνωστά: ντομάτα, αγγούρι, ψωμί και φέτα. Εκείνοι κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους, που δεν έφτασε στ’ αυτιά μου. Μολονότι δεν έδωσα την παραμικρή σημασία, μια περιέργεια την είχα, όχι τόσο για το τι είπαν για μας - αυτό φάνηκε -, αλλά για το τι συζητούσαν.
Ο πιο ηλικιωμένος, ένας αδύνατος, με σκεβρωμένα χαρακτηριστικά και χαρακιές από την αμείλικτη επίδραση του χρόνου επάνω του, έδειχνε ο πιο πολύξερος. Μελίσσι οι ερωτήσεις των άλλων. Είχε γούστο η συζήτηση. Φαινόταν γέννημα-θρέμμα του τόπου. Περηφανευόταν στους άλλους για όσα είχε ζήσει: «Εγώ πρόλαβα κι ένιωσα - ο τυχερός - τη μυρωδιά που είχε το άχυρο στ’ αλώνια. Το ρίγος του παιδικού κορμιού από το φόβο του αγροφύλακα για τα κλεμμένα φρούτα. Ακόμα και το γερο-Παπανδρέου νομάρχη του νησιού»! Κάτι τέτοια… Οι άλλοι άκουγαν και κουνούσαν το κεφάλι. Ανάλογα αν συμφωνούσαν ή όχι μαζί του. Έτρεχε ο λόγος τους για τους καιρούς εκείνους που ανεμόμυλοι λυμαίνονταν την ψυχή τους. Όταν μάλωναν με τ’ άλλα παιδιά για τη μοιρασιά των άστρων. Για τα χρόνια εκείνα που οι άνθρωποι ζούσαν μαζί. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Μπορεί να μην έβλεπαν καθαρά το τοπίο που επιθυμούσαν να ριζώσει η ψυχή τους, ήξεραν όμως ότι υπήρχε. Κάπου μακριά. Ίσως στον ακαθόριστο ορίζοντα των ονείρων τους. Εκεί που έσμιγε ο δικός τους ουρανός με τη θάλασσα, μη ξέροντας τι υπήρχε παραπέρα…
Λόγια απλά ειπωμένα, αλλά με τόση σοφία… τόσο σωστά. Χάρμα να τους ακούς. Με τι όρεξη να συνεχίσουμε εμείς πια με τα δικά μας, όταν δίπλα σου ανακαλύπτεις στολίδια, απ’ αυτά τα αζήτητα που έχει ανάγκη η ψυχή σου; «Τα ούζα των κυρίων κερασμένα από μένα», είπα σιγανά στον καφετζή μόλις ήρθε για το δεύτερο καραφάκι. «Δε γίνεται… Είναι πληρωμένα, προ πολλού, τα δικά σας απ’ τους κυρίους…», μου είπε. Δε σήκωναν λόγο όταν τους είπα πως επιθυμία μας ήταν να κεράσουμε εμείς. Ανένδοτοι εκείνοι. «Άσκοπα επιμένεις», μου λέει ο φίλος, «έτσι είναι εδώ, δε θα πετύχεις τίποτα.» Κοντέψαμε τις καρέκλες μας τότε και γίναμε μια παρέα, σίγουροι πως θα κερδίζαμε σε σοφία! Απ’ αυτή που λείπει στις μέρες μας.
Είναι κάποιοι άνθρωποι σε τούτη τη ζωή, που τους συναντάς τυχαία και λες: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ»! Κι εκείνοι με τον τρόπο τους σ’ αφήνουν να τους πλησιάσεις, απλώνουν τα χέρια και σου κλέβουν την καρδιά. Έχουν το δικό τους ουρανό και ταξιδεύουν… Εσύ το δικό σου… αν τύχει όμως και σμίξουν… τότε γίνεται πιο όμορφο το τοπίο. Όπως κι έγινε. Εκείνο το βράδυ...