Ο 85χρονος Ασημάκης Πολυπαθέλλης, ένας από τους γηραιότερους κατοίκους του Ασωμάτου, μας μιλάει για το χωριό του, πριν και μετά τα χρόνια της Κατοχής και το πώς έχει φτάσει σήμερα να φυλλορροεί πληθυσμιακά και οικονομικά, παρ’ όλο που πριν το ’40 είχε εκατοντάδες κατοίκους και έντονη κοινωνική ζωή.
Οι σελίδες αυτές του «Ε» σήμερα, αφιερωμένες στον Ασωματιανό Ασημάκη Πολυπαθέλλη. Σε ηλικία 85 ετών είναι από τους γηραιότερους κατοίκους του χωριού του, ενός οικισμού που μετράει αιώνες ζωής, χαρακτηριστικού για την ομορφιά του αλλά που θαρρείς κι έχει πια ημερομηνία λήξης…
Συναντήσαμε τον κυρ-Ασημάκη σε ένα από τα καφενεία του χωριού και μας δέχτηκε στο σπίτι του όπου μας διηγήθηκε την ιστορία του, τη ζωή του ανάμεσα στους πολέμους και στη Ford του συμπατριώτη του Μανώλη Κοντέλλη. Μαζί με αυτή, και ιστορίες από τα παλιά… Για το χωριό του, πριν και μετά τα χρόνια της Κατοχής και το πώς έχει φτάσει σήμερα να φυλλορροεί πληθυσμιακά και οικονομικά, παρ’ όλο που πριν το ’40 είχε εκατοντάδες κατοίκους και έντονη κοινωνική ζωή. Ένας άνθρωπος του τόπου μας, ζωντανή ιστορία του χωριού του… Σε απόδειξη πως την ιστορία τη γράφουν οι απλοί άνθρωποι.
Ο Ασημάκης Πολυπαθέλλης γεννήθηκε στον Ασώματο το 1926. Στην Αγιάσο ήταν που πήγε δημοτικό σχολείο και γυμνάσιο (μέχρι τα τελειώματα που αποφοίτησε από τη Μυτιλήνη), όπου υπηρετούσε ως διάκος ο πατέρας του, Γιάννης. Ο πατέρας του ήταν, όπως λέει ο ίδιος, που καθιέρωσε τη μουσική στον Επιτάφιο του Ασωμάτου. «Έπαιρνε πάντα όλη την κομπανία της Αγιάσου, τον περιβόητο Ρόδανο και τους άλλους, του άρεσε πολύ η μουσική. Και ο Επιτάφιος ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα κάθε χρόνο στο χωριό», θυμάται ο ίδιος.
«Ο Ασώματος ήταν φτωχό χωριό», συνεχίζει καθώς θυμάται τα χρόνια που έζησε ως παιδί. «Η βασική του οικονομία εξαρτιόταν από την Αγιάσο, όλα εδώ γύρω ήταν κτήματα Αγιασωτών. Πήγαιναν οι χωριανοί και ζητούσαν δουλειά από εκεί. Η ζωή όμως ήταν ευχάριστη, ειδικά τις χρονιές που είχε σοδιές. Είχε μουσικές, ο κόσμος είχε διασκεδάσεις, τις μέρες των γιορτών το γλεντούσε, παρά τη φτώχεια. Πλούσιους το χωριό μας δεν είχε, μόνο μεσαία τάξη. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, το ψωμί είχε 15 δραχμές και με το τσιγάρο για τους καπνιστές πήγαινε 21 δραχμές, δεν έφτανε το μεροκάματο. Είχαμε όμως πολλούς δωρητές και υπήρχε αλληλεγγύη. Υπήρχε για παράδειγμα μια μαμή, που όταν γένναγε μια γυναίκα και δεν πληρωνόταν δεν ξαναπήγαινε. Έτσι, κάποιοι άνθρωποι κατέθεσαν ένα ποσό σε ένα ταμείο, που προοριζόταν για περιπτώσεις γεννήσεων που δε θα πήγαινε η μαμή…»
