Ο Γιώργος Πέρρος δε θέλει ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι γνωστός σε όλους μας από τη συνεχή παρουσία του στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας και όχι μόνο. Γεννήθηκε στο Σκόπελο της Γέρας, ενώ ζει και δημιουργεί στη Μυτιλήνη.
Ο Γιώργος Πέρρος δε θέλει ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι γνωστός σε όλους μας από τη συνεχή παρουσία του στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας και όχι μόνο. Γεννήθηκε στο Σκόπελο της Γέρας, ενώ ζει και δημιουργεί στη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, μέχρι να τον διώξουν γιατί δεν υπάκουε στους ζωγραφικούς κανόνες που του επέβαλλαν και είναι μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Μέσα στο έργο του Πέρρου είναι εμφανής η υπέρτατη ανάγκη του καλλιτέχνη-ανθρώπου και η προτροπή του για ψυχική ανάταση και ισορροπία. Στο «Ε» μίλησε για το πώς μπήκε η ζωγραφική στη ζωή του, ποια ή μάλλον ποιες είναι οι εμπνεύσεις του και τι σημαίνει η τέχνη της ζωγραφικής για τον ίδιο.
Κύριε Πέρρο, θα ήθελα για αρχή να μας πείτε πώς μπήκε η ζωγραφική στη ζωή σας.
«Ξέρεις, από τότε που γεννήθηκα μέχρι σήμερα στάθηκα πολύ τυχερός. Έχω μία τύχη που με κατευθύνει πολλές φορές. Γεννήθηκα λοιπόν σε ένα σπίτι που είχε μια κουλτούρα, κυρίως του πατέρα μου, κι έτυχε ο πατέρας μου να είναι και ο ίδιος ζωγράφος. Μέχρι που πέθανε είχαμε μία διαμάχη. Ήταν ένα φοβερό ταλέντο, βλέπετε, αλλά χαράμισε τη ζωή του εδώ, με τα κτήματα. Ζωγράφιζε για προσωπική του ευχαρίστηση, αλλά δεν το καλλιέργησε ποτέ. Εγώ φαίνεται ότι κληρονόμησα το ταλέντο του. Πριν λοιπόν αρχίσω ακόμα να γράφω την αλφαβήτα, ζωγράφιζα. Και ο πατέρας μου ενθάρρυνε. Μέχρι μια ηλικία όμως, γιατί όταν διαπίστωσε πως ήθελα να ακολουθήσω τη ζωγραφική, προσπάθησε να με κατευθύνει προς την ιατρική. Αυτό το λάθος πρέπει να πω ότι το έκανα κι εγώ με τις δυο μου κόρες. Ευτυχώς όμως δε με άκουσαν, όπως ούτε εγώ τον πατέρα μου. Για να καταλήξω λοιπόν στην ερώτηση, από τότε που νιώθω τον εαυτό μου ζωγραφίζω.»
«Μ’ έδιωξαν από την Καλών Τεχνών»
Στη συνέχεια ήρθαν και οι σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
«Ναι. Πήγα δυο φορές αλλά με έδιωξαν. Πήγα σαν ταλέντο, αλλά δεν υπάκουα στις οδηγίες των καθηγητών…»
Δεν είναι άδικο να διώξεις έναν υποψήφιο μεγάλο καλλιτέχνη από μία σχολή, απλά επειδή δεν υπακούει σε κάποιους, ζωγραφικούς εν προκειμένω, κανόνες;
«Όχι, καθόλου. Έχω βέβαια πει πολλές φορές ότι η τέχνη δε διδάσκεται. Αν αποφοιτούσα από την Καλών Τεχνών το μόνο όφελος που θα είχα θα ήταν το πτυχίο που θα έπαιρνα και θα με βοηθούσε να μπω στο Δημόσιο. Εγώ στο Δημόσιο δε θα έμπαινα για όλα τα λεφτά του κόσμου. Έχω πάει στο Δημόσιο, όταν κάποτε με διόρισαν, και σε 20 μέρες έφυγα. Δεν ήταν δυνατό για μένα να σηκώνομαι το πρωί, να πηγαίνω να χτυπάω κάρτα, να φεύγω το μεσημέρι. Ήθελα να κάνω ό,τι γουστάρω εγώ. Το πότε θα ξυπνήσω, το πότε θα δουλεύω, ήθελα εγώ να το αποφασίζω κι όχι οι άλλοι για μένα.»
Μεγάλη υπόθεση να πετύχει κανείς κάτι τέτοιο, εφόσον πραγματικά το θέλει!
«Υπάρχουν περίοδοι, που για έξι μήνες, μπορεί και παραπάνω, δε θα τραβήξω πινελιά. Δεν κάνω τίποτα, κάνω βόλτες. Υπάρχουν και περίοδοι βέβαια που δουλεύω μέρα - νύχτα, όπως τώρα για παράδειγμα.»
Έχω πάντα έμπνευση…
Στην περίπτωσή σας να φανταστώ, λοιπόν, πως δεν ισχύει το ότι ζωγραφίζετε όταν έχετε έμπνευση;
«Δεν είναι θέμα έμπνευσης, όχι, γιατί αυτήν τη λεγόμενη έμπνευση την έχω πάντα.»
Συνεπώς, δεν έχετε κάτι συγκεκριμένο που σας εμπνέει. Μπορεί να είναι οτιδήποτε.
«Υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που με εμπνέουν κατά καιρούς. Ωστόσο, έχω την πολυτέλεια να έχω πολλά ερεθίσματα και μέσω μιας φωτογραφικής αποτύπωσης στο μυαλό μου, όταν έχω όρεξη να ζωγραφίσω, τα ανακαλώ. Αποτέλεσμα αυτού είναι και το ότι δεν κάνω ποτέ προσχέδια στα έργα μου. Κατευθείαν κάνω το σχέδιο στο τελάρο και βάζω χρώμα. Αυτή η… αποθήκη ερεθισμάτων και εικόνων που έχω στο μυαλό μου, βέβαια, με κάνει και τεμπέλη κάποιες φορές, γιατί έχω τη σιγουριά ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχει θέμα να ζωγραφίσω. Το θέμα λοιπόν δεν είναι να έχω έμπνευση, αλλά όρεξη να ζωγραφίσω, να πιάσω τα πινέλα μου. Να πω σ’ αυτό το σημείο, βέβαια, ότι μεγάλος δάσκαλος στη ζωγραφική είναι η φύση, αρκεί να είσαι παρατηρητικός.»
Στους πίνακές σας με θέμα τη γυναίκα βλέπουμε κορμιά που μοιάζουν να κινούνται, χωρίς όμως να βλέπουμε το πρόσωπό τους. Τι δείχνει αυτό;
«Όταν το 2002 ο δήμαρχος Μυτιλήνης, Νάσος Γιακαλής, ήθελε να εγκαινιάσει το Κεντρικό Λουτρό της Αγοράς, μου ζήτησε να κάνω μία έκθεση. Πήγα λοιπόν να δω το χώρο. Οι τοίχοι ήταν λουλακί, ώχρες… Από το χώρο έβγαλα εγώ αυτήν τη δουλειά. Έκανα ντυμένες γυναίκες, με το πρόσωπό τους να κρύβεται. Κι αυτό γιατί το πρόσωπο είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς όταν συναντά έναν άνθρωπο. Το πρόσωπο είναι που κλέβει την παράσταση. Εγώ όμως ήθελα να δώσω έμφαση στην κίνηση του κορμιού. Όπως δε βάζω ποτέ ανθρώπους στις βάρκες.»
Πράγματι. Για πείτε μας για το ζωγραφικό αυτό θέμα που σας έχει χαρακτηρίσει ως καλλιτέχνη.
«Το θεωρώ ξευτίλα να βάλω έναν ψαρά στις βάρκες. Κι αυτό γιατί η βάρκα στους πίνακές μου δεν είναι βαρκούλα που αρμενίζει, αλλά ένα σύμβολο, σύμβολο φυγής. Κάθε άνθρωπος, κάποια στιγμή θέλει να “φύγει”. Εγώ του δίνω το μέσο και σχεδόν πάντα αφήνω έναν ορίζοντα για να μπορέσει να “φύγει”.»
Ορισμένοι πίνακές σας χαρακτηρίζονται από μια ονειρική διάσταση κι αυτό επιτυγχάνεται πολλές φορές μέσα από τα αντικείμενα που αιωρούνται. Είναι κάτι που προέκυψε αυθόρμητα ή υπήρξε κάποια πηγή έμπνευσης γι’ αυτή την καλλιτεχνική ματιά;
«Είχα πάει στα Μετέωρα. Τα είχα δει φυσικά και σε φωτογραφίες, αλλά όταν έφτασα εκεί και τα αντίκρισα από κοντά, ένιωσα να ακούω μια φωνή να μου λέει “μετέωρα”. Είχα ένα μπλοκ μαζί μου. Πιάνω λοιπόν το μολύβι και το χαρτί και “σηκώνω” τα βράχια με το μοναστήρι επάνω, δεν τα άφησα να πατούν στη γη. Από κει ξεκίνησα να μετεωρίζω.»
Περί αιώρησης…
Τι σημαίνει αυτή η αιώρηση;
«Τι σημαίνει… Φαντάσου το Σύμπαν, το Θεό… Προσπαθώ να σπάσω τη βαρύτητα. Η βαρύτητα, ξέρεις, είναι κακό πράγμα γιατί σε “πατάει” κάτω κι εγώ αυτό δεν το αντέχω. Είναι ένας τρόπος λοιπόν να εκφράσω την ελευθερία, μια ελευθερία που αγγίζει τα όρια της ασυδοσίας.»
Όποιο κι αν είναι το θέμα των έργων σας, πάντως, η αφαιρετικότητα και η λιτότητα είναι στοιχεία που δε λείπουν ποτέ από αυτά.
«Ναι. Όσο μεγαλώνω γίνομαι πιο αφαιρετικός στη ζωγραφική και πιο αναρχικός. Μεγαλώνοντας ακόμα θα ήθελα με μια γραμμή σε έναν καμβά να πω αυτά που θέλω. Όσο αφαιρείς, θεωρώ ότι γίνεσαι και πιο περιεκτικός, ενώ όταν καθορίζεις κάτι, τόσο αυτό “μικραίνει”. Όσο πιο απλό κάτι, τόσο πιο μεγάλο για μένα. Ίσως στην αφαιρετική αυτή διάθεση να έχει συμβάλει και η ποίηση. Διαβάζω πολύ ποίηση, κυρίως ό,τι έχει να κάνει με σουρεαλισμό. Μεγάλος δάσκαλος επίσης, είναι η φύση, αρκεί βέβαια να είσαι παρατηρητικός.»
Έχετε κάνει πολλές εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πόσο διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν τα έργα σας οι ξένοι από αυτόν που τα βλέπουν οι Έλληνες;
«Όχι. Η μόνη διαφορά έχει να κάνει με το φως. Όταν εκθέτω σε Ελλάδα, το φως στα έργα μου είναι κάτι γνώριμο στο κοινό. Όταν πήγα στο Ελσίνκι, όμως, έβλεπα τον κόσμο να μπαίνει στην έκθεση κι έπειτα να φεύγει με ένα χαμόγελο. Το φως αυτό των έργων μου, που πηγάζει από τον ελλαδικό χώρο, τους έκανε εντύπωση.»
Το φως τελικά είναι το κυρίαρχο στοιχείο στα έργα σας.
«Ε, βέβαια… Ακόμα κι όταν δουλεύω κάρβουνο, εκεί που πέφτει το φως αφήνω το χαρτί στο χρώμα του, δεν το πειράζω καθόλου. Ακόμα λοιπόν και τα ασπρόμαυρα έργα μου χαρακτηρίζονται από φως. Και το φως αυτό το έχω “δανειστεί” από τη Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη για μένα είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης.»
Τέλος, κύριε Πέρρο, τι είναι για εσάς η ζωγραφική;
«Η ανάγκη μου για ζωγραφική είναι όπως η ανάγκη μου να πιω νερό ή να φάω. Η ζωγραφική για μένα είναι ο αέρας που αναπνέω. Αν για οποιονδήποτε λόγο σταματήσω να ζωγραφίζω, το πιθανότερο είναι να καταλήξω σε κάποιο… τρελοκομείο (σ.σ. γέλια). Είναι το οξυγόνο μου.»