Το 1996 εκπροσώπησα μεγάλη επιχείρηση φυλάξεων και χρηματαποστολών (security), σε διαγωνισμό για τη φύλαξη της πανεπιστημιακής φοιτητικής λέσχης Θεσσαλονίκης.
Το 1996 εκπροσώπησα μεγάλη επιχείρηση φυλάξεων και χρηματαποστολών (security), σε διαγωνισμό για τη φύλαξη της πανεπιστημιακής φοιτητικής λέσχης Θεσσαλονίκης.
Μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού στην εταιρεία που εκπροσωπούσα, πήγα την ορισμένη μέρα στη διοίκηση της λέσχης, προκειμένου να υπογράψω τη διετή σύμβαση, οπότε μου ανακοινώθηκε απλώς ο κατάλογος των… μελλοντικών υπαλλήλων της επιχείρησης.
Βρήκα την ψυχραιμία να τον διαβάσω οπότε ανακάλυψα ότι μια εταιρεία εξειδικευμένη στις φυλάξεις, θα απασχολούσε μάγειρες, γραμματείς, κλητήρες, κηπουρούς, βιβλιοθηκάριους και άλλων ειδικοτήτων υπαλλήλους, για τους οποίους δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ζητώντας διευκρινίσεις πληροφορήθηκα ότι όλοι αυτοί, οι οποίοι υπηρετούσαν από χρόνια στην πανεπιστημιακή λέσχη, έπρεπε να συνεχίσουν, και να υπηρετούν, και να πληρώνονται, διότι ήταν εντελώς απαραίτητοι για τη λειτουργία της. Φυσικά η σύμβαση δεν υπογράφηκε και η υπόθεση οδηγήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου όμως και εγκαταλείφθηκε, γιατί η απόφαση θα εκδιδόταν μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα η επιχείρηση μπορούσε να αναλάβει άλλες, πιο προσοδοφόρες δουλειές.
Η πρακτική αυτή ήταν (και είναι) ο τρόπος με τον οποίο και το πανεπιστήμιο και τα νομικά πρόσωπα που συνδέονται με αυτό, καλύπτουν τα κενά τους σε προσωπικό, μπορώντας να απασχολούν υπαλλήλους, μέσω των εργολαβιών φύλαξης και καθαριότητας, χωρίς να φαίνονται εργοδότες τους. Έτσι ο φύλακας Α ή η καθαρίστρια Β, με πανεπιστημιακά πτυχία, μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες πολλές φορές, προσέφεραν (και προσφέρουν) τις υπηρεσίες τους στο πανεπιστήμιο με εργοδότες διάφορους επιτήδειους και βεβαίως αμείβονται με ημερομίσθια ανειδίκευτων και πολλές φορές με μειωμένη ή περιοδική απασχόληση. Κι όλα αυτά εις γνώση των πρυτανικών αρχών, της συγκλήτου, των νομικών υπηρεσιών κ.λπ. που επικαλούνται απλώς τις ανάγκες της υπηρεσίας.
Λίγο αργότερα οι παρίες αυτοί της εργασίας προσέφυγαν στα δικαστήρια ζητώντας την αναγνώριση της πραγματικής τους εργασιακής σχέσης και κυρίως του πραγματικού εργοδότη τους. Όλες αυτές όμως οι προσφυγές και αγωγές απορρίφθηκαν με πανομοιότυπο σκεπτικό. «Πώς είναι δυνατόν να ενάγετε το πανεπιστήμιο, όταν εργοδότης σας είναι ο Α ή ο Β εργολάβος;» Τυπικά ορθό, αλλά με εξοργιστική διαγραφή της πραγματικότητας, που την ξέρουν και την ομολογούν όλοι.
Και φθάσαμε στο σημείο ΜΗΔΕΝ, όπου οι αναρχικοί και οι αντιεξουσιαστές κατέλαβαν το κτήριο διοίκησης του Α.Π.Θ., παραλύοντας τη λειτουργία του, απαιτώντας την αποκατάσταση της εργασιακής α-νομιμότητας. Κρατούν σε ομηρία το πανεπιστήμιο, επιβάλλουν τη σύγκληση «ανοιχτών συνεδριάσεων της συγκλήτου», υπαγορεύουν τις αποφάσεις, καταστρέφουν ακόμα και το κεντρικό σύστημα σύνδεσης με το διαδίκτυο, πετούν αυγά στον πρύτανη, που επιμένει να μην παραιτείται και δέχονται τις παρακλήσεις των διαφόρων παραγόντων να αποσυρθούν, με αντάλλαγμα τη ρύθμιση του θέματος.
Έπρεπε δηλαδή να καταστρέψει τη ζωή της Κωνσταντίνας Κούνεβα η μαφία των εργολάβων «καθαρισμού», να αναλάβουν την υπεράσπιση του δικαίου οι, επαγγελματικά, εγκληματούντες αντιεξουσιαστές, να αποδιοργανωθεί το Α.Π.Θ., για να αντιληφθούν κάποιοι πως επί μια 20ετία παραβιάζουν κατάφωρα το Σύνταγμα, τους εργατικούς νόμους, διαλύουν την κοινωνία, τη διδάσκουν ότι για να επιβιώσει πρέπει να παρανομεί ή να αποδέχεται την παρανομία σα φυσικό προαπαιτούμενο και να αναγκασθούν, απειλούμενοι από τους παράνομους σε ισόβια έξωση από το πανεπιστήμιο, να σκεφθούν τη λήψη μέτρων για την ομαλοποίηση του συστήματος.
Εδώ μπορείς να φωνάξεις: Ζήτωσαν οι υπουργοί παιδείας, οι πρυτάνεις, οι καθηγητές της νομικής, που ήλεγχαν τις αμαρτωλές συμβάσεις, οι δικαστές που δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την τυπική ανάγνωση των νόμων, οι συνδικαλιστές φοιτητές που κραυγάζουν για διάφορα, όχι όμως και για την ουσία των πραγμάτων.
Ζήτω το Κράτος, που το αποτελούμε εμείς οι ίδιοι και που δεν μπορούσε να καταλάβει ότι δεν αξίζει για μερικές χιλιάδες ή και εκατομμύρια να ποδοπατά το Δίκαιο, που αυτό θέσπισε, και να γιγαντώνει την ανομία, την οποία έχει υποχρέωση να κυνηγά και να πατάσσει.
Κι ότι όταν δημιουργεί πλέγματα και καταστάσεις κρατικής ανομίας, δε δικαιούται μετά να διαπορεί γιατί δημιουργούνται γκέτο εγκληματικότητας και θύλακες ανάπτυξης μικρών ή μεγάλων μαφιών.
Φθάσαμε δηλαδή στο σημείο, με τη μικρόνοια και τη ράθυμη λειτουργία του Κράτους, να επιβάλλουν τη νομιμότητα, οι μονίμως επιδιώκοντες την καταστροφή της κρατικής υπόστασης.