Κάποτε ήταν ένας γέρος και μια γριά. Και για παιδί τους είχανε ένα βατραχάκι. Το αγαπούσανε πολύ το βατραχάκι, μα εκείνο ήταν πολύ σκανταλιάρικο. Μια μέρα η γριά έβαλε να κάνει τραχανά. Όταν ο τραχανάς άρχισε να βράζει, το βατραχάκι πήγε κοντά στην κατσαρόλα.
Κάποτε ήταν ένας γέρος και μια γριά. Και για παιδί τους είχανε ένα βατραχάκι. Το αγαπούσανε πολύ το βατραχάκι, μα εκείνο ήταν πολύ σκανταλιάρικο. Μια μέρα η γριά έβαλε να κάνει τραχανά. Όταν ο τραχανάς άρχισε να βράζει, το βατραχάκι πήγε κοντά στην κατσαρόλα. Είδε λοιπόν τον τραχανά και έλεγε: «Τραχανά, μην κάνεις χουρ-χουρ γιατί θα πέσω μέσα!» Τίποτα ο τραχανάς, συνέχισε να βράζει. Το βατραχάκι ξαναείπε, «Τραχανά σου λέω, μην κάνεις χουρ-χουρ γιατί θα πέσω μέσα.» Τίποτα ο τραχανάς. Νευριάζει το βατραχάκι, δίνει μια, μπλουμ, πέφτει μέσα στον τραχανά - πάει το βατραχάκι! Γυρίζει η γριά, έρχεται και ο γέρος, γύρευαν το βατραχάκι και φωνάζανε παντού να έρθει. Μα εκείνο πουθενά. Πιάσανε ο γέρος και η γριά να κλαίνε και να οδύρονται. Περνούσε από εκεί ένα πουλάκι, ρώτησε γιατί κλαίνε. «Γιατί χάσαμε το βατραχάκι μας.» «Τότε και εγώ», είπε το πουλάκι, «θα ρίξω το φτεράκι μου.» Πήγε το πουλάκι πάνω σε μια καρυδιά μεγάλη και η καρυδιά το ρώτησε. «Πουλάκι γιατί είσαι στεναχωρεμένο και πού είναι το φτεράκι σου;» «Στεναχωρέθηκα γιατί ο γέρος και η γριά έχασαν το βατραχάκι τους.» «Τότε και εγώ», απάντησε η καρυδιά, «θα ρίξω τα καρύδια μου.» Πέρασε από κάτω από την καρυδιά το γουρούνι και είδε όλα τα καρύδια πεσμένα. Ρώτησε το δέντρο και έμαθε και είπε, «Τότε εγώ θα φάω τα σκληρά καρύδια και θα σπάσω τα δοντάκια μου.» Το γουρούνι έκανε αυτό που είπε και έκλαιγε από τον πόνο.
Και όταν πήγε να πιει νερό, το είδε το γουρούνι η βρύση και έμαθε και η βρύση για το βατραχάκι. «Τότε και εγώ», είπε η βρύση «θα στερέψω το νερό μου.» Και στέρεψε το νερό και δεν έτρεχε και δίψασε η πολιτεία. Και έτσι, από στόμα σε στόμα όλα σταματήσανε, τα πράγματα χαλάσανε, τα δέντρα και τα φυτά μαραθήκανε, τα ζώα κλειστήκανε στις φωλιές τους, οι άνθρωποι παράτησαν τις δουλειές τους. Και το βατραχάκι; Τι έκανε το βατραχάκι. Πέθανε; Όχι! Δεν πέθανε. Ήτανε μέσα στην κατσαρόλα και είχε φάει όλον τον τραχανά και είχε πρηστεί σαν μπαλόνι η κοιλιά του και δεν μπορούσε να κάνει έναν σάλτο και να βγει από εκεί μέσα. Και όταν η γριά πήγε να πλύνει την κατσαρόλα, βρήκε μέσα το αγαπημένο της βατραχάκι να κοιμάται χορτασμένο, και το πήρε αγκαλιά, και το έβαλε στο κρεβατάκι του και εκείνο κοιμήθηκε όλη νύχτα και όλη μέρα, σαν να μην συνέβη τίποτα! Αυτά έλεγε η γιαγιά Ελένη και δεν έχουν ξεχαστεί.
Και έλεγε ακόμα ένα: «Ήτανε ένας γέρος και μια γριά. Και είχανε ένα κρεβάτι. Πήδα ο γέρος, πήδα η γριά, το σπάσανε το κρεβάτι!»
Αυτό μοιάζει με ένα άλλο καλύμνικο που έλεγε ο προπάππους ο Γιάννης. «Ήτανε ένας Ντής και ένας άλλος Ντης. Και άμα δεν νυστάζεις, θα στο πω από την αρχή. Νυστάζεις;» Απαντούσε το παιδί ναι ή όχι και ξεκινούσε πάλι το ίδιο τροπάρι. «Ήτανε ένας Ντής και ένας άλλος Ντης. Και άμα δεν νυστάζεις, θα στο πω από την αρχή. Νυστάζεις;»
Πλάκα δεν έχουν; Αχ, κλείστε επιτέλους την τηλεόραση. Πιάστε αγκαλιά τα παιδιά σας, τα εγγόνια και πείτε τους ιστορίες, παραμύθια, ό,τι θέλετε, δεν έχει σημασία, μιλήστε τους όμως. Να είστε σίγουρη πως θα κάτσουν να ακούσουν με προσοχή που ριζώνει βαθιά. Να, ξεκινήστε με την ιστορία με το βατραχάκι. Αν δεν σας ταιριάζει το τέλος, σκαρώστε με το μυαλό σας ένα δικό σας τέλος, μια κοινωνική αναταραχή, ότι τάχα, από στόμα σε στόμα έφτασε η ιστορία με το βατραχάκι να έχει νεκρώσει την πολιτεία ολόκληρη και πως οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά αλληλέγγυοι ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν από τον Θεό να γυρίσει πίσω το βατραχάκι και τον έπιασαν από τα μούσια και τον κατέβασαν από τον θρόνο του μέχρι να αναστήσει το πολύτιμο παιδί του γέρου και της γριάς. Πείτε ό,τι θέλετε, μα πείτε το. Αυτό είναι το πρώτο βήμα μιας ουσιαστικής, μεγάλης επανάστασης που έχει δύναμη απροσμέτρητη. Τη δύναμη του ανθρώπινου λόγου και της ανθρώπινης επαφής που χάνεται μέρα με τη μέρα. Θέλει όμως συνέπεια και κόπο. Είναι, βλέπετε, από τις επαναστάσεις που απαιτούν καθημερινό κόπο και όχι απλά μια βόλτα στο Σύνταγμα για να δούμε ή να παραστήσουμε τους «Αγανακτισμένους».