Σε φόντο μπλε…

01/07/2012 - 05:56
Δεν ήταν και ο τέλειος καιρός. Οι ιδιοτροπίες και οι παραξενιές της φετινής άνοιξης. Μια ήλιος, μια συννεφιά, μια δροσούλα, μια ψύχρα… Όλα ανάκατα. Έτσι ήταν κι η θάλασσα αυτή τη μέρα. Πρώτη φορά την αντίκριζα έτσι γκρίζα και φουρτουνιασμένη. Αυτή η εικόνα της μου αλλάζει τη διάθεση...
Δεν ήταν και ο τέλειος καιρός. Οι ιδιοτροπίες και οι παραξενιές της φετινής άνοιξης. Μια ήλιος, μια συννεφιά, μια δροσούλα, μια ψύχρα… Όλα ανάκατα. Έτσι ήταν κι η θάλασσα αυτή τη μέρα. Πρώτη φορά την αντίκριζα έτσι γκρίζα και φουρτουνιασμένη. Αυτή η εικόνα της μου αλλάζει τη διάθεση... Το συνηθίζω, κάθε φορά που βρίσκομαι στην Καλαμάτα, να περπατώ στην απέραντη παραλία της. Το απλωτό πεζοδρόμιο κάνει το περπάτημα ευτύχημα με τη θάλασσα δίπλα, παρέα σου, να σε ταξιδεύει… Έτσι όμως όπως την είδα, δε μου πήγαινε. Εγώ ψάχνω να βρω το γαλάζιο της. Κι αυτή ήταν φουρτουνιασμένη και γκρίζα. Να ηρεμώ, νιώθοντας την αρμύρα της, κι εκείνη να με ανταμείβει με αύρα, εικόνες και… σκέψεις. Τούτη την αντάρα της, σήμερα, δεν την άντεχα.
Οπότε, πήρα το αυτοκίνητο κι έπιασα τον παραλιακό για μια βόλτα προς τη μεσσηνιακή Μάνη. Από τα ωραιότερα μέρη εκεί κάτω. Κρατούν την αγνότητά τους και σου ανακαλύπτουν γενναιόδωρα τις ομορφιές τους. Προορισμός, Καρδαμύλη! Πανέμορφο μέρος! Ένα καφεδάκι στο καφενείο δίπλα στο κύμα ήταν ό,τι καλύτερο. Από κει αγνάντευα τη θάλασσα, λίγο πιο ήρεμη. Κάθισα στο μισάνοιχτο παράθυρο, να με χτυπάει η αύρα και πήρα μια βαθιά ανάσα με έντονη την επιθυμία μου για ένα μέτριο ελληνικό. Κοίταξα ένα τριγύρω. Δεν υπήρχε ψυχή. Τι παράξενο;
«Ξένος»; Με ξάφνιασε η κυρά που πλησίασε να μου πάρει παραγγελιά. «Όχι ακριβώς», της αποκρίθηκα. «Μ’ αρέσει το μέρος σας κι όποτε έχω την ευκαιρία το επισκέπτομαι. Ένα μέτριο ελληνικό θα πάρω.» Ξεμάκρυνε προς το βάθος και σε λίγο ήρθε με τον καφέ κι ένα κουλουράκι και τ’ απόθεσε στο λιτό σιδερένιο τραπεζάκι. «Θα καθίσω λίγο, πειράζει»; Στο συγκαταβατικό μου νόημα, τράβηξε τη διπλανή καρέκλα και κάθισε. Το είπε τόσο ψιθυριστά, λες και δεν ήθελε να ξυπνήσει κάποιον. Την κοίταγα απορημένος… Ένα μαβί μαντήλι έκρυβε τα μαλλιά της. Έδειχνε τόσο λεπτή μες στο πεντακάθαρο φουστάνι της. Στο πρόσωπό της και στις ρυτίδες της, θαρρείς κι είχε βρει απάγκιο όλη η αρμύρα της θάλασσας. Στα μάτια της όλο το μπλε του ουρανού. Το βλέμμα της, καθώς μιλούσε, χανόταν στην απλωσιά του ορίζοντα…
«Να, ο άντρας μου βγήκε για ψάρεμα απ’ τα χαράματα κι ακόμα να γυρίσει». Μου είπε, σα να μιλούσε σε παλιό γνώριμο που ήξερε από χρόνια… Δεν τη ρώτησα. Μόνη της θέλησε κι άρχισε να μου ανιστορεί τους φόβους της. «… Δεν είναι νέος πια, κι όλο λαχταράω μέχρι να γυρίσει… Δε λέω, την κουμαντάρει τη βάρκα, αλλά να…» Έστριψε πάλι να κοιτάζει προς τη θάλασσα. Την κοίταγα σα να συμμεριζόμουν τη λαχτάρα της, το φόβο της, μα… δεν είχα τρόπο, δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Τι να πω; Δεν έβρισκα λόγια. Ένιωθα άβολα. Έστρεψα προς τα έξω τα μάτια μου, αναζητώντας διέξοδο. Το τζάμι θολό απ’ τις ανάσες. Στον ουρανό, δυο γλάροι βολτάριζαν αμέριμνοι κι απ’ το μεγάλο βράχο μόλις φάνηκε μια βάρκα να κοντεύει. «Να τος, φάνηκε! Δόξα σοι ο Θεός». Έλαμψε με μιας το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. «Νερό δε σου ‘φερα, πάω…». Σηκώθηκε να φέρει το νερό...
Έξω ένα σύννεφο άσπρο, αέρινο, ντροπαλό έκρυβε τον ήλιο. Παιχνίδιζε μαζί του. Μια φανερωνόταν και μια τον έχανες. Σα να ‘παιζαν κρυφτό. Εκείνη ξέχασε να μου φέρει το νερό, τράβηξε ίσα για την πόρτα, να προϋπαντήσει τον άντρα της. Έστρωσε το μαβί μαντήλι στο κεφάλι της κι ανοίγοντας πρόσεξα πόσο έλαμπαν τα μάτια της τώρα. Δεν τα βασάνιζε εκείνη η λαχτάρα.
Έτρεξε στην άκρη του τοίχου. Εκείνος έδενε τη βάρκα. Της έδωσε το χέρι του. Εκείνη τον βοήθησε να βγει. Το κράτησε στα δικά της. Κάτι του έλεγαν που δεν έφτανε στ’ αυτιά μου. Έμειναν εκεί, δυο φιγούρες μόνες, απέναντι στη μοναξιά του ορίζοντα. Φάνταζαν σα να ‘ταν ο κόσμος όλος δικός τους. Και ήταν… Χαμένοι μέσα στο μπλε. Χαμένοι με φόντο το πέλαγος. Εκείνος θάλασσα. Κι εκείνη γυναίκα. Που γι’ αυτόν λαχτάραγε, κάθε που ξανοιγόταν…
 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey