Οκτώ μήνες μετά την κλοπή των γλυπτών από το εξοχικό της οικογένειας Φωτιάδη στην Ατσική της Λήμνου, βρέθηκαν όλα εγκαταλελειμμένα, σκεπασμένα με προβιές ζώων και τσουβάλια μέσα σε χωράφι, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι από το οποίο είχαν αφαιρεθεί.
Οκτώ μήνες μετά την κλοπή των γλυπτών από το εξοχικό της οικογένειας Φωτιάδη στην Ατσική της Λήμνου, βρέθηκαν όλα εγκαταλελειμμένα, σκεπασμένα με προβιές ζώων και τσουβάλια μέσα σε χωράφι, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι από το οποίο είχαν αφαιρεθεί.
Το ανώνυμο τηλεφώνημα που έγινε στην Αστυνομία, οδήγησε τους αστυνομικούς και την εγγονή του Γιάννη Φωτιάδη, Ελισάβετ, στην περιοχή Τσαγκαράδικα, κοντά στον Κότσινα. Μετά από έρευνα που έγινε από τους αστυνομικούς, βρέθηκαν όλα τα κλοπιμαία, σε πολύ καλή κατάσταση.
Συγκεκριμένα, βρέθηκαν ένας μαρμάρινος σταυρός, μία πέτρινη πλάκα με αραβική επιγραφή, δυο στάμνες από λαξευτή πέτρα, ένα άγαλμα αγγέλου από λαξευτή πέτρα και δυο μαρμάρινες διακοσμητικές γλάστρες.
Η κλοπή των γλυπτών είχε συζητηθεί στην κοινωνία της Λήμνου, καθώς θεωρήθηκε πρωτόγνωρη για το νησί. Τα σημαντικής αξίας έργα του γνωστού γλύπτη Γιάννη Φωτιάδη «έκαναν φτερά» από το εξοχικό της οικογένειας των εγγονών του στην Ατσική, χωρίς τότε κανένας από τους γείτονες να αντιληφθεί την παραμικρή κίνηση. Πέντε από τα μεγάλα έργα του Γιάννη Φωτιάδη και δυο μικρότερα εξαφανίστηκαν κάτω από άγνωστες συνθήκες, ενώ η κλοπή έγινε αντιληπτή από συγγενή της οικογένειας στις 4 του περασμένου Φεβρουαρίου.
Όλους αυτούς τους μήνες η Αστυνομία, με τη βοήθεια της οικογένειας Φωτιάδη, προσπαθούσε να φτάσει στα ίχνη των δραστών. Τα γλυπτά και τα αγάλματα ήταν μεγάλου όγκου και βάρους και ήταν δύσκολο για τους δράστες να τα μεταφέρουν από το νησί σε κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδας. Οπότε και οι δράστες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα γλυπτά και να υποδείξουν στους αστυνομικούς το χώρο. Το περασμένο Σάββατο δέχθηκε η Αστυνομία ανώνυμο τηλεφώνημα και - όπως δήλωσε στο «Ε» ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Μύρινας, Σωκράτης Κρομμυδέλλης - «μετά από έρευνες της υπηρεσίας μας, οι δράστες ένιωσαν ότι τους πλησιάζουμε και αναγκάστηκαν να τα παραδώσουν. Κάνοντας ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην υπηρεσία μας, μας υπέδειξαν το σημείο που τα είχαν αφήσει. Τα είχαν σε χωράφι σκεπασμένα με προβιές ζώων, με πολλά τσουβάλια, για να μην κινήσουν τις υποψίες κανενός.».
Κι η εγγονή…
Η εγγονή του γλύπτη Γιάννη Φωτιάδη, Ελισάβετ, φανερά συγκινημένη από την ευχάριστη για την οικογένειά της εξέλιξη της υπόθεσης, δήλωσε στο «Ε»: «Τα μέλη της οικογένειας είναι πανευτυχή που βρήκαμε τα κειμήλιά μας, τα αγάλματα και τα γλυπτά του παππού μας, και μας τα άφησαν σε άριστη κατάσταση. Για μας ήταν θέμα τιμής, στη μνήμη του παππού μας. Και τα έργα αυτά ήταν για μας μεγάλης συναισθηματικής αξίας, έπρεπε τα αγάλματα να επιστρέψουν στο σπίτι του, στο δικό τους χώρο.»
Μέσα στις επόμενες ημέρες η οικογένεια θα αποσύρει τη μήνυση που είχε υποβάλει κατ’ αγνώστων. «Θα αποσύρουμε τη μήνυση και η οικογένειά μας δε θέλει κανενός την τιμωρία. Ευχαριστούμε την Αστυνομία που με συντονισμένες προσπάθειες έφτασε στα ίχνη των δραστών και οι ίδιοι αναγκάστηκαν να μας τα επιστρέψουν», δήλωσε η κ. Φωτιάδη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλους αυτούς τους μήνες οι δράστες δεν ήρθαν σε επαφή με την οικογένεια Φωτιάδη για να ζητήσουν χρήματα, ενώ όταν βρέθηκαν τα γλυπτά είχαν πολλά χώματα, κάτι που φανέρωνε ότι οι δράστες τα είχαν θάψει στη γη. Να συμπληρώσουμε ότι πριν από δύο μήνες έφτασε πληροφορία στην οικογένεια Φωτιάδη πως οι δράστες πέταξαν τα γλυπτά στη θάλασσα. Τότε η οικογένεια προσέλαβε δύτη που χτένισε τη θαλάσσια περιοχή από τον Κότσινα μέχρι τον Άγιο Ερμόλαο, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Η κλοπή ήταν καλά οργανωμένη, καθώς οι δράστες χρησιμοποίησαν γάντια και δεν άφησαν κανένα δακτυλικό αποτύπωμα. Με τον ίδιο τρόπο τα επέστρεψαν, χωρίς να αφήσουν πουθενά τα ίχνη τους. Εκτιμάται ότι η κλοπή διαπράχθηκε από τουλάχιστον τρία ή και περισσότερα άτομα, καθώς τα έργα είχαν μεγάλο βάρος και ήταν δύσκολο να μετακινηθούν.
Ποιος ήταν ο Γιάννης Φωτιάδης;
Ο Γιάννης Φωτιάδης υπήρξε δεινός γλύπτης της πέτρας και του μαρμάρου. Είχε μικρασιατική καταγωγή, αλλά εργάστηκε κυρίως στη Λήμνο. Στο νησί έφτασε το 1918, επικεφαλής ενός συνεργείου μαρμαροτεχνιτών, για να επιμεληθεί την κατασκευή των Συμμαχικών Νεκροταφείων του Μούδρου και του Πορτιανού, στα οποία είχαν ταφεί πεσόντες στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης. Σημαντικά έργα του βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το νησί. Στην τοπική κοινωνία έγινε γνωστός ως ο «μαστρο-Γιάννης», κατασκευάζοντας μνημεία, σχολεία, ναούς, καμπαναριά, πλατείες και λιμάνια. Από το έργο του ξεχωρίζει το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου Ατσικής, το οποίο είναι το πιο εντυπωσιακό της Λήμνου. Από τα γλυπτά του, μεγάλη επιτυχία είχαν οι γλυπτές γυναικείες μορφές, οι άγγελοι, οι γλαύκες στις προσόψεις σχολικών κτηρίων, οι αμφορείς σε εισόδους οικιών, οι δράκοντες και οι λεοντοκεφαλές σε γωνιές σπιτιών, τα κιονόκρανα κ.λπ.. Δεκάδες ταφικά μνημεία και ιδιωτικά έργα βρίσκονται σε πολλά σπίτια του νησιού, ενώ σημαντικά έργα του είναι στην Πλατεία Ατσικής το Μνημείο Πεσόντων Ατσικής, το λιμάνι του Μούδρου, τα Δημοτικά Σχολεία Ρωμανού και Πορτιανού, το Μνημείο Κυπρίων Αγωνιστών στη Μύρινα, την εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου στο Βάρος και της Ζωοδόχου Πηγής στον Κότσινα.