Δεν τον συμπαθούσα. Μ’ ενοχλούσε το δουλικό του ύφος και η επιμονή του να ζητά το χάδι μου. «Έχω δικό μου σκυλί, δεν το καταλαβαίνει;» «Είσαι αλλουνού σκύλος, φύγε από μένα» - τον έδιωχνα.
Δεν τον συμπαθούσα. Μ’ ενοχλούσε το δουλικό του ύφος και η επιμονή του να ζητά το χάδι μου.
«Έχω δικό μου σκυλί, δεν το καταλαβαίνει;» «Είσαι αλλουνού σκύλος, φύγε από μένα» - τον έδιωχνα.
Ήταν ο τελευταίος που θα ‘παιρνε από τα χέρια μου μεζέ, όταν βρισκόμασταν η παρέα με τα σκυλιά μας.
Πριν στειρωθεί, η ενεργητικότητά του ήταν ανεκδιήγητη. Το ‘σκαγε όλη την ώρα και με εκνεύριζε ότι έπρεπε όλη η παρέα να τον αναζητά.
Μετά τη στείρωση ησύχασε αρκετά και καθόταν για ώρα στο σπιτάκι του. Τα μάτια του όμως είχαν πάντα την ίδια… φράση: «θες να είμαι δικός σου;»
Όχι, δε θέλω.
Κι αυτά τα χρώματά του, καθόλου της αρεσκείας μου. Η ανοιχτή καφέ μουσούδα και τα μελιά μάτια, με τρίχωμα μπεζ, με κάτι αραιές σοκολά πιτσίλες - καθόλου δε μου άρεσε.
Ένα αδιάφορο σκυλί μού ήταν, ανάμεσα σε τόσα άλλα που αγαπούσα περισσότερο.
Όχι, να μην μπει στο σπίτι.
Όχι, να μην έρθει βόλτα με το αυτοκίνητο.
Όχι, δεν είναι τα παιχνίδια που αγοράζω γι’ αυτόν.
Όχι, δεν τον αγαπώ, δε μ’ ενδιαφέρει.
…………………………………………………………………
Ο Γκόγκο έφαγε δηλητήριο. Πέθανε.
Το ‘σκασε για τελευταία φορά.
Ήμουν στη δουλειά.
Η ανακοίνωση του χαμού του μού έγινε εύκολα. Νόμιζαν δε θα με νοιάξει.
Απόμεινα σιωπηλή. Κοκκαλωμένη. Έβλεπα ολοκάθαρα αυτά τα μάτια να λένε: «Είδες;»
Αυτός που ζήταγε απ’ όλους να γίνουν για κείνον ο ΕΝΑΣ, άφησε την τελευταία του πνοή χωρίς ΚΑΝΕΝΑΝ.
Δε μιλώ. Δεν έχω «γειά», δεν έχω «αντίο», δεν έχω «συγγνώμη», δεν έχω δικαίωμα. Ένα κενό μόνο. Μια τρύπα. Από μια απώλεια που επειδή δεν πονάει, δε θα κλείσει ποτέ.