Ο μικρός Ασημάκης Πολυπαθέλλης (μπροστά στη φωτογραφία) με τον πατέρα του όσο ήταν διάκος στην Αγιάσο και άλλους κληρικούς και κατοίκους του χωριού (1937) (αριστερά). Ο Ιωάννης Πολυπαθέλλης, ψάλτης στον Ασώματο (δεξιά)
Ο στρατός και τα πρώτα χρόνια της δουλειάς
Η οικογένειά του είχε πέντε παιδιά: τρία αγόρια και δύο κορίτσια, από τα οποία ο Ασημάκης ήταν ο μεγαλύτερος (μόνο ο ίδιος και η μικρότερή του αδελφή ζουν σήμερα). Τα χρόνια που έτυχε να γεννηθεί και να αποκτήσει τα πρώτα του βιώματα, ήταν δύσκολα, τόσο λόγω των συγκυριών, όσο και λόγω του μικρού μισθού του πατέρα του. «Ούτε 10 μέρες δεν έφτανε ο μισθός, περνάγαμε λιτά», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά. Το γεγονός αυτό τον επηρέασε και στο σχολείο και καθόρισε και τη μετέπειτα πορεία του. «Στα σχολεία τότε πληρώναμε δίδακτρα και εγώ ήμουν στη Μυτιλήνη οικότροφος. Κάποια στιγμή μας έλεγε ο γυμνασιάρχης εμένα και κάποιον άλλο συμμαθητή μου: “τα δίδακτρα δεν τα πληρώσατε” κι εμάς μάς έπεφταν τα μούτρα. Ερχόταν όμως ο ίδιος ο πατέρας μου, που ήταν δυναμικός και ρωτούσε το γυμνασιάρχη. “Κύριε Γυμνασιάρχα, τα έχετε εσείς αυτά τα χρήματα οποιαδήποτε στιγμή; Εμείς δυσκολευόμαστε”, και λυνόταν προσωρινά η υπόθεση.»
Ο π. Ιωάννης, η σύζυγος του Ασημάκη, Κατερίνα, και ο αδελφός του, Χριστόφας (αριστερά). Οι γονείς του, Γιάννης και Γιαννούλα (δεξιά)
Η δυσχερής οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και οι γενικότερες συνθήκες, δεν επέτρεψαν στο νεαρό Ασημάκη να σπουδάσει δάσκαλος, όπως τόσα άλλα συγχωριανόπουλά του. «Ήθελα να πάω στην Ακαδημία στην Αλεξανδρούπολη», λέει. «Το χωριό μας έβγαζε πολλούς δασκάλους και γιατρούς, υπήρχε πολύ καλό επίπεδο. Τελικά δεν τα κατάφερα, όμως. Για να πάω στην Αλεξανδρούπολη έπρεπε να δώσω τέσσερα μαθήματα και δεν υπήρχε τότε πλοίο της γραμμής για να ταξιδέψω. Μόνο με το καΐκι πήγαινες και αν εμποδιζόταν πουθενά, μπορεί να έκανες και 10 μέρες για να πας και η μεταφορά ήταν και ακριβή. Η Ελλάδα τότε ήταν κατεστραμμένη…»
Το 1942, όταν ήταν 18 χρονών, πήγε στο στρατό κι έφυγε στη Μέση Ανατολή. Το 1946 αποστρατεύεται, για να επιστρατευτεί και πάλι μετά από λίγο, με τον Εμφύλιο, ως έφεδρος αξιωματικός. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της καριέρας που ήθελε να ακολουθήσει ως δάσκαλος. Λίγο αργότερα διορίζεται στο Ταχυδρομείο του Ζαγκλιβερίου, όπου γνωρίζει και παντρεύεται το 1946 τη γυναίκα του, Κατερίνα, και κάνουν μαζί τρία παιδιά. Ο πρώτος τους γιος, ο Γιάννης, γεννήθηκε εκεί. Οι άλλοι δύο γιοι του, ο Ευστράτιος και ο Προκόπιος, γεννήθηκαν στον Ασώματο, στο διάστημα που επέστρεψε για λίγο στο χωριό του, προσπαθώντας να δει τι μπορεί να κάνει.
Η Καρύνη του παρελθόντος (φωτογραφία από το αρχείο του Ασημάκη Πολυπαθέλλη) (αριστερά). Στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου του Ασωμάτου, ανήμερα του Πάσχα (δεξιά)
Δουλεύοντας στη Ford
Το Ζαγκλιβέρι και ο Ασώματος δεν τον κράτησαν και κατέβηκε τελικά στην Αθήνα, προκειμένου να δουλέψει στη Ford που είχε ανοίξει αρκετά χρόνια πριν ο πατέρας του Ασωματιανού Μανώλη Κοντέλλη, επιστρέφοντας από την Αμερική με εντολή από την εταιρεία να δημιουργήσει εδώ αντιπροσωπεία.
Ο Ασημάκης Πολυπαθέλλης είχε θέση με καλό μισθό στην εταιρεία. «Ήμουν στα ασφαλιστικά μέτρα, παρακολουθούσαμε τη ρευστοποίηση και αν δεν κυλούσε σωστά, προχωρούσαμε είτε σε αφαίρεση είτε δίναμε παράταση, ανάλογα με το τι θα αποφάσιζε το δικαστήριο», θυμάται ο ίδιος. «Ήταν δουλειά καλή και υπεύθυνη, λίγο δύσκολη και στενάχωρη όμως. Υπήρχαν άτομα που ήταν ασθενή οικονομικά, έπαιρναν ένα μηχάνημα και δεν τους πήγαιναν καλά τα πράγματα. Ήρθε κάποια στιγμή ο Κοντέλλης, χτύπησε το κουδούνι που είχαμε σα συναγερμό, βγήκαμε όλοι έξω να μαζέψουμε τα λεφτά. Αν δεν είχε να πληρώσει ο άλλος και έλεγε ο πρόεδρος του δικαστηρίου να κάνουμε αφαίρεση, νιώθαμε πολύ άσχημα. Δεν μπορούσαμε, όμως, να κάνουμε και κάτι άλλο.»
Για το Μανώλη Κοντέλλη έχει να πει τα καλύτερα λόγια: «Ήταν άνθρωπος που προόδευσε πολύ, έρχεται ακόμη και σήμερα στο χωριό και ειδικά στον Επιτάφιο, που μετά το θάνατο του πατέρα μου χρηματοδότησε ο ίδιος. Έχει αφήσει και διαθήκη, όπου λέει πως ό,τι κι αν γίνει ο Επιτάφιος θα συνεχίσει να γίνεται έτσι.»
Όσο για το χωριό του, όταν έλειπε: «Ήμασταν ήσυχο χωριό, είχαμε μια ήσυχη ζωή. Όταν έλειπα, μόνο, έγιναν δύο φόνοι. Ένας για πολιτικούς λόγους, που πρώτη φορά έγινε στο χωριό και από τότε άρχισε ένα μίσος μεταξύ των κατοίκων. Υπήρχαν φυσικά πάντα αντιδικίες», λέει ο ίδιος.
Λαοθάλασσα στην περιφορά του Επιταφίου, με τους μεγάλους μουσικούς της Αγιάσου
Η επιστροφή στον Ασώματο
Ο Ασημάκης Πολυπαθέλλης έλειψε πολλά χρόνια από το χωριό του. Επέστρεψε τελικά μόλις συνταξιοδοτήθηκε, το 1992, μαζί με τη γυναίκα του κι έφτιαξαν το σπίτι τους για να εγκατασταθούν μόνιμα.
«Όταν γύρισα από την Αθήνα, ήταν αλλιώς τα πράγματα», λέει, συγκρίνοντας την τότε με τη σημερινή εικόνα του Ασωμάτου. «Δεν είχε τόση μεγάλη αιμορραγία το χωριό. Ήδη όμως, μετά το 1955, οι αλλεπάλληλες πολιτικές συγκρούσεις δημιούργησαν σταδιακά μια κατάσταση τέτοια. Και στην Αγιάσο τα ίδια έγιναν. Ήταν πολλοί που άλλαξαν πατρίδα. Εγώ, όμως, ήθελα πολύ να γυρίσω. Το χωριό μου το αγαπούσα, άσχετα που πέρασα χρόνια δύσκολα. Ήμασταν νέοι και δεν είχαμε μια δραχμή στην τσέπη μας. Είχαμε, όμως, μια αγάπη και συνεχίζουμε να το αγαπάμε. Η μάνα μου και ο πατέρας μου, όλοι, γαλουχηθήκαμε εδώ.»
Τα χρόνια της επιστροφής του ταυτίστηκαν δυστυχώς με τα προβλήματα υγείας που η γυναίκα του απέκτησε μετά από μια πτώση που είχε, η οποία και της προκάλεσε κατάγματα στη σπονδυλική στήλη. Πριν από ένα μήνα περίπου, ο Ασημάκης Πολυπαθέλλης έχασε τη σύζυγό του και ζει πλέον μόνος του στο χωριό.
Με τα 85 χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του, βλέπει κάθε μέρα τον τόπο που αγαπάει να μαραζώνει και στενοχωριέται. «Πριν τον πόλεμο ήμασταν 940 κάτοικοι, τώρα έχουμε μείνει μόνο 200 και οι 185 είναι γέροι», λέει. «Ο κόσμος παλιά είχε θέληση. Θυμάμαι ήταν Αποκριές και καλούσες τους δικούς σου και τους φίλους σου στο σπίτι, όλα τα σπίτια είχαν κόσμο και γιορτάζαμε μέχρι το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, που πηγαίναμε πια στην Αγιάσο. Ήταν θρησκευόμενος ο κόσμος, η Εκκλησία ήταν γεμάτη και τις Κυριακές και τις γιορτές, είχαμε έναν παπά πριν τον πατέρα μου που ήταν πράγματι κληρικός και άφησε ιστορία. Αθέατος σήμερα, χωρίς ούτε ένα ταφάκι…»
Το Πανηγύρι του Ταύρου, που γινόταν παλιότερα και στον Ασώματο
Όπως λέει ο κυρ-Ασημάκης, πολλοί ήταν οι άνθρωποι που προσέφεραν στον Ασώματο, ιερείς, ψάλτες και άλλος κόσμος, παραμένουν όμως αθέατοι σήμερα. Και απ’ όσους μένουν, λίγοι φροντίζουν για το χωριό τους. «Αν πήγαινες στο νεκροταφείο, που ήταν δικαιοδοσία της κοινότητας πρώτα και μετά πήγε στο δήμο, θα τραβούσες τα μαλλιά σου. Πριν ήταν καθαρό, με σεβασμό. Από τότε που πήγε στο δήμο, παραμελήθηκε. Αυτά τα είχε ο πατέρας μου καμωμένα, το ξωκκλήσι και όλα, και οι άλλοι, οι καλοί άνθρωποι που αγαπούσαν το χωριό. Αυτοί που πρέπει να προηγούνται και να έχουν κάποια δράση σήμερα, δυστυχώς δεν κάνουν τίποτα…»
Αυτό είναι και το μεγάλο του παράπονο. Η εγκατάλειψη του χωριού του. «Δε θελήσαμε να το κρατήσουμε το χωριό, μπορούσε να είναι σε καλύτερη θέση. Σήμερα ο Ασώματος βγάζει επιθανάτιο ρόγχο, ο οποίος ακούγεται ηχηρά. Τη Μεγάλη Παρασκευή μπορεί να είχε μεγάλη προσέλευση κόσμου, αλλά όταν μείνουμε μόνοι, το νιώθουμε πολύ έντονα αυτό…